Η Παναγίτσα είναι ένας μικρός οικισμός που ανήκει στην Κοινότητα Κουλεντίων. Μπορεί να τον επισκεφτεί κάποιος εάν ακολουθήσει το δρόμο Κουλέντια – Λιρά ή το αντίθετο και λίγο πριν ή μετά του «Αντώνα τη Ράχη», ακολουθήσει την ταμπέλα, σε 2 χλμ θα είναι εκεί. Μπορεί όμως να ανέβει ως εκεί και από τον οικισμό «Νόμια» ή «Καλύβες» (πιο δύσκολα βέβαια) με αγροτικό ή με τα πόδια.
Στη μεγάλη ακμή του, 1940-60, στο χωριό έμεναν οι οικογένειες των Καραστατηραίων, Αρωναίων, Κατσουλωταίων, μία οικογένεια Στουμπαίων (2 αδέρφια, Λάμπης και Γιάννης) και μια Κληματσαίων. Στην απογραφή μάλιστα του 1924, σύμφωνα με μαρτυρίες, είχαν καταμετρηθεί 74 κάτοικοι. Το χωριό είχε κατά διαστήματα έως και 4 ταβέρνες, 2 στα Αρωνέικα και 2 στα Καραστατηρέικα (τα Καραστατηρέικα είναι αριστερά της εικόνας και τα Αρωνέικα δεξιά). Μάλιστα στην ταβέρνα του «Τσαχλαμπούρη» γινόντουσαν και γλέντια με συνοδεία βιολιού που έπαιζε ο Χρήστος Κατσουλώτος.
Σήμερα στο χωριό δε μένει μόνιμα κανένας πλέον, με εξαίρεση τους καλοκαιρινούς μήνες που το επισκέπτονται κάποιοι κάτοικοί του, όπως και 2 – 3 οικογένειες αλλοδαπών που έχουν σπίτια εκεί.
Η ζωή των κατοίκων ήταν δύσκολη λόγω του επικλινούς και ανώμαλου εδάφους. Τα σιτηρά για να αλεστούν στο μύλο Παπαγιάννη, πολύ κάτω από τα Κουλέντια, έπρεπε να μεταφερθούν ως εκεί με τα ζώα, εξαναγκασμένοι οι κάτοικοι να διαβούν πολλές φορές το δύσκολο και επικίνδυνο αυτό μονοπάτι, που διερχόταν από Διακούπαινα και Μακρυόργου που περνώντας κάτω από τον Αϊ Σωτήρα και Μεγάλο Περιβόλι, κατέληγε ως εκεί. Επίσης για να μεταβούν στα Κουλέντια έπρεπε να ακολουθήσουν το άλλο δύσκολο μονοπάτι, που διερχόταν από την Τσερατσίνα του Σεμπέπου, το κτήμα Καστανιά (του Αρώνη και Στεφανή), του Λελέ και ανηφορίζοντας, περνώντας απ’ το αλώνι του Σγαρδέλη και πάνω από τον Αϊ Σωτήρα, έβγαινε στου Γεωργουδή το κτήμα και από εκεί στα Κουλέντια.
Κάποτε το χωριό είχε 2 βρύσες, μία κάτω απ’ τα Καραστατηρέικα (πηγή Μπεσίρη) και μια στα Αρωνέικα. Λίγο πιο πέρα πριν το χωριό, όπως ερχόμαστε από Κουλέντια, ήταν αυτή της Καστανιάς που ακόμη έχει νερό καθώς και της «Πλατάνας» κάτω από τον Άγιο Παντελεήμονα, που και αυτή διατηρείται.
Στο ίδιο μέρος αλλά λίγο πιο αριστερά της πηγής «Πλατάνας» όπως κατεβαίνουμε, βρισκόταν και το σπίτι-πύργος του Παντελή Αρώνη, το οποίο υπήρχε από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, που μάλιστα το είχε αγοράσει ο πατέρας του το 1920 από τον παπα-Καραστατήρη και που ο Παντελής το επισκεύασε γιατί ήταν σε κακή κατάσταση. Σύμφωνα με μαρτυρία του Γιώργου Μάρκου (Ασπρούλη) εκεί γεννήθηκαν και οι 4 κοπέλες του, στο οποίο έζησαν ως και τις αρχές του 1950.
Το χωριό είχε και αλώνια όπως αυτό των Καραστατηραίων πάνω από το χωριό (το οποίο υπάρχει ακόμη), ένα ελαιοτριβείο του Παναγιώτη Αρώνη (στα Αρωνέικα) καθώς και ένα μαντρί κάτω από του Μούντρη το Βουνό, πάλι του ιδίου.
Στα χρόνια πριν το 1917, το χωριό είχε ως εκκλησία μόνο την Παναγίτσα (από την οποία πήρε και το όνομα το σημερινό χωριό) που βρίσκεται κάπου 400 μ. κάτω απ’ την Πλατάνα», στην οποία βρισκόταν παλιά και το κοιμητήριο. Πολλοί ακόμη θυμούνται, όπως ο Παναγιώτης Κατσουλώτος, τα αξέχαστα γλέντια που γινόντουσαν στη χάρη της κάτω από τις λεμονιές. Το 1917 εγκαινιάστηκε από τον παπα-Καραστατήρη, παππού του Γιώργου Μάρκου (Ασπρούλη), η νεότερη σημερινή εκκλησία του Αϊ Παντελεήμονα, που γιορτάζει στις 27 Ιουλίου. Στην όμορφη αυτή εκκλησία κάθε χρόνο συνέρρεε, που και ακόμη συνεχίζει, πλήθος κόσμου τόσο για να την τιμήσουν όσο και με την ευκαιρία αυτή να επισκεφτούν το χωριό τους οι ξενιτεμένοι κάτοικοί του. Μάλιστα θυμάμαι ότι και εγώ μικρός την είχα επισκεφτεί 2 – 3 φορές μαζί με τους δικούς μου, ακολουθώντας το μονοπάτι: Αργειτέικα, Κανελλιάνικα, Μουρτζή, Σκάνταγλη, Σαλιαγά, Μπουμπουτσέλια.
Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, ο οποίος είχε διαμορφωθεί στα νεότερα χρόνια από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μπουμπουτσελιωτών, ήταν ο χώρος εκείνος που συγκεντρώνονταν τα καλοκαιρινά βράδια σχεδόν όλοι οι χωριανοί, τόσο για να γειτονέψουν όσο και να απολαύσουν από εκεί τη φαντασμαγορική θέα, καθότι ο χώρος αυτός βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και σε περίοπτη θέση. Επίσης θυμάμαι ότι εκεί λάμβαναν χώρα, έως και τα τελευταία χρόνια, τα αξέχαστα και ξέφρενα γλέντια που γινόντουσαν στη χάρη του και που πολλές φορές κρατούσαν ως αργά τις πρώτες πρωινές ώρες.
Ένα μικρό χωριό, μια μεγάλη ιστορία με δραστήριους και πετυχημένους ανθρώπους, οι οποίοι πάντα αγαπούσαν και ακόμη λατρεύουν το χωριό τους. Σήμερα το γραφικό και ηλιόλουστο αυτό χωριό, που είναι και το αγαπημένο μου, αφού ήταν το πρώτο χωριό που αντίκρισα από τα χρόνια που ένιωσα τον εαυτό μου και αντικρίζω ακόμη και τώρα κάθε φορά που πηγαίνω στα Φούτια όταν πέφτει η ματιά μου προς τα εκεί, αισθάνομαι ότι με το δικό του τρόπο μου νεύει, στέλνοντάς μου τους χαιρετισμούς του και παραγγέλνοντάς μου ταυτόχρονα να τους μεταφέρω και σε όλους τους πρωτινούς κατοίκους του όταν τους συναντήσω, λέγοντάς τους να μην το ξεχάσουν ποτέ, όπως δεν το έχει κάνει κι αυτό έως σήμερα και ούτε πρόκειται ποτέ να το κάνει.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Αργείτη «Μαθαίνοντας για τον τόπο μου»