Τα Κουλέντια

Τα Κουλέντια είναι ένα όμορφο, γραφικό-παραδοσιακό χωριό με κύριο γνώρισμά του όχι τόσο τον αριθμό των οικογενειών, αλλά των πολλών παιδιών που είχε η κάθε μία κυρίως τα προηγούμενα χρόνια. Τη δεκαετία του 1950 στο Δημοτικό Σχολείο, όταν υπηρετούσε ως δάσκαλος ο Κωσταρίδης (γαμπρός του Πανταζή), φοιτούσαν 98 μαθητές και τα πολύ πιο προηγούμενα με δάσκαλο το Θ. Κοντάκο (πατέρα του Στρατηγού Δημοσθένη Κοντάκου) πολύ πάνω από 100.

Στο χωριό κατοικούσαν τα προηγούμενα χρόνια οι οικογένειες: των Κοντακαίων, Σγαρδελαίων, Μαρκαίων, Ραμακαίων, Γεωργουδαίων, Παπουλαίων, Τσιγκουναίων, Αρωναίων, Πλουμιδαίων, Μπατζακαίων, Κουντουρογιανναίων και από μία Γεωργιλαίων, Αργειταίων και Βατούγιων, αφού κάθε μία είχε τις ρίζες της και από διαφορετικά μέρη, όπως οι Κοντακαίοι για παράδειγμα από τη Μάνη (μάλλον Σκουτάρι). Η ονομασία του έως το 1955 ήταν Κουλέντια, στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Ελληνικό και στις αρχές του 2000 επανήλθε πάλι η παλιά ονομασία του.

Το παλιό χωριό, τα χρόνια πριν το 1950, εκτεινόταν κυρίως από το ύψος της σημερινής Αγοράς και κάτω – αν και υπήρχαν από τότε μερικά σπίτια πάνω απ’ αυτήν, όπως π.χ. του παππού της γυναίκας μου «Γιαγκούλα», του «Βαγγέλα», των Παπουλαίων (Παπουλιάνικα), των Μαρκαίων κ.α. – για το λόγο ότι εκεί ήταν η «Κάτω Αγορά» αλλά ίσως και για καλύτερη προστασία από τις καιρικές συνθήκες, κυρίως του βοριά και της ομίχλης. Ο δρόμος που διέρχεται σήμερα απ’ τα σπίτια του «Αντώνα» και κατευθύνεται προς Αϊ Νικόλα, ήταν κάποτε ο πεζόδρομος της «Παλιάς Αγοράς» ή «Κάτω Αγοράς» με τις πολλές ταβέρνες-καφενεία, κατάμεστες από θαμώνες και τους δρόμους πλημμυρισμένους τόσο από διαβάτες, πηγαινοερχόμενους στα σπίτια τους και στις δουλειές τους, όσο και από άλλους στημένους (πολλές φορές ακόμη και καταμεσής του δρόμου) συζητώντας φωναχτά και δυνατά – λες και μάλωναν (που αυτό σαν παιδί μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση) ή χαριεντιζόμενοι μεταξύ τους.

Οι Κουλεντιανοί, εκ φύσεως κοινωνικοί άνθρωποι, καθημερινά σχεδόν δεν ξεχνούσαν τις ταβερνούλες όπου πίνοντας το κρασάκι τους συνοδεία κανενός μεζέ  -εάν υπήρχε- το έριχναν συχνά-πυκνά στο τραγούδι με ακομπανιαμέντο (accompaniment) το γλυκό μελωδικό σφύριγμα που έβγαινε αυθόρμητα μέσα από τα μουσικά χείλη τους. Ανέκαθεν το χωριό είχε τα καφενεία-ταβέρνες του, όπως της Αγγελικώς σε συνέχεια του προϋπάρχοντος καφενείου του Κολόμπου, του Κουμή, του Παντελή Αρώνη (που εκτός των άλλων ήταν και παντοπωλείο) του Παναγιώτη Παπούλη (παντοπωλείο) και τελευταία του Μπίλια (ταβέρνα-καφενείο), τα οποία λειτουργούσαν τα χρόνια μετά το 1950 στην Πάνω Αγορά.

Όμως τα καφενεία-ταβέρνες που λειτουργούσαν (πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1950) στην «Κάτω Αγορά», ήταν κυρίως του Παναγιώτη Γεωργουδή (Γερογιάννη), του Νίκου Σγαρδέλη (του Ζουμπουλιού πατέρας), του Πολυζώη Μάρκου (στο κέντρο της Αγοράς δίπλα στη βρύση) και του Βαγγέλη Γεωργουδή (Μέγα). Επίσης το χωριό τα περασμένα χρόνια είχε και ελαιοτριβείο (του Αντώνα) στο σημείο που βρίσκονται τα σημερινά σπίτια των παιδιών του, δίπλα από τη βρύση, ενώ τα πιο προηγούμενα χρόνια το λιοτρίβι του πατέρα του (Μήτσου Σγαρδέλη) ήταν στα τελευταία κάτω σπίτια του χωριού, που μάλιστα ήταν τόσο μεγάλο που κατελάμβανε το χώρο δύο κατωγιών, τόσο του δικού του όσο και αυτού του πατρικού σπιτιού του «Κοταριού».

Αξέχαστα είναι τα καρναβάλια που λάμβαναν χώρα στις πραναφερθείσες ταβέρνες με αρκετούς Κουλεντιανούς, μεταμφιεσμένους μασκαράδες, όπως για παράδειγμα το Γιώργο Γεωργουδή (Μουρή) που μουντζούρωνε το πρόσωπό του με κάρβουνα, παριστάνοντας το σκιάχτρο. Η Αποκριάτικη εκδήλωση κορυφωνόταν με ωραίο κρασί που προσφερόταν στις ταβέρνες και που προερχόταν συνήθως από Φουτιανό μούστο, συνοδεία μεζέ με κρέας από χοιρινά που είχαν προετοιμάσει από τις παραμονές των Απόκρεων οι νοικοκύρηδες. Σήμερα περνώντας κάποιος απ’ το χωριό, ίσως συναντήσει τον Κουμή και κανά δύο -τρεις άλλους να πίνουν το καφεδάκι τους, στο μοναδικό πλέον καφενείο του χωριού.

Τους καλοκαιρινούς μήνες σφύζει από ζωή με τα ουρλιαχτά των παιδιών, παίζοντας μπάλα στη μοναδική πλατεία του χωριού, γύρω απ’ την εκκλησία της Παναγίας -στο σημείο αυτό κάτω από το δρόμο, βρίσκεται και η όμορφη παλαιά βρύση του χωριού απ’ τα χρόνια της Τουρκοκρατίας που το νερό της προέρχεται από την πηγή του ρέματος, του ξακουστού Παλαγγαδιού- και τις δυνατές φωνές των μεγάλων να διαπερνούν το Ρέμα Μπαμπανή, φθάνοντας ακόμη ως την «Πάνω Στράτα» και το Καστέλι.

Όλοι οι Κουλεντιανοί αγαπούν το χωριό τους (όπως η γυναίκα μου) και όπου κι αν βρίσκονται πάντα το θυμούνται, αναπολώντας τις δύσκολες φτωχικές σκηνές που βίωσαν εκεί αλλά συνάμα και τα όμορφα, ανέμελα-ευτυχισμένα χρόνια που πέρασαν. Με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί το επισκέπτονται, ακόμα και πολλοί ξενιτεμένοι Κουλεντιανοί, κυρίως στις εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου Κουλεντίων. Ένα χωριό που εκτός απ’ τη φυσική ομορφιά που διαθέτει (που δυστυχώς κάποιοι σύγχρονοι, αυτοχαρακτηριζόμενοι «επενδυτές» την τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα) προσφέρεται για αξέχαστες καλοκαιρινές διακοπές ή επισκέψεις, αφού ένεκα του υψόμετρου, του πράσινου και των ρεματιών του έχει ένα απ’ τα καλύτερα κλίματα, τόσο από άποψη υγιεινής όσο και από δροσιάς, που αξίζει τον κόπο κάποιος να το γνωρίσει και να το ζήσει από κοντά.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Αργείτη «Μαθαίνοντας για τον τόπο μου»