Ασκητική

23.1.2015_ΑσκητικήΗ “Ασκητική” είναι ο Νίκος Καζαντζάκης. Και ο Νίκος Καζαντζάκης είναι η Ασκητική. Μια ελβετική εφημερίδα έγραψε πως η Ασκητική είναι «το κατά Καζαντζάκην ευαγγέλιο». Ο ίδιος ο δημιουργός της έγραψε ότι η Ασκητική είναι «η πιο σπαραχτική Κραυγή τής ζωής του» και ότι όλο το έργο του είναι σχόλιο στην Κραυγή αυτή.

Άρχισε να τη γράφει στη Βιέννη το 1922 και την τελείωσε στο Βερολίνο το 1923. Όπως συνήθιζε στα έργα του, της επέφερε αλλαγές (διορθώσεις, ανακατατάξεις, προσθαφαιρέσεις), με αποκορύφωση την προσθήκη τού “τελευταίου” κεφαλαίου της, με τίτλο «Η Σιγή», που το έγραψε στο Μπέκοβο το 1928, «σ’ ένα θαμαστό δάσος έλατα, μια ώρα μακριά από τη Μόσχα», και το τελείωσε «στις παγωμένες στέπες τής Σιβηρίας» το 1929: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο: “Σιγή” – μπόμπα που ανατινάζει όλη την “Ασκητική”. Μα σε λίγων ανθρώπων την καρδιά θα εκραγεί».

Η έκδοση της “Ασκητικής” το 1927 στην Αθήνα προκάλεσε μεγάλο σάλο. Ο συγγραφέας ένιωσε πως λίγοι την κατάλαβαν. Στα τέλη τού έτους έγραψε στην Ελένη του: «Η “Ασκητική” είναι μια φοβερή, αιματερή κραυγή, που θ’ ακουστεί μετά το θάνατό μου. Τώρα οι άνθρωποι καταλαβαίνουν μονάχα την ποιητική φόρμα. Μα μέσα στις παρομοίωσες αυτές και στις λυρικές φράσες αναπηδά φλογερή, πάνοπλη, πέρα από απελπισία κι ελπίδα, η μελλούμενη όψη τού Θεού».

Το 1930, ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Δημήτρης Γληνός παραπέμπονται σε δίκη, ο πρώτος γιατί έγραψε το… «ασεβέστατο» αυτό βιβλίο και ο δεύτερος γιατί δημοσίευσε στο περιοδικό του Αναγέννηση την «άθεη παλιοφυλλάδα» Ασκητική. Η δίκη τελικά δεν έγινε, αλλ’ η εκκρεμότητά της βάραινε πάνω από τα κεφάλια τους για τέσσερα χρόνια.

Ο Καζαντζάκης έκανε και νέες διορθώσεις της “Ασκητικής” (π.χ. το 1938, αλλά και αργότερα). Το 1944 τη διόρθωσε για άλλη μια φορά και έτσι έγινε η δεύτερη έκδοσή της, τον Δεκέμβριο του 1945.
Ο λατινικός τίτλος “Salvatores Dei” σημαίνει: Σωτήρες του Θεού. Σύμφωνα με την “Ασκητική”, ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον Θεό, αλλά και ο Θεός έχει ανάγκη τον άνθρωπο, για να στερεωθεί. Στερεώνοντας, όμως, τον Θεό, που κρύβεται μέσα σε κάθε ιδέα, όπως μέσα σε σάρκα, στερεώνουμε και την ψυχή μας και συμβάλλουμε, σε συνεργασία και με τη φύση, στη δημιουργική εξέλιξη και ανέλιξη του κόσμου. Ιδέες, αξιώματα, θεωρήματα της Ασκητικής είναι εγκατεσπαρμένα στο σύνολο του έργου του Νίκου Καζαντζάκη. Αποτελούν τη βιοθεωρία του, τη φιλοσοφία τής ζωής του.
Το βιβλίο μεταφράσθηκε και εκδόθηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και χώρες και αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Καζαντζάκη διεθνώς. Το 1930 ο Στέφαν Τσβάιχ (Stefan Zweig) έγραψε στον Νίκο Καζαντζάκη ότι η “Ασκητική” ανήκει σε όλο τον κόσμο. Ο ελληνιστής Οκτάβιος Μερλιέ (Octave Merlier), που έγραψε μακράν Εισαγωγή στη γαλλική έκδοσή της το 1951, θεωρεί την “Ασκητική” ως το μεγαλύτερο μεταφυσικό ταξίδι.

23.1.2015_Ασκητική_1

Νίκου Καζαντζάκη, Ασκητική (απόσπασμα)

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία· 
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.

Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

Η ΣΙΓΗ

Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»

Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.

Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει· τρεμάμενο αίματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.

Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.

Από που ερχόμαστε; Που πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.

Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ’ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.

Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.

Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.

Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοι και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:

Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στενός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής· δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!

Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αίωνιότητα, το κάθε σημείο -θες έντομο, θες άστρο, θες Ιδέα· γίνεται χορός.

Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!

Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία για η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, για η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.

Σιγή θα πει: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας· πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.

Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.

Είναι πια η άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!

Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.

Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.

Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγουδά, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ· ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.

«ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.»

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.»

ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!
ΤΕΛΟΣ

 

 

Εκδόσεις Καζαντζάκη