Τα Νόμια

Το γραφικό αυτό χωριουδάκι, που απέχει μόλις 5 χλμ. από τη Μονεμβασία, θα το συναντήσει κάποιος πηγαίνοντας προς Λιρά, στο αριστερό του χέρι, 400 μέτρα πάνω απ’ τη διασταύρωση προς Νεάπολη. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιών, το χωριό προϋπήρχε ήδη από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, αν και πολύ μικρότερο σε αριθμό σπιτιών. Το παλαιό όμως χωριό της περιοχής λέγεται ότι ήταν στο ύψωμα, πάνω από τα Νόμια, στη θέση Λούτσα.

Την ονομασία λέγεται ότι την πήρε από έναν τσοπάνη που είχε εγκατασταθεί σε μία κοντινή σπηλιά, που καταγόταν από τη Μεσσηνία και επειδή είχε τη βοσκή (νομή) όλης της περιοχής, ονόμασαν έτσι και το χωριό. Να τονιστεί ότι στη Μεσσηνία υπάρχει μια οροσειρά που λέγεται Νόμια αλλά και στη Μάνη, σε επισκέψεις μου στα σχολεία, είχα συναντήσει τέτοια τοπωνύμια.

Ο μύλος των Ρουβελαίων, όπως σώζεται σήμερα, στην άκρη του χωριού

 

Οι λόγοι για τους οποίους επιλέχτηκε η τοποθεσία αυτή για να χτιστεί το χωριό, ήταν το απάνεμο της περιοχής, το αόρατο απ’ τη θάλασσα για τον κίνδυνο των πειρατών και φυσικά τα πλούσια νερά της, αφού όλο το ρέμα έως και την πηγή Κουκάκι απαριθμούσε 6 μύλους και χάριν αυτού όλοι σχεδόν, πριν μερικές δεκαετίες, καλλιεργούσαν τα κηπευτικά τους και μάλιστα με αυτά, σε συνδυασμό με την παραγωγή κι άλλων αγροτικών προϊόντων, ζούσαν τις οικογένειές τους.

Τη σημερινή εποχή δυστυχώς, το ελάχιστο νερό του ρέματος φθάνει ως το χωριό, όχι πλέον με αυλάκια και τσιμενταύλακα αλλά με σωλήνες που αντλείται από το βάθος του ρέματος, πάνω απ’ το χωριό. Τη θέση των κηπευτικών την έχουν πάρει πλέον οι ελιές. Επίσης γίνεται προσπάθεια αναβίωσης από τους αδερφούς Σγαρδέλη, των παλιών αμπελώνων της περιοχής που αφθονούσαν τα παλιά χρόνια και για το λόγο αυτό ένα μέρος πάνω από το χωριό ονομάζεται και σήμερα Αμπελώνες. Μάλιστα σε πολλά σημεία διασώζονται ακόμη οι παλιοί ληνοί.

Ο Άγιος Κωνσταντίνος – Άγιοι Ανάργυροι στην πλατεία του χωριού

 

Η πρώτη εκκλησία του χωριού ήταν ο Άγιος Κωνσταντίνος, απέναντι από το χωριό όπου βρίσκεται και το κοιμητήριο. Αργότερα κτίστηκε μέσα στο χωριό η σημερινή εκκλησία που είναι δισυπόστατη και ονομάζεται Άγιος Κωνσταντίνος και Άγιοι Ανάργυροι που τα γλέντια στη χάρη του κρατούσαν κάποτε ως τις πρώτες πρωινές ώρες.

Το χωριό αν και κάηκε σχεδόν ολοσχερώς, στα χρόνια της Κατοχής, αναδημιουργήθηκε και πάλι με τη θέληση, φροντίδα και αγάπη των κατοίκων του. Το 1959 αριθμούσε 204 κατοίκους και αποτελούσε έδρα ομώνυμης κοινότητας, στην οποία περιλαμβάνονταν τα χωριά Άγιος Στέφανος, Άγιος Φωκάς και Πραταζία, οικισμός που μετονομάστηκε αργότερα σε Αγία Παρασκευή, με συνολικό πληθυσμό της κοινότητας 462 κατοίκους. Στις δεκαετίες πριν το 1980, έσφυζε από ζωή και απόδειξη αυτού είναι ότι υπήρχαν κατά διαστήματα ταβέρνες, παντοπωλεία και καφενεία όπως του Ν. Καστανιά, Παυλομανωλάκου, Θ. Ρουβέλα, Π. Ρουβέλα (που ήταν παντοπωλείο και καφενείο) και τελευταία του Π. Μαραβέλια, το οποίο ήταν καφενείο καθώς και ταβέρνα.

Σήμερα αρκετά από τα παλιά σπίτια έχουν αγοραστεί από Ευρωπαίους, κυρίως Ελβετούς, Βέλγους και Γερμανούς. Οι πρώτοι απ’ αυτούς, ο Κέρρυ και η Άμντα εγκαταστάθηκαν στο χωριό από τη δεκαετία του 1970. Από τους παλαιούς ντόπιους κατοίκους του παραμένουν ακόμη γύρω στα 8 άτομα. Το χωριό ενδείκνυται για ωραίους περιπάτους επιλέγοντας κάποιος τη διαδρομή παλιών μονοπατιών (σήμερα αγροτικών δρόμων), όπως Νομίων – Αγίου Στεφάνου και Νομίων – Σώρακα, όπως έχω κάνει και εγώ πολλές φορές.

Διερχόμενος κανείς σήμερα μέσα από το χωριό, τους χειμερινούς μήνες, ίσως συναντήσει μπροστά του το Γιώργο Καστανιά (Καριώτη) ή τη γυναίκα του Μαρία σκαλίζοντας τον κήπο τους δίπλα στο ποτάμι ή κάποιον εποχούμενο, όπως το Γ. Μαραβέλια ή τον Τ. Χριστάκο και ίσως ακόμη και τον εξαγριωμένο σκύλο του Χ. Χριστάκου. Το καλοκαίρι όμως θα ακούσει τις δυνατές φωνές των μεγάλων, τα τρανταχτά γέλια και τις κραυγές κάποιων παιδιών παίζοντας μπάλα και κρυπτό ή κάνοντας ποδήλατο γύρω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Είναι κάτι που λες ότι έρχεται από το αλαργινό, όμορφο και ζωηρό παρελθόν του χωριού, που οι φωνές μικρών και μεγάλων έσμιγαν αντάμα και η αντιλαλιά τους, συναντώντας και του «Μούντρη» το βουνό, ερχόταν πίσω ακόμη δυνατότερη και έσμιγε με τη βοή των γάργαρων νερών του ρέματος που έφθαναν ως τη θάλασσα και μόνο όταν φτιάχτηκε η όμορφη σιδερένια σκαλωτή γέφυρά του, μπορούσαν πλέον με ασφάλεια, κάτοικοι και περαστικοί να διαβούν. Σήμερα στέκεται εκεί μόνη της χωρίς διαβάτες και ποτάμι, λες και περιμένει και τα δύο αυτά να επιστρέψουν ξανά για να αναλάβει και πάλι τον παλιό ρόλο που της είχαν αναθέσει.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Αργείτη «Μαθαίνοντας για τον τόπο μου»