Παναγιώτης Αλεξάκης: Το τελεφερίκ του Κάστρου αποτελεί έργο πολιτισμού

Με κόκκινο σημειώνεται η περιοχή επέμβασης για την κατασκευή τελεφερίκ. Με κίτρινο η περιοχή διαδρομών

 

Με μια μακροσκελή επιστολή και με τίτλο «Το τελεφερίκ του Κάστρου, έργο για τους ανθρώπους τρίτης ηλικίας, και με ειδικές ανάγκες, έργο πολιτισμού», ο Παναγιώτης Αλεξάκης, Ομότιμος Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της  Ένωσης των Απανταχού Μονεμβασιτών «Η Παναγία η Χρυσαφίτισσα», καταθέτει την άποψή του για το έργο κατασκευής τελεφερίκ για πρόσβαση στην άνω πόλη στο Κάστρο Μονεμβασίας.

«Η Άνω Πόλη της Καστροπολιτείας αποτελεί μέγιστο κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας, είναι το λίκνο του, για αυτούς που νοιάζονται για αυτή, όπως συμβαίνει για τους περισσότερους συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν επιθυμούν να μετατραπεί σταδιακά η Άνω Πόλη σε μάζες από, αλλά αντίθετα επιδιώκουν την αναζωογόνησή της, την περαιτέρω ανάδειξή της συνάμα με την επισκεψιμότητά της από ΟΛΟΥΣ», αναφέρει ο κ. Αλεξάκης, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Σε μια εποχή που η περιήγηση ανθρώπων κάθε ηλικίας αυξάνεται ραγδαία, κάτω από τη συνεχή βελτίωση και αξιοποίηση των κάθε φύσεως υποδομών, για δράσεις όπως για προσκύνημα σε μνημεία της ιστορίας και της θρησκείας, ο σεβασμός στην τρίτη ηλικία και στα ΑμΕΑ δεν είναι απλώς δημοκρατικό δικαίωμα. Είναι, πρωτίστως, αξιακή και ηθική υποχρέωση για τους ανθρώπους».

Διαβάστε παρακάτω την επιστολή:

Την περίοδο αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη η δημιουργία τελεφερίκ έξω από την Κάτω Πόλη της Καστροπολιτείας για την αμεσότερη πρόσβαση στην Άνω Πόλη. Ένα πρώτο και κύριο  ερώτημα είναι γιατί ξεκίνησε αυτό το έργο από το Δήμο Μονεμβασίας, το οποίο ανακοινώθηκε ως προγραμματικό έργο από τον συνδυασμό που πλειοψήφησε κατά τις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές, στη συνέχεα έλαβε χώρα ομόφωνη (από όλες τις παρατάξεις) θετική απόφαση του Συμβουλίου της Δημοτικής Κοινότητας Μονεμβασίας, και γνώση και αποδοχή του έργου από την τοπική κοινωνία. Η απάντηση στο ερώτημα  «γιατί αυτό το έργο», δίνεται αν κατανοηθεί ότι το τελεφερίκ γίνεται, αποκλειστικά, για να βοηθήσει εκείνα τα άτομα, τους επισκέπτες της ιστορικής Καστροπολιτείας κατά την τουριστική περίοδο αλλά και βραχύτερες περιόδους, που επιθυμούν να μεταβούν στην Άνω Πόλη και που, όπως παρατηρείται, αδυνατούν να το πράξουν.

Πιο συγκεκριμένα, είναι γεγονός ότι λόγω του τουρισμού και της περιήγησης η Μονεμβασία κατακλύζεται από περιηγητές, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία ή/και κατάσταση υγείας  που ουσιαστικά δυσχεραίνουν έως απαγορεύουν την ανάβασή τους στην Άνω Πόλη μέσα από τους δρόμους – καλντερίμια της Κάτω Πόλεως και τον ελικοειδή και απότομο δρόμο προς την Άνω Πόλη, ιδιαίτερα κάτω και από την παρατηρούμενη κλιματική αλλαγή και τον συχνά αφόρητο καύσωνα που επικρατεί κατά το μείζον διάστημα της τουριστικής περιόδου. Περαιτέρω, για τους επισκέπτες με ειδικές ανάγκες, κινητικά προβλήματα και ασθένειες, η πρόσβαση αυτή σήμερα καθίσταται απαγορευτική, παρά την έντονη επιθυμία τους και ανάγκη. Αυτά συμβαίνουν προς μεγάλη απογοήτευσή  τους, όπως διαπιστώνουμε όταν μας προσεγγίζουν και συζητούν μαζί μας.

Αλλά και οι χιλιάδες κάτοικοι του Δήμου μας, με τα ίδια χαρακτηριστικά, νοσταλγούν την Άνω Πόλη. Έχουν εκφράσει πολλές φορές τη μεγάλη τους επιθυμία, και ταυτόχρονα την αδυναμία τους να ανέβουν, να την περπατήσουν αλλά και να προσκυνήσουν στην Αγία Σοφία, την εκκλησία-σύμβολο για όλους τους συμπατριώτες μας, που μας γαλούχησε από τα πρώτα μας χρόνια και που ο επισκέπτης φθάνοντας την βλέπει ψηλά στο βράχο όταν πρωτοαντικρίζει τον αγαπημένο μας τόπο.

Ας μην παρασυρόμεθα από αυτό που κάποιοι λέγουν ότι δηλαδή έχει αυξηθεί ο αριθμός των επισκεπτών στην Άνω Πόλη. Όταν έχει τουλάχιστον τετραπλασιαστεί ο αριθμός των επισκεπτών στην Καστροπολιτεία, είναι φυσικό να έχει αυξηθεί ο αριθμός εκείνων που ανεβαίνουν στην Άνω Πόλη. Η εξέταση, όμως, των αναλογιών, των ποσοστών στο σύνολο των επισκεπτών της Καστροπολιτείας, δείχνει ότι το συντριπτικά μείζον ποσοστό των επισκεπτών και των μόνιμων κατοίκων δεν την  επισκέπτεται, πρακτικά, αδυνατεί να μεταβεί στην Άνω Πόλη.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τί κάνουμε εμείς σε μια εποχή, που δεν είναι οι δεκαετίες του ’60, του ’70, του ’80, του ’90, του 2000 , ή του 2010, αλλά του 2020 με την εντυπωσιακή βελτίωση των πάσης φύσεως υποδομών; Αφήνουμε αυτούς τους συμπολίτες μας να μην έχουν πρόσβαση, τώρα που οι σύγχρονες, εξελιγμένες τεχνολογίες λύνουν τέτοια προβλήματα σε παγκόσμια κλίμακα; Δεν αποτελεί αυτή η αδράνεια προσβολή στις ανάγκες τους, στα αισθήματά τους, στη χαρά τους; Αυτή είναι η ανταπόδοση της φιλοξενίας μας; Θα κωφεύσουμε και θα πούμε «ας αφήσουμε τα πράγματα όπως έχουν, έτσι τα βρήκαμε;». Δεν νοιώθουμε υποχρέωσή μας να τους βοηθήσουμε; Ή, μήπως, θα συμφωνήσουμε σε αυτό που επίσης λένε κάποιοι, ότι δηλαδή ας βελτιώσουμε τα καλντερίμια, τον απότομο και ανηφορικό δρόμο και ας δώσουμε έμφαση στην Κάτω Πόλη; Πρακτικά, δηλαδή, μη αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα που αναφέραμε, αλλά και συγχρόνως αφήνοντας την Άνω Πόλη να μετεξελιχθεί σε μια μάζα από πέτρες, όπως σιγά-σιγά κινδυνεύει να μετατραπεί αν παραμείνουν τέτοιες συνθήκες;

Γιατί διαβάσαμε και το, ας μας επιτραπεί, ανέκδοτο, αν όχι κοροϊδία, ότι για την ανάβαση στην Άνω Πόλη αρκούν για κάποιον εννέα (9) λεπτά! Σε ποιόν τα λένε αυτά; Σε εμάς που ζούμε και γνωρίζουμε τον τόπο; Και σε ποιους αναβάτες αναφέρονται; Μήπως σε αθλητές αντοχής που ούτε καν αυτοί το καταφέρνουν; Ας μετρήσουν χρονικά την ανοδική πορεία από την εξωτερική πύλη του Κάστρου έως την Άνω Ντάπια και, μάλιστα, για «αναβάτες» ηλικίας 60, 70, 80 και 90 ετών. Εδώ, βεβαίως, εννοείται ότι αποκλείονται οι ανάπηροι και, γενικά, οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, αυτοί, φαίνεται, κατατάσσονται αλλού… γιατί ποτέ δεν θα επισκεφθούν την ‘Ανω Πόλη. Ας μετρήσουν, λοιπόν, όχι μόνο το χρόνο που χρειάζεται για να ανέβουν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά ας εκτιμήσουν και τους κινδύνους για την υγεία τους, τη ζωή τους, και την  κούραση ανάβασης και κατάβασης, όταν με απερισκεψία διατυπώνονται τέτοιες απόψεις. Ας σκεφτούν και δικούς τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα ηλικίας και υγείας.

Ακόμα, φτάνουν στο σημείο να αναφερθούν στην Περιφορά του Επιταφίου (!), η οποία ως γνωστόν συμβαίνει μια φορά το χρόνο για θρησκευτικούς λόγους. Ειδικότερα, αναφέρονται στην περιφορά του στην Άνω Πόλη, για να διαπιστωθεί, τάχα, όπως σημειώνουν, η μετάβαση του κόσμου στην Άνω Πόλη. Όμως, αν ζούσαν στη Μονεμβασία, ή αν συμμετείχαν στις θρησκευτικές της εκδηλώσεις, πρώτον, θα γνώριζαν ότι το κοβούκλιο του Επιταφίου που μεταφέρει την εικόνα της Αποκαθήλωσης του Χριστού στο Κάστρο, είναι φτιαγμένο από κόντρα πλακέ, που το καθιστά πολύ ελαφρύ, ενώ μεταφέρεται από τέσσερις νέους της Μονεμβασίας που, ως τάμα έτους, σηκώνουν τον Επιτάφιο. Δεύτερον, θα τους ήταν γνωστό ότι η περιφορά του Επιταφίου στην Άνω Πόλη κατά το παρελθόν έχει συμβεί δύο φορές μόνον έως τώρα, το 2016 και το 2017. Τις δύο αυτές φορές, το μεγαλύτερο μέρος των πιστών παρέμεινε στην Κάτω Πόλη, λιγότεροι ανέβηκαν στην Άνω Πόλη και μεταξύ αυτών πολύ λίγοι μεγαλύτερης ηλικίας, καθώς το  θρησκευτικό τους συναίσθημα για αυτή ειδικά ίσως την σημαντικότερη ημέρα της θρησκείας μας, δεν σταμάτησε το σώμα τους και την ψυχή τους να φθάσουν στην Αγία Σοφία, ανεξαρτήτως συνεπειών. Αυτό, βεβαίως, γίνεται κατανοητό από ανθρώπους που έχουν επίγνωση της χριστιανικής θρησκείας των κατοίκων και του τριαδικού θεού. Αλλά είναι κρίμα, καθώς ο ελάχιστος σεβασμός θα πρέπει να αποτρέπει τέτοιου είδους επιχειρήματα.

Και εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η Άνω Πόλη της Καστροπολιτείας αποτελεί μέγιστο κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας, είναι το λίκνο του, για αυτούς που νοιάζονται για αυτή, όπως συμβαίνει για τους περισσότερους συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν επιθυμούν να μετατραπεί σταδιακά η Άνω Πόλη σε μάζες από πέτρες (από ότι γνωρίζουμε υπάρχει και τέτοια άποψη αρχαιολόγων), αλλά αντίθετα επιδιώκουν την αναζωογόνησή της, την περαιτέρω ανάδειξή της συνάμα με την επισκεψιμότητά της από ΟΛΟΥΣ. Δεν ακολουθούν την προσέγγιση να παραμείνει η κατάσταση ως έχει, πρακτικά, δεχόμενοι μια πολιτική διακρίσεων αποκλείοντας μια μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα. Για αυτό, άλλωστε, η Ένωση Αναπήρων της Ελλάδος, με ενθουσιασμό υποστηρίζει το έργο, καθώς η Άνω Πόλη θα καταστεί προσβάσιμη σε άτομα με αναπηρία, μέσω και της αποκατάστασης δρόμων και μονοπατιών και άλλων συνοδών έργων στην Άνω Πόλη.

Η Ένωσή μας, η Ένωση των Απανταχού Μονεμβασιτών «Η Παναγία η Χρυσαφίτισσα», ομόφωνα στηρίζει το έργο. Περαιτέρω, κάποιοι φέρνουν παραδείγματα τί έχει γίνει σε άλλα κάστρα, βουνά και μνημεία ανά τον κόσμο, όπου εκεί δεν προωθήθηκε το τελεφερίκ. Ταυτόχρονα, όμως, αγνοούν, ή δεν αναφέρουν τις δεκάδες αντίθετων περιπτώσεων σε κάστρα, μνημεία, ακροπόλεις, απαράμιλλης ομορφιάς λίμνες, βουνά και νησιά, στη χώρα μας και αλλού, όπως στην Ιταλία, στην Ουγγαρία, στην Ισπανία και στη Γαλλία, όπου τα τελεφερίκ διευκολύνουν τους κατοίκους και τους περιηγητές ώστε να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις ιστορικές και εξέχουσας ομορφιάς τοποθεσίες.

Ένα δεύτερο ερώτημα, αναφέρεται στην περιβαλλοντική διάσταση του έργου στην οποία τόσο η χώρα μας όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Σε εμάς, ο αρμόδιος φορέας, το Υπουργείο Πολιτισμού, ο κατ’ εξοχήν φορέας προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς, έχει θέσει ως ύψιστη προτεραιότητα να μην υπάρχει αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα από το έργο, στην ένταξη του στο φυσικό και μνημειακό περιβάλλον της Μονεμβασίας. Και αυτό, βεβαίως, έχει διασφαλιστεί καθώς εκπονήθηκε και έχει εγκριθεί η περιβαλλοντική μελέτη που προβλέπεται για το έργο. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι το τελεφερίκ, ως μέσο μεταφοράς, είναι απόλυτα οικολογικό γιατί δεν επιβαρύνει με ρύπους το περιβάλλον και είναι εντελώς αθόρυβο. Αλλά στο θέμα αυτό ας αναφερθούμε περισσότερο, καθώς ένα επιχείρημα είναι ότι το τελεφερίκ δημιουργεί οικολογική επιβάρυνση επηρεάζοντας αρνητικά την φυσική εικόνα της Καστροπολιτείας στο συγκεκριμένο σημείο που θα λειτουργήσει.

Το ερώτημα είναι, πώς την επηρεάζει; Είναι σε σημείο που ο κάτοικος ή ο επισκέπτης μέσα στην Κάτω Πόλη επηρεάζεται; Αν μεταβούμε στο Κανόνι ή στην Ντάπια της Χρυσαφίτισσας, ή σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της Κάτω Πόλης και αγναντέψουμε τον εκτεταμένο και επιβλητικό βράχο του κάστρου, φαίνεται από κάπου το τελεφερίκ; Ενοχλείται κάποιος από αυτό; Οι απαντήσεις είναι αρνητικές. Ο επηρεασμός της φυσικής εικόνας συμβαίνει σε ένα μικρό μέρος του τεράστιου φυσικού όγκου των βράχων του κάστρου, το οποίο βρίσκεται έξω από την Κάτω Πόλη, και μάλιστα 100 μέτρα προ της εξωτερικής πύλης του κάστρου. Και θα πρόκειται για μια κατασκευή που η φυσική της εικόνα σε αυτό το σημείο από το δρόμο θα είναι πολύ μικρή, καθώς ο χώρος του θα υποκρύπτεται από την μορφολογία του εκεί εδάφους, το δε σχετικό καλώδιο ελάχιστα επηρεάζει τη συνολική οπτική εικόνα, στον  τεράστιο βραχώδη όγκο αυτού του τμήματος του κάστρου. Αυτό, όμως, καθίσταται αναγκαίο, όπως ισχύει και σε άλλους τόπους, αφού έτσι η Καστροπολιτεία γίνεται προσβάσιμη σε όλους, καθώς η πυκνότητα της επιθυμίας βρίσκεται στην πρόσβαση των ατόμων που αναφέρθηκαν.

Αναφερόμαστε σε αυτό γιατί αυτοί που αντιδρούν έχουν ζητήσει την κατασκευή ενός αναβατορίου αντί για τελεφερίκ. Φαίνεται, δηλαδή, ότι το αναβατόριο δεν τους καθιστά αρνητικούς, ούτε επηρεάζει τη φυσική εικόνα. Αλλά αυτό το επιχείρημά τους είναι προσχηματικό, υποκρύπτει άλλα. Και αυτό γιατί γνωρίζουν ότι, όπως έχει αναφερθεί από τις αρχές, το αναβατόριο τεχνικά, δεν κρίνεται ως εφικτή λύση για την Καστροπολιτεία. Αυτό συμβαίνει γιατί το αναβατόριο χρειάζεται κάθετη ευθυγράμμιση των βράχων, και για αυτό χρειάζονται πολλές τσιμεντένιες και μεταλλικές αντηρίδες, όπως λέγονται, και τσιμέντωση των βράχων από επάνω έως κάτω. Αυτό το αναβατόριο λοιπόν δεν τους πειράζει, το τελεφερίκ όμως τους ενοχλεί. Ποιος, όμως, θα τολμήσει τέτοια καταστροφή για τον τόπο μας; Και ακριβώς, επειδή γνωρίζουν ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει, έρχονται και «χτυπούν» το τελεφερίκ, γιατί στην ουσία αυτό που επιθυμούν είναι να μη γίνει τίποτα, να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, και οι διακρίσεις στους πολίτες να συνεχίζονται εσαεί.

Αλλά υπάρχουν και άλλα ως προς τις κατά καιρούς απόψεις τους. Όπως, για παράδειγμα, αυτό που αναφέρουν για τα χρήματα που διατέθηκαν για το έργο ενώ θα μπορούσαν, όπως λένε, να κατευθυνθούν σε άλλες χρήσεις. Δεν αντιλαμβάνονται, ή δεν θέλουν να αντιληφθούν, ότι δεν στερήθηκε αυτούς τους πόρους ή Μονεμβασία για άλλα έργα, καθώς ήταν χρήματα που η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει αποκλειστικά για έργα πολιτισμού, τα οποία ο Δήμος μας είχε την οξυδέρκεια να εξασφαλίσει. Περαιτέρω, σημειώνουν ότι το κόστος του έργου (περίπου 6 εκ. ευρώ) δεν θα καλυφθεί από τα έσοδα που θα συλλέγονται από την μεταφορά των επισκεπτών. Εδώ πάλι έχουν πέσει έξω, καθώς θα αναμέναμε μια πιο οικονομική προσέγγιση οφέλους. Δεν αντιλαμβάνονται, ή αντιλαμβάνονται αλλά το αποκρύπτουν, ότι το έργο αυτό λογίζεται ως δημόσιο αγαθό, όπως για παράδειγμα είναι η κατασκευή μιας γέφυρας, όπου τα έσοδα της Πολιτείας αλλά και των κατοίκων από το έργο είναι πολλαπλάσια και εκτείνονται εσαεί, μέσα από την αύξηση των δραστηριοτήτων που το έργο επιφέρει στην περιοχή, τα εμφανή και αφανή έσοδα, πέραν των θετικών κοινωνικών επιπτώσεων. Γιατί διαβάζουμε και αυτό που αναφέρουν, ότι δηλαδή το έργο θα μειώσει την επισκεψιμότητα στη Μονεμβασία! Αν είναι δυνατόν, για ένα έργο που θα παρακινήσει, θα προσελκύσει και θα διευκολύνει την προσέλευση μεγαλύτερου αριθμού επισκεπτών, οι οποίοι θα διαχυθούν στην Άνω και Κάτω Πόλη, αλλά και στην έξω Μονεμβασία και στην ενδοχώρα της, που θα δώσει στη Μονεμβασία «αστέρια» στην ποιότητα του πολιτισμού της, του πολιτισμού βεβαίως για τους ανθρώπους. Το έργο αυτό, αντίθετα με αυτά που εκείνοι σημειώνουν, θα δώσει ώθηση και στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου. Τους θυμίζουμε εδώ ότι οι επαγγελματίες του Κάστρου, ο σύλλογός τους, ο Αναπτυξιακός Σύλλογος Κάστρου, αποφάσισε ομόφωνα και θετικά για αυτό το έργο.

Το κάστρο δεν είναι μόνο για τους λίγους. Είναι μοχλός ανάπτυξης της περιοχής. Η Καστροπολιτεία με την εργατικότητα των κατοίκων της και αυτών της ενδοχώρας σώθηκε, προχώρησε και πρόκοψε ο τόπος. Αυτός ο τόπος, η Καστροπολιτεία, που στη δεκαετία του ’50 κινδύνεψε να γίνει μουσείο χωρίς κατοίκους, όπως τότε μετατράπηκε ο Μυστράς, και που αποδεδειγμένα οι κάτοικοί της την διέσωσαν. Που στη συνέχεια απογυμνώθηκε από κατοίκους, καθώς πολλοί έφυγαν, άλλοι ξενιτεύτηκαν κάτω από τον μαρασμό που ζήσαμε και την αδυνατότητα επιβίωσης, πουλώντας τα σπίτια τους για να εργαστούν, όπου έβρισκαν, στα αστικά κέντρα. Αυτοί που έμειναν, με  στήριγμα και από τους συμπολίτες μας της ενδοχώρας, κράτησαν τον τόπο μας, σιγά σιγά τον ανέπτυξαν. Όμως, αυτός ο τόπος δεν είναι ακόμα βιώσιμος για όλους τους κατοίκους, «χρόνου γύρισμα». Χρειάζεται και άλλη ποιοτική ανάπτυξη και αυτό (οφείλει να) επιτελείται, τώρα μάλιστα που επιτέλους μένουν οι νέοι στον τόπο μας, άλλα και που διαπιστώνεται επίσης ότι επιστρέφουν στην Μονεμβασία και στην ενδοχώρα της, γεμάτοι γνώσεις, εμπειρίες και δεξιότητες, και ευχή μας είναι αυτή η αύξηση του νεανικού πληθυσμού να συνεχιστεί, να μην διακινδυνευθεί.

Αλλά ας αναφερθούμε και σε ορισμένα άλλα που διαβάσαμε. Συγκεκριμένα, γράφτηκε ότι το τελεφερίκ συνιστά τη μεγαλύτερη παρέμβαση στην Καστροπολιτεία κατά τα τελευταία 200 χρόνια! Τι να πει κανείς; Ρωτάμε, τί έχουν να πουν για σωτήρια έργα για τον τόπο, όπως αυτό του βιολογικού καθαρισμού, ένα τρομερά δύσκολο, εκτεταμένο και απαιτητικό έργο που κατασκευάστηκε και εδώ και χρόνια λειτουργεί στην Καστροπολιτεία και στην έξω Πόλη; Όπου, χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε μάλλον να σταθεί κανείς στο Κάστρο που αντί να αναπτυχθεί θα  οπισθοδρομούσε, όπως και η έξω Μονεμβασία και η ενδοχώρα; Αγνοούν αυτό το έργο! Ακόμα, τί έχουν να πουν για τις τόσες παρεμβάσεις στην Καστροπολιτεία, τις επισκευές των τειχών, την αποκατάσταση και τον φωτισμό σημαντικών μνημείων στην Κάτω Πόλη, στις πλατείες στη Χρυσαφίτισσα και στο Κανόνι, το Μουσείο, τις τουαλέτες, την αποκατάσταση ναών όπως της Αγίας Άννας και της Μυρτιδιώτισσας, την σε εξέλιξη αποκατάσταση όλου του συγκροτήματος του Ελκόμενου Χριστού, την πρόσφατη αποκατάσταση σημαντικών μνημείων, εκκλησιών, τειχών, οδών και μονοπατιών της Άνω Πόλης, μία ελπίδα διάσωσής της; Όλα αυτά, αθροιστικά δεν συνιστούν μείζονα παρέμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού στην Καστροπολιτεία; Αλλά και οι παρεμβάσεις που έρχονται; Ο φωτισμός του κάστρου, το Μουσείο Ρίτσου, η ανάπλαση της εθνικής οδού προς το κάστρο;

Μάλιστα, έφθασε πρόσφατα να αναφερθεί ότι το Υπουργείο Πολιτισμού καταστρέφει την Καστροπολιτεία! Το Υπουργείο αυτό που συγκροτείται από ιστορικούς, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, αρχαιολόγους, έμπειρους και διεθνούς κύρους επιστήμονες. Αν είναι δυνατόν! Σε ποιους τα λένε αυτά; Κάποιοι που μέχρι σήμερα εκθείαζαν το Υπουργείο Πολιτισμού για ό,τι αυτό έχει πράξει στην Καστροπολιτεία, τώρα μαζί με άλλους μόνιμα αντιμαχόμενους γράφουν αυτά που ολοσχερώς απορρίπτονται. Το Υπουργείο Πολιτισμού ποτέ δεν είχε ενσκήψει τόσο στα θέματα της Καστροπολιτείας όσο κατά τα τελευταία χρόνια. Όμως, είναι αλήθεια ότι χρειάζονται και άλλα στην Καστροπολιτεία και συνεχώς. Ο φωτισμός κάποιων δρόμων  στην Κάτω Πόλη, το ξύσιμο των καλντεριμιών, οι κουπαστές στις απότομες καθόδους, ο  αποτελεσματικός έλεγχος του θορύβου από τα καταστήματα διασκέδασης και η απρόσκοπτη ροή ποιοτικού πόσιμου νερού, μεταξύ άλλων, αξίζει να προχωρήσουν. Όμως, είναι άδικο να χρησιμοποιούνται «κατακλυσμικές» και εμπαθείς εκφράσεις για ένα Υπουργείο που έχει πολλαπλώς αποδείξει ειλικρινά και με πράξεις το ενδιαφέρον του για τον τόπο μας.

Η Άνω Πόλη θα ζωντανέψει, θα αποκατασταθούν κρατικά κτήρια, θα λειτουργήσει μια κάμαρα για να μπορεί κάποιος να πιει ένα ποτήρι νερό, θα υπάρξει ένας χώρος τουαλετών, ως σεβασμό προς τους επισκέπτες, θα υπάρξουν εκπαιδευτικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις στην Άνω Πόλη. Θα μπορούμε ΟΛΟΙ μας πλέον από εκεί να θαυμάσουμε φεγγαρόλουστες νύχτες, πρωινά και τον ορίζοντα από τον καβογέρακα, ως το Μυρτώο και την Κρήτη. Αλλά και η Αγία Σοφία, ελπίδα μας είναι να εξελιχθεί σε ένα μοναστήρι, που εμείς οι Μονεμβασίτες θα το υπηρετούμε όσο ζούμε, που θα αναδείξει και θα προστατεύει την μοναδική εκκλησία και τους γύρω χώρους της. Όλα αυτά θα διευκολυνθούν με την καλύτερη πρόσβαση στην Άνω Πόλη για κάθε πολίτη ανεξαρτήτως ηλικίας και θεμάτων υγείας που συχνά μας ακολουθούν.

Σε μια εποχή που η περιήγηση ανθρώπων κάθε ηλικίας αυξάνεται ραγδαία, κάτω από τη συνεχή βελτίωση και αξιοποίηση των κάθε φύσεως υποδομών, για δράσεις όπως για προσκύνημα σε μνημεία της ιστορίας και της θρησκείας, ο σεβασμός στην τρίτη ηλικία και στα ΑμΕΑ δεν είναι απλώς δημοκρατικό δικαίωμα. Είναι, πρωτίστως, αξιακή και ηθική υποχρέωση για τους ανθρώπους. Ευτυχώς, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων του τόπου μας, αυτό το δικαίωμα αυτών των συμπολιτών μας το έχει θέσει ως πρωταρχική αξία, μακριά από κάθε ανάλγητη και σε βάρος ανθρώπινων διακρίσεων προσέγγιση.