To ζώο αυτό είναι ένα από τα περισσότερο δημοφιλή και «αποδεκτά» έντομα, σε αντίθεση με την πλειονότητα των υπόλοιπων εντόμων που δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από τον άνθρωπο. Δεν αναφερόμαστε σε ένα συγκεκριμένο είδος εντόμου αλλά μια ολόκληρη Τάξη που περιλαμβάνει μερικές δεκάδες είδη που εμφανίζονται στην Ελλάδα με πολύ όμοια μορφολογικά χαρακτηριστικά ώστε όλα να ονομάζονται γενικά «λιβελλούλες». Το όνομα της Τάξης (οδοντόγναθα, αγγλικά odonata) προέρχεται από τις λέξεις όδοντας+γνάθος χαρακτηρίζοντας την ύπαρξη ισχυρών «δοντιών» στις γνάθους των περισσότερων ειδών. Το κοινό ελληνικό όνομα «λιβελλούλα» προέρχεται από την ιταλική λέξη libellula που χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα έντομα και προέρχεται από τη λατινική λέξη libra=επίπεδο, ισορροπία, χαρακτηρίζοντας την επίπεδη στάση του σώματος και των φτερών τους όταν πετούν.
Στην Ελλάδα υπάρχουν τουλάχιστον 58 είδη λιβελλουλών που διακρίνονται σε δύο υπο-ομάδες: τα μικρότερου μεγέθους ζυγόπτερα με 2 όμοιου μεγέθους ζεύγη φτερών τα οποία μπορούν να αναδιπλώσουν κατά μήκος του σώματός τους, και τα μεγαλύτερου μεγέθους ανισόπτερα με το δεύτερο ζεύγος φτερών να είναι μεγαλύτερο και τα φτερά να μην αναδιπλώνονται. Τα πιο μικρόσωμα είδη έχουν μήκος μέχρι 35 χιλιοστά και άνοιγμα φτερών μέχρι 4 εκατοστά, ενώ τα πιο μεγαλόσωμα είδη έχουν μήκος μέχρι 86 χιλιοστά και άνοιγμα φτερών μέχρι 12 εκατοστά. Το σώμα είναι επίμηκες, με την κοιλιά σε ορισμένες περιπτώσεις να αντιστοιχεί στο 80% του συνολικού μήκους του σώματος. Στον κοντό θώρακα υπάρχουν τα δύο ζεύγη μεμβρανωδών φτερών και τα 3 ζεύγη ποδιών, ενώ το κεφάλι είναι επίμηκες αλλά κατά τον εγκάρσιο άξονα του υπόλοιπου σώματος και έχει ένα ζεύγος πολύ μεγάλων ματιών και ένα ζεύγος πολύ μικρών κεραιών. Το χρώμα των οδοντογνάθων ποικίλει από μονόχρωμα πράσινα, μπλε, καφέ ή κόκκινα είδη μέχρι -και περισσότερο συνηθισμένο- είδη με εγκάρσιες ή επιμήκεις ταινίες και κηλίδες διαφόρων χρωμάτων (κίτρινο, κόκκινο, μπλε, καφέ) να εναλλάσσονται με μαύρο χρώμα. Διαβιεί σε οικοτόπους που σχετίζονται με νερό όπως λιβάδια, ποτάμια και ρυάκια, λίμνες και υγροτόπους, αφού οι προνύμφες και νύμφες τους μεταμορφώνονται μέσα στο νερό. Είναι σαρκοφάγα είδη και τρέφονται με έντομα που συλλαμβάνουν εν κινήσει ενώ οι προνύμφες τρέφονται και με μικρά ψάρια και αμφίβια. Ειδικότερα τα είδη των ανισοπτέρων που κινούν τα δύο ζεύγη φτερών εναλλάξ με συχνότητα μέχρι και 30 «χτυπήματα» ανά δευτερόλεπτο επιτυγχάνοντας ταχύτητες μέχρι και 50χλμ/ώρα είναι εξαιρετικοί ιπτάμενοι κυνηγοί.
Η προστασία των λιβελλουλών σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε κοινοτικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι αρκετά ισχυρή σε ορισμένα είδη, ενώ σε άλλα είναι ανύπαρκτη. Όπως και η συντριπτική πλειονότητα των ασπονδύλων σχετικά λίγα -αν αναλογιστούμε τον αριθμό των ειδών τους- είναι γνωστά για αυτά και για τους κινδύνους που διατρέχουν, δεδομένου ότι οι επιστήμονες ακόμα ανακαλύπτουν νέα είδη! Για τις λιβελλούλες ο άνθρωπος αποτελεί άμεση απειλή εξαιτίας της χρήσης εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων, ενώ σημαντικότερος είναι ο κίνδυνος από τις έμμεσες πιέσεις σχετίζονται με τη συνεχή απώλεια της φυσικότητας του περιβάλλοντος μέσω της συρρίκνωσης, υποβάθμισης και κατακερματισμό των οικοτόπων, και συγκεκριμένα των οικοτόπων που σχετίζονται στενά με το υγρό στοιχείο (ποτάμια, ρυάκια, βάλτοι, λίμνες, κ. ά).
Οι λιβελλούλες αποτελούν πολύ κοινό θέαμα τους ζεστούς μήνες στην προστατευόμενη περιοχή του όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού. Ο επισκέπτης και ο κάτοικος που θα βρεθούν κοντά σε κάποια πηγή νερού είναι σίγουρο ότι θα τις συναντήσουν να πετούν συνεχώς με νευρικές και απότομες κινήσεις, σαν να κάνουν επίδειξη της πτητικής τους δεινότητας. Όταν κάποιες από τις ακούραστες λιβελούλλες σταματήσει για λίγες στιγμές στην άκρη ενός κλαδιού, ο έντονος χρωματισμός της θα εκπλήξει ευχάριστα τον παρατηρητή. Αμέσως όμως θα συνεχίσει τα ιπτάμενα ακροβατικά πάνω από το νερό σε αναζήτηση τροφής αφού παρά το όμορφο «παρουσιαστικό» τους και το μικρό τους μέγεθος, οι λιβελλούλες είναι κορυφαίοι θηρευτές!
Πηγή: Φορέας Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα και Υγροτόπου Μουστού