Επιμέλεια: Νίκος Αργείτης
Τους δύο αυτούς μύλους που βρίσκονται στην τοποθεσία «Μονοδέντρι» της Ρειχιάς, τους συναντάμε αφού αφήσουμε πίσω μας τη Ρειχιά, περνώντας τη διασταύρωση προς Μολάους και συνεχίζοντας την πορεία μας προς Λαμπόκαμπο (Φρέγκρα), μετά από 500 περίπου μέτρα, στο δεξί μας χέρι, πάνω στο λόφο, όπου υπάρχει μάλιστα και μονοπάτι στο ύψος του λατομείου, που οδηγεί έως εκεί.
Ανήκαν στο παρελθόν στο Ρειχιώτη Παντελή Σταυρόπουλο (Σταυράκη) που είχε παντρευτεί την Κυράννα Κουλούρη, από τα Κοντέικα Αριάνας. Ήταν κόρη του «Λαμπροκοντού» και είχε αδερφό το Γιάννη Κουλούρη (Ρούση), παππού του σημερινού φίλου μας Ντίνου Κουλούρη (Ρούση) και αδερφή τη Γεωργία (Γεωργίτσα) την οποία είχε παντρευτεί ο Αναστάσιος Γεωργακόπουλος (Μεσίτης), από Γέρακα, παππούς του άλλου φίλου μας, Τάσου Γεωργακόπουλου.
Η Κυράννα, σύμφωνα με πληροφορίες από ηλικιωμένους Ζαρακίτες, ήταν μια καλοκάγαθη κυρία, αλλά συνάμα όμως αρκετά ζωηρή, πεισματάρα και λίγο ατίθαση – έως ζόρικη – θα έλεγα. Σημειωτέον ότι στην Αριάνα τα παλιά χρόνια τις περισσότερες γυναίκες τις αποκαλούσαν Κυράννες, ένεκα του παλαιού ναού της Αγίας Άννας, που υπήρχε εκεί.
Μία ημέρα, που φυσούσε ευνοϊκά ο άνεμος, είχαν πάει οι δυο τους από τη Ρειχιά στο «Μονοδέντρι» για να θέσουν σε λειτουργία τους μύλους, προκειμένου ν’ αλέσουν τα σιτηρά οι πελάτες τους. Εκεί όμως, ως συνήθως, λογόφεραν μεταξύ τους κι ο Παντελής από το θυμό του άρπαξε ένα σχοινί, την έδεσε από το πόδι πάνω στον αντένα της φτερωτής, έλυσε το σακαρόσχοινο και άφησε τη φτερωτή να περιστρέφεται, περιστρέφοντας μαζί της και την Κυράννα.
Κάποιοι απ’ τους πελάτες, που εν τω μεταξύ είχαν κοντοζυγώσει στο μύλο, προκειμένου να πάρουν πρώτοι τη σειρά τους, αντικρίζοντας το θέαμα αυτό έμειναν κυριολεκτικά άφωνοι και αποσβολωμένοι, αλλά ευθύς αμέσως, όταν συνήλθαν απ’ το αρχικό τους σοκ, προσέτρεξαν προς βοήθειά της, καταφέρνοντας τελικά μετά από αρκετή προσπάθεια να ακινητοποιήσουν τη φτερωτή και να λύσουν την Κυράννα, κατεβάζοντάς την σώα! Αυτή τότε, ευθύς ως συνήλθε και σηκώθηκε όρθια, πήγε και στάθηκε ακριβώς δίπλα από το σύζυγό της και αφού έβαλε τα χέρια της στη μέση, του είπε σε πολύ επιτιμητικό ύφος και με αρκετά μεγάλη δόση ειρωνείας : «Και τι νομίζεις ότι μ’ έκαμνες ωρέ Χανούμ Παντελήμ; Ίσα – ίσα που είδα τόσα ωραία μέρη: Τη Φρέγκρα, τα Πιστάματα, ακόμη και τον Πάνω Χάρακα!».
Σημ. Το σκίτσο της αναπαράστασης, της σκηνής αυτής, που έχει μείνει πλέον στα ιστορικά χρονικά της περιοχής και έχει μεταφερθεί προφορικά ως τις μέρες μας από γενιά σε γενιά, σε όλους σχεδόν τους Ζαρακίτες, επιμελήθηκε ο άλλοτε μαθητής μου, στο Δημοτικό Σχολείο Μονεμβασίας, Κυριάκος Αγγελάκος, αφού έχει και ιδιαίτερους οικογενειακούς δεσμούς και σχέσεις με τη Ρειχιά, ένεκα καταγωγής απ’ εκεί μητέρας και παππού (Φριντζήλα).