Από τον καθηγητή και τ. Δήμαρχο Δήμου Μονεμβασίας κ. Νεκτάριο Μαστορόπουλο
(Εκφωνήθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Ελκομένου Χριστού, κατά την Δοξολογία για την απελευθέρωση της Μονεμβασίας 23 Ιουλίου 2014)
Bυζάντιο το αδόκιμο όνομα που πρότειναν κάποιοι καθολικοί ιερωμένοι που πρώτοι μελέτησαν την περιοχή και την ιστορία της μεσαιωνικής ελληνικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι για ιδεολογικούς λόγους, αρνήθηκαν να ονομάσουν την αυτοκρατορία, των σχισματικών κατ’ αυτούς ορθοδόξων, με το επίσημο όνομά της που ήταν: Ρώμη και Ρωμαϊκή Πολιτεία.
Κατά την Ελένη Αρβελέρ, συνοψίζοντας τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που δημιούργησαν το λεγόμενο Βυζάντιο, ο ουσιαστικός ορισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι ο εξής:
«Βυζάντιο είναι η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή ανατολική αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα»
Η Κωνσταντινούπολη που από καταβολής της έγινε κέντρο χριστιανικό και ονομάστηκε Νέα Ρώμη, Δευτέρα ή Ετέρα ή Νέα Ιερουσαλήμ και Νέα Σιών.
Όταν στις 11 Μαίου του 330 μ.Χ. ο μέγας Κωνσταντίνος εγκαινίαζε την πόλη του, την αφιέρωσε αμέσως στον Δεσπότη Χριστόν:
«Σοι Χριστέ Κόσμου Βασιλεύς και Δεσπότης, σοι προστίθημι την δε δούλην πόλιν και σκήπτρα της δε και το παν Ρώμης κράτος, φύλαττε ταύτην, σώζε δ’ εκ πάσης βλάβης»
Η Κωνσταντινούπολη λοιπόν που ταυτίζεται πλέον με όλη την αυτοκρατορία , γίνεται η έδρα του αυτοκράτορα που ο επίσημος τίτλος του είναι:
«Πιστός εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων»
Έτσι σύμφωνα με αυτήν την παρακαταθήκη, η ιδεολογία που διατρέχει την νέα αυτοκρατορία, από την αρχή ως το τέλος της είναι η αποκατάστασή της στα αρχαία της σύνορα, αφού διεκδικεί το σύνολο της κληρονομιάς της, δηλαδή την Ρωμαϊκή παγκοσμιότητα:
«κάθε γη προσβάσιμη και κάθε θάλασσα πλωτή, ανήκει στην Ρώμη»
Η ιδεολογία αυτή στηρίζεται στην πίστη ότι ο αυτοκράτορας της Νέας Ρώμης είναι ο επίγειος αντιπρόσωπος του Θεού:
«ένας Θεός στον ουρανό και ένας Βασιλεύς στην γη» όπως αναφέρει ο Ευσέβιος το 360 μ.Χ. στο λόγο που απεύθυνε στον Μέγα Κωνσταντίνο, ενώ χαρακτηριστική του ιδεολογικού υπόβαθρου της αυτοκρατορίας και του πιστεύω των πολιτών της, είναι η αναφορά ενός ταπεινού μοναχού, του Κοσμά Ινδικοπλεύστη, τον 6ο αιώνα που λέει: «το κράτος των Ρωμαίων ου καταληθήσεται, θα μείνει αλόβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν»
Στα πλαίσια αυτά και την ίδια περίοδο προς τα τέλη του 6ου αιώνα, ιδρύεται η Μονεμβασία πάνω στον άγονο βράχο – νησίδα, που θα συνδέεται από εδώ και στο εξής με μια γέφυρα (ως μόνη έμβαση ) με την απέναντι λακωνική ακτή.
Παρόλα αυτά η Μονεμβασία δεν αποτελεί μια νεοφανή πόλη, αλλά όπως και το Βυζάντιο, τυγχάνει κάτοχος μιας μακραίωνης πολύτιμης κληρονομιάς που πηγάζει στην ελληνική αρχαιότητα, αφού όπως είναι καταγεγραμμένο και τεκμηριωμένο, τον βράχο αυτόν εποίκησαν για πρώτη φορά, μαζί με τον επίσκοπό τους, οι κάτοικοι της Σπάρτης και μάλιστα οι επιφανείς πολίτες αυτής, ενώ ένας άλλος κλάδος των κατοίκων της την ίδια περίοδο εγκαταστάθηκε στα ορεινά του Πάρνωνα και ένας άλλος στην Σικελία.,
Επιπλέον δε, από τότε και μέχρι σήμερα, εδώ και 1500 περίπου χρόνια δηλαδή, η Μονεμβασία δεν ερήμωσε ποτέ και συνεχίζει να κατοικείται αδιαλείπτως μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα μάλιστα με τα ιστορικά δεδομένα θεωρείται βέβαιο ότι η πόλη της Σπάρτης τότε, εγκαταλείπεται από τους γηγενείς κατοίκους της και ερημώνει σχεδόν για δύο αιώνες, για πρώτη φορά στην ιστορία της, κατοίκους που όμως μεταλαμπαδεύουν την κληρονομιά, τους θεσμούς και τα ήθη της παλιάς τους πατρίδας, στην νέα τους πόλη την Μονεμβασία, όπου για πολλούς αιώνες είχαν διατηρήσει:
« την πάτριον και παλαιάν εκείνην των Σπαρτιατών ελευθερίαν τε και ευγένειαν και δώριον αρμονίαν»
Η καταγωγή αυτή των Μονεμβασιωτών αποτελούσε όλους τους αιώνες της ιστορίας της, όχι μόνο λόγο υπερηφάνειας των πολιτών της, αλλά και ακαταμάχητο ατού στην κατοχύρωση της παλαιών της προνομίων και στην περαιτέρω διεκδίκηση και παραχώρηση νέων προς την πόλη.
Στην μακραίωνη ιστορία της η Μονεμβασία τυγχάνει της εκδόσεως δεκάδων επισήμων προνομιακών εγγράφων, μεταξύ των οποίων και των περίφημων χρυσόβουλων αυτοκρατορικών λόγων, που αφορούσαν τα μοναδικά προνόμια της και φυλάσσονταν στο θησαυροφυλάκιο της πόλης, δηλαδή στον μητροπολιτικό ναό του Ελκομένου Χριστού.
Λόγω δε της οχυράς και στρατηγικής της θέσης αλλά και των αρετών των κατοίκων της, η Μονεμβασία συνεχώς ανελίσσεται και φτάνει σε απίστευτη ακμή, ακόμη και ως υπερδύναμη στη Μεσόγειο, ως:
«θαλασσοκρατήσασα πάσης σχεδόν της εντός Ηρακλείων στηλών θαλάσσης άνωθεν…πολλάς και βαρείας δυνάμεις και στόλους πολυπληθείς συντρίψασά τε και καταδύσασα πολλάκις».
O μητροπολίτης της γίνεται έξαρχος Πελοποννήσου, απολαμβάνει τα προνόμια και το κύρος ενός πατριάρχη ενώ το 1438 η μητρόπολη Μονεμβασίας προβιβάζεται στην ιεραρχική θέση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, θέση την οποία καταλαμβάνει ο μητροπολίτης της, στην σύνοδο της Φεράρας και Φλωρεντίας, που αφορούσε την ένωση των εκκλησιών.
O άρχοντας της Μονεμβασίας φέρει τον υψίστου κύρους τίτλο δεσπότης ή ρήγας: «Ρηξ δε ην. Ρήγες και γαρ εκ μακρών εν αυτή των χρόνων άρχοντες κεχειροτόνηντο»
Οι Μονεμβασιώτες τυγχάνουν μιας τρομερής εύνοιας από τους αυτοκράτορες, που καλύπτει όχι μόνο τους διαμένοντες στην πόλη, αλλά όλους όπου της γης Μονεμβασιώτες, ακόμη και τους απογόνους τους, όσο και αν αυτό φαίνεται απίστευτο.
Τα προνόμια αυτά, οι φορολογικές ατέλειες, αλλά και οι ικανότητες των πολιτών της Μονεμβασίας, δίνουν μια τρομερή ώθηση στην πόλη και στους κατοίκους της, που αυτή την περίοδο τους συναντάμε να εμπορεύονται σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Μεσογείου ή ανά τον κόσμο, τους βρίσκουμε στο αυτοκρατορικό περιβάλλον ή σε πολλές ευρωπαϊκές αυλές, κοσμοπολίτες, με ασύλληπτο πλούτο, με μεγάλη μόρφωση, με υψηλά αξιώματα αλλά και με το όραμα της αγαπημένης τους πατρίδας πάντα ζωντανό.
Ευδεμονογιάννης, Μαυροζώμης, Μαμωνάς, Χαμάρετος, Παχής, Νοταράς, Σοφιανός, Κορίνθιος, Κόμης, Σβηρός ή Σεβήρος, Κοντολέων, Αργυρός, Φραγκόπουλος, Λικίνιος, Γραικός, Φραντζής, Χρυσογιάννης, Δεσποτόπουλος Ευγενίδης, Καλογεράς, είναι τα ονόματα μερικών από τις πιο γνωστές οικογένειες της Μονεμβασίας.
Ποια είναι όμως τα βασικά συστατικά της Μονεμβασίας, η ουσία της ύπαρξής της ανά τους αιώνες, ο αναλλοίωτος πυρήνας της πόλης μας, πάλαι τε και επ’ εσχάτων;
Παραφράζοντας ένα στοίχο του Σεφέρη μπορούμε να πούμε ότι η Μονεμβασία συνίσταται ιστορικώς εκ πίστεως στον Χριστό, πίστεως στην ελευθερία, πίστεως στην πατρίδα, σεβασμού και γνώσεως των πατρώων, αλλά και εκ πνεύματος αυτοδιαθέσεως, δημιουργικότητας και προοδευτικότητας.
Όλα αυτά συνθέτουν το ιδεολογικό και πνευματικό υπόβαθρο της Μονεμβασίας και αποτελούν κοινό τόπο των κληρικών της, των αρχόντων της αλλά και των πολιτών της ανά τους αιώνες.
Όλοι πορεύονται:
«με τη συνείδηση του πλούτου της κληρονομιάς μας, που ένας κρυφός αγωγός αιώνων εκχύνει αδιάκοπα μέσα μας» όπως λέει ο Ελύτης για τον ελληνισμό.
Δεν είναι τυχαία η στάση των Μονεμβασιωτών σε κρίσιμες στιγμές όπου λαμβάνονται αποφάσεις ζωής και θανάτου και που μοιάζει να λειτουργούν αυτομάτως και αυτονοήτως.
Δεν είναι τυχαία ή συγκυριακή, η στάση για παράδειγμα, που κράτησαν οι Μονεμβασιώτες το 1460, όταν προ των πυλών της πόλης έφτασε ο Μωάμεθ ο Β΄ ο πορθητής, με τον στρατό του, ο κατακτητής της Κωνσταντινούπολης, ζητώντας την παράδοση του κάστρου, του μόνου ελεύθερου θύλακα της αυτοκρατορίας που έμενε όρθιο μετά την επέλαση των Οθωμανών.
Οι Μονεμβασιώτες λοιπόν απέναντι στον Σουλτάνο απέναντι στην αυτοκρατορία που αντιπροσώπευε, απάντησαν τα εξής στους απεσταλμένους του:
« είπατε ταύτα τω Αμηρά, ότι παν άστυ και φρούριον κτισθέν μετά μηχανής και τέχνης ανθρωπίνης και διοθρωθέν και ασφαλισθέν, πάλιν μεν οι άνθρωποι οι εντός αυτού αξουσίαν έχουσιν. Η δε ημετέρα πατρίς και χώρα ουχ ούτως υπάρχει, αλλ’ η φύσις αυτή εφιλοδώρησε και εκ του Θεού και της του τόπου κρημνότητος την ασφάλειαν έχει. Και όταν θέλησις και βουλή έστι τω Κυρίω, άνωθεν, το θέλημα αυτού γίνεται και ου δυνάμεθα αντιλέγειν, ότι και οις βούλεται χαρίσεται. ημείς δε ουδεμίαν εξουσίαν έχομεν τα παρά του Θεού κτισθέντα ορίζειν και χαρίζειν»
Ή για να παραθέσουμε τα παραπάνω όπως τα αναφέρει ο Ρίτσος:
« Εμείς δεν ορίζομεν τίποτες. Του Θεού μαθές τα πάντα. Α θέλει η αφεντιά του σας παραδίνει κάστρο, σπίτια, βιος και το τρανό κλειδί της έμπασης»
Αυτά εκφράζουν με απόλυτο τρόπο, την μονολιθική πίστη των Μονεμβασιωτών, χωρίς να χρειαστεί να υπερβάλουν εαυτόν, αφού την ίδια απάντηση έδωσαν και πριν, αλλά θα έδιναν και στο μέλλον, σε κάθε πολέμιον επιβουλευόμενον
«ως την υπερτάτη Πατρίδα εις χείρας των ασεβών παραδώσωσιν»
«μετρήσαμε τις εποχές με ονόματα σεβαστικά…»
λέει πάλι ο ποιητής.
Θα άξιζε τον κόπο λοιπόν, να παραθέσουμε μερικά από αυτά τα ονόματα που για τη Μονεμβασία θα ήταν χρέος και τιμή να αναρτηθούν σε ένα ιδιότυπο αγιολόγιό της.
– Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος
Οι Μονεμβασιώτες πρόσφεραν απλόχερα την αφοσίωσή τους και την αγάπη τους στον Ανδρόνικο, ο οποίος ανταπέδωσε όσο κανένας άλλος.
Όπως αναφέρει μάλιστα το συναξάρι της Παναγίας της Οδηγήτριας ή Μονεμβασιώτισσας, ο Ανδρόνικος επισκέφτηκε την Μονεμβασία το έτος 1300 και κατά την αναχώρησή του όλοι τον αποχαιρετούσαν με δάκρυα. Ο αυτοκράτορας τότε συγκινημένος, τους αποχωρίστηκε με μια υπόσχεση, λέγοντας:
«… εγώ θέλω σας πέμψει αντ’ εμού Βασιλέα μέγαν και Βασίλισσαν υπερτέρους παντός βασιλέως και αυτοκράτωρος»
Και πράγματι μετά από σύντομο διάστημα έστειλε στην Μονεμβασία μια πολύτιμη, εξαιρετικής τέχνης εικόνα, της Παναγίας Οδηγήτριας, η οποία σύντομα έγινε προστάτης της πόλης ως Παναγία η Μονεμβασιώτισσα.
Και ως αποκορύφωμα των ευεργεσιών του προς την πόλη εξέδωσε τον περίφημο χρυσόβουλο λόγο του, όπου προσφέρει στην Μονεμβασία πάμπολλα προνόμια, αυτοκρατορικό χρυσόβουλο που για πρώτη φορά μάλιστα κοσμείται με μια υπέροχη μικρογραφία που παριστάνει τον αυτοκράτορα να το παραδίδει στον Χριστό, στην ουσία στον Ελκόμενο Χριστό της Μονεμβασίας.
– Mητροπολίτες Μονεμβασίας Πέτρος και Ιωάννης – Θεοφάνης ο ομολογητής
Και οι δύο λατρεύονταν για πολλούς αιώνες ως τοπικοί άγιοι της Μονεμβασίας και ανέπτυξαν σπουδαία δράση, ιδίως για το ζήτημα της αναστήλωσης των εικόνων. Ο Πέτρος στην οικουμενική σύνοδο της Νικαίας το 787 που συμμετείχε έκανε πολύ σημαντικές παρεμβάσεις υπέρ των εικόνων και ο Ιωάννης ο οποίος διαδέχτηκε τον Πέτρο στην μητρόπολη της Μονεμβασίας, πέθανε διωκόμενος για την πίστη του ως μοναχός με το όνομα Θεοφάνης.
– Μητροπολίτης Παύλος
Σπουδαίος ιεράρχης της Μονεμβασίας κατά τον 10ο αιώνα, με τεράστια μόρφωση, ο οποίος με τις «ψυχοφελείς διηγήσεις» που συνέγραψε και μεταφράστηκαν και διαδόθηκαν σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, άφησε σημαντικές πληροφορίες για την εποχή του και για την πόλη την περίοδο αυτή.
– Θεόδωρος Μαυροζώμης
΄Αρχων της Μονεμβασίας, όταν το 1148 με το ισχυρό της στόλο η πόλη, αντιπαρατέθηκε με επιτυχία στην επιδρομή των Νορμανδών. Η επιτυχία αυτή μαζί με την σπουδαία δράση τότε, του ιεράρχη της Μονεμβασίας, συνετέλεσε ώστε η εκκλησιαστική έδρα της, να αναβαθμιστεί από επισκοπή σε μητρόπολη.
– ανώνυμος μητροπολίτης Μονεμβασίας κατά το έτος 1252
Η Μονεμβασία αντιστάθηκε όπως ήταν αναμενόμενο για δεκαετίες στην πίεση των Λατίνων, που εν τω μεταξύ είχαν καταλύσει την αυτοκρατορία και μάλιστα άντεξε με αξιοθαύμαστο τρόπο, επί τρία χρόνια, τον πλήρη αποκλεισμό της, χειμώνα και καλοκαίρι και την πολιορκία της, από τον ισχυρό στρατό του Γουλιέλμο Β΄ του Βιλλαρδουίνου.
Ο μητροπολίτης Μονεμβασίας σθεναρά αντιστάθηκε και προσπάθησε να αποτρέψει την παράδοση της πόλης, παρά τις τρομερές κακουχίες που αυτή περνούσε και μάλιστα ύστερα από την αναπόφευκτη παράδοσή της, με κίνδυνο της ζωής του δεν την εγκατέλειψε, αλλά προτίμησε να παραμείνει δίπλα στο ποίμνιό του. Οι Λατίνοι του φέρθηκαν επαίσχυντα και ο αγιασμένος αυτός ιεράρχης ως μάρτυρας της πίστης, πέθανε στην Μονεμβασία από τις κακουχίες.
Ευτυχώς αυτή η κατάληψη κράτησε μόνο για λίγα χρόνια, αλλά εν τω μεταξύ, οι Μονεμβασιώτες που έφυγαν, ίδρυσαν μια δεύτερη Μονεμβασία, στις Πηγές, στις όχθες του Ελλήσποντου στην Μικρά Ασία, όπου και αυτή απολάμβανε τα προνόμια της μητέρας πόλης.
– Μητροπολίτης Μονεμβασίας Νικόλαος
Στον σεπτό ιεράρχη της Νικόλαο, η Μονεμβασία οφείλει τα μέγιστα. Η μόρφωσή του, το ήθος του και η δράση του, συνετέλεσαν αποφασιστικά ώστε η Μονεμβασία να τύχει ισχυρότατων προνομίων, που κορυφώθηκαν με τον χρυσόβουλο λόγο, το 1300, του αυτοκράτορα, Ανδονίκου Β΄ του Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας στο χρυσόβουλό του, εξυμνεί τις αρετές του μητροπολίτη Μονεμβασίας και των κατοίκων της πόλης και φαίνεται στην μικρογραφία που είναι χαραγμένη στο χρυσόβουλο, να προσφέρει στον Δεσπότη Χριστόν, (τον Ελκόμενον επί τον Σταυρόν), την περγαμηνή με τα προνόμια της μητρόπολης και της πόλης της Μονεμβασίας.
– Μητροπολίτης Μονεμβασίας Μητροφάνης
Το έτος 1540, αλλάζει σελίδα στην ιστορία της Μονεμβασίας, η οποία μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, ανθίσταται, ψάχνοντας για ισχυρούς συμμάχους που θα την κρατήσουν όρθια μπροστά στην απειλή των Οθωμανών. Οι Ενετοί που είναι κυρίαρχοι της πόλης αυτήν την περίοδο, την παραδίδουν τελικά στους Τούρκους το Φθινόπωρο του 1540.
Οι Μονεμβασιώτες εδώ στον μητροπολιτικό ναό του Ελκομένου, παρακολουθούν με συγκίνηση την θεία λειτουργία ενώ στη συνέχεια, με τις ιερές τους εικόνες στα χέρια, κάνουν μια τελευταία λιτανεία, γύρω από τα τείχη, πριν μπουν στα καράβια κλαίγοντας, εγκαταλείποντας οριστικά την αγαπημένη τους πατρίδα.
Παρόλα αυτά πολλοί κάτοικοι προτίμησαν να παραμείνουν, ίσως ακούοντας την προτροπή του μητροπολίτη τους Μητροφάνη:
«… μείνατε εν τη πατρίδι οι καλοί του Χριστού αγωνισταί..»
Στην συγκινητική του προκήρυξη – ύμνο προς την πατρίδα, ο σπουδαίος αυτός ιεράρχης, προτρέπει τους Μονεμβασιώτες να αντισταθούν στους πολέμιους, ένθεν και ένθεν, διότι όπως αναφέρει:
«…κρείσσον συν τη πατρίδι θανείν… ότι ου γαρ υπέρ χρημάτων, ουχ υπέρ δόξης, ουχ υπέρ άλλου τινός πολεμούμεθα, αλλ’ υπέρ του προπατορικού κτήματος της προσφιλεστάτης πατρίδος..»
Υπό το βλέμμα του Χριστού και της προστάτιδος της πόλης Παναγίας της Μονεμβασιώτισσας, εδώ στον ιερό αυτό χώρο, οι κάτοικοι της πόλης ακούνε συγκλονισμένοι στην προκήρυξη του μητροπολίτη τους:
«…αρ’ ακούσει της φωνής Ελκομένου Χριστού βοώσης μέγα, λαός μου που πορεύεσθε; που δη απελθείν τολμάτε; τον εμόν περικαλλή και θεόδμητον αφέντες ναόν, τον γέμοντα δόγματα ευσεβείας και διδασκάλων, σπήλαιον άνομων ληστών γενέσθαι;»
Η πολύτιμη δε εικόνα της Παναγίας, ήταν από τα κειμήλια που πήραν μαζί τους οι κάτοικοι που έφυγαν και εν τέλει χάθηκε.
– Ανδρέας Λικίνιος
Επιφανές τέκνο της Μονεμβασίας, διάσημος ιατροφιλόσοφος ευεργέτης και μάρτυρας της Μονεμβασίας, αφού εκτελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη, μετά την δεύτερη κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους το 1715.
Μεταξύ των άλλων, ο Ανδέας Λικίνιος, έχτισε τον ναό του Αγίου Νικολάου και δώρισε το τρίτο κατά σειρά αντίγραφο του Ελκομένου Χριστού, την ιερά εικόνα της πόλης μας, που βλέπουμε σήμερα δίπλα στην ωραία πύλη.
Τα χρόνια που ακολουθούν, η Μονεμβασία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιβιώνει, φθίνοντας σταδιακά, μέχρι την ημέρα της οριστικής απελευθέρωσής της από τους Τούρκους την 23η Ιουλίου του 1821.
Όλα αυτά τα χρόνια, με πρωταγωνιστές τους μητροπολίτες της και την συμπαράσταση της εκκλησίας εν γένει, το όραμα της ελευθερίας ποτέ δεν σβήνει και κατά καιρούς γίνονται προσπάθειες, με σκληρές όμως συνέπειες, για την αποτίναξη του ζυγού.
Χαρακτηριστική είναι η έμμετρη αφήγηση που αφορά ιεράρχη της Μονεμβασίας, σε κάποια από τις εξεγέρσεις:
«Έπεσαν άρχοντες πολλοί και ο Μονεμβασίας
Αρχιερέας τίμιος καλής ζωής αγίας.
Την κεφαλή του έκοψαν, του πήραν τα ιερά του
Στην γην γυμνόν τον έρριψαν μόνον με τα πλευρά του.»
Την 23η Ιουλίου λοιπόν του 1821, ένα πρωινό σαν και σήμερα, σε τούτο τον ιερό χώρο, εισέρχεται ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός, επικεφαλής των ελευθερωτών, μαζί με τους κατοίκους της πόλης, που είχαν μείνει ζωντανοί μετά την πολύμηνη πολιορκία και άντεξαν την καταπίεση των Τούρκων και τις κακουχίες. Εδώ απευθύνουν δοξολογία, ευχαριστώντας τον Θεό, που τελούν επιτέλους ελεύθεροι, ύστερα από τόσα χρόνια υποταγής.
Στην δοξολογία όμως αυτή δεν χοροστατεί ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας Χρύσανθος Παγώνης, ο οποίος άφησε τα αγιασμένα του κόκαλα, στα μπουντρούμια της Τριπολιτσάς, αιχμάλωτος των Τούρκων, αφού ήταν από τους πρωτεργάτες της επανάστασης, μέγας φιλικός που προετοίμασε τον ξεσηκωμό και μύησε πολλούς στην ιερή ιδέα.
Ήταν όμως σε εκείνη την κατανυκτική δοξολογία, την ημέρα της απελευθέρωσης, παρών, ο σιορ Παναγιωτάκης Καλογεράς, ο αρχάγγελος θα λέγαμε της ελευθερίας της πόλης, ο οποίος διακινδυνεύοντας πολλάκις την ζωή του, ισορροπώντας στην κόψη του ξυραφιού, εγκλωβισμένος και αυτός μέσα στο Κάστρο, το διάστημα της πολιορκίας, συνετέλεσε τα μέγιστα, ώστε οι Τούρκοι να καμφθούν και να παραδώσουν εν τέλει τα κλειδιά της πόλης, στον πληρεξούσιο της αρχής, τον Κατακουζηνό.
Τέλος παρούσα στην δοξολογία αυτή, ήταν και η περίφημη κυρά Βενέτα Κορώνη μια άσημη Μονεμβασίτισσα, που ανεδείχθη όμως με τον ηρωισμό και την αυταπάρνησή της, σε μια ιερά μορφή της Μονεμβασίας. Ο άντρας της μαζί με άλλους δύο παράτολμους Μονεμβασίτες, μετέφεραν στον στόλο των πολιορκητών, κολυμπώντας, το μήνυμα του Καλογερά, να μη λύσουν την πολιορκία, αλλά να περιμένουν, διότι οι Τούρκοι δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμη. Οι Τούρκοι τότε έπιασαν την γυναίκα του Κορώνη και την βασάνισαν απειλώντας να σκοτώσουν και τα παιδιά της, για να παραδεχτεί, ότι ο Καλογεράς ήταν αυτός που παρακίνησε τον άντρα της και τους άλλους στο εγχείρημά τους. Εκείνη υπέμεινε τα βασανιστήρια και δεν πρόδωσε, σώθηκε δε χάρις στην παρέμβαση του Καλογερά, ο οποίος φόβισε τους διώκτες της, φοβερίζοντάς τους για την τύχη τους, όταν έλθει η στιγμή της απελευθέρωσης, εάν έχυναν αθώο αίμα, Οι Τούρκοι πράγματι άκουσαν τον Καλογερά και άφησαν ελεύθερη την κυρά Βενέτα, που έγινε δεκτή μετά την γέφυρα, σαν ηρωίδα, από τους πολιορκητές, με ζητωκραυγές και πυροβολισμούς.
« Τι βάσανα, κυρά Βενέτα, από τα μαλλιά να σε τραβάν στη ρούγα με τα τρία βυζασταρούδια οι Βαδρουνιώτες…»
Πέρα λοιπόν από τους επιφανείς και στον απλό λαό, όλους τους αιώνες της ιστορίας της πόλης, επιβίωναν οι ιερές παρακαταθήκες, οι ιερές παραδόσεις, τα όσια της πατρίδας, η πίστη στην ελευθερία και οι μνήμες της θρυλικής καστροπολιτείας. Μέχρι και στις μέρες μας.
Είναι εντυπωσιακό αυτό που αναφέρει η Χάρις Καλλιγά στο βιβλίο της: «Μονεμβασία. Μια Βυζαντινή πόλις κράτος», σχετικά με την άρνηση των Μονεμβασιτών να παραχωρήσουν την ιερή εικόνα της Σταύρωσης του Χριστού, το 1964, (πρόσφατα δηλαδή), για να φιλοξενηθεί σε κάποια έκθεση στην Αθήνα, όπως είχε παρακαλέσει το Υπουργείο. Η κυρία Καλλιγά αναφέρει ότι μετά από τόσους αιώνες, λειτούργησαν οι αρχαίες μνήμες στους λιγοστούς Μονεμβασιώτες που είχαν απομείνει τότε, ήδη από τον 12ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτωρας Ισαάκιος Άγγελος, απέσπασε με δόλο την θαυμαστή εικόνα (την πρώτη κατά σειρά), του Ελκομένου Χριστού από την πόλη.
Είναι μια εποχή όπου όπως λέει ο Ρίτσος:
« Τώρα δεν απομένουν παρά μόνο λίγοι ψαράδες…».
Εκείνοι λοιπόν οι λιγοστοί άσημοι κάτοικοι της Μονεμβασίας τότε, δεν είχαν ακόμη ξεχάσει.
Ας ελπίσουμε αυτός ο κρυφός αγωγός αιώνων, που αναφέρει ο Ελύτης, να συνεχίσει να διοχετεύει και στις τωρινές γενιές, την πολύτιμη Ελληνική και χριστιανική κληρονομιά, την ιερή παρακαταθήκη μας, τα ιερά και τα όσια της πατρίδας μας, για να μπορούμε να υπερηφανευόμαστε για την καταγωγή μας, για να μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είμαστε άξιοι της ελευθερίας, που μας χάρισαν οι πατέρες μας, για να μπορούμε να σταθούμε επάξια στον σημερινό και τον αυριανό κόσμο..