Το μισογκρεμισμένο αυτό κτίριο βρίσκεται στο βουνό, πάνω από τη Μονεμβασία, σε απόσταση 1,5 χλμ περίπου. Στη θέση του ήταν κάποτε σύμφωνα με πληροφορίες μια παλιά εκκλησία που είχε σχεδόν καταρρεύσει και έτσι το 1596 ο Γρηγόρης Γραικός, πλούσιος έμπορος του Κάστρου Μονεμβασίας και θρησκευόμενος, την ανοικοδόμησε και πάλι πάνω στα θεμέλια της παλιάς εκκλησίας, που μέρος τους ακόμη είναι εμφανές ως τις μέρες μας.
Μπορεί να την επισκεφθεί κάποιος σήμερα από τη Μονεμβασία, ακολουθώντας το παλιό μονοπάτι που τα πρώτα χρόνια τη συνέδεε με τον Άγιο Νικόλαο. Ξεκινώντας από την Παναγίτσα (δίπλα στου Σαρμπάνη τα μαντριά) και ανηφορίζοντας προς το Σαμαράκι, σε λίγα μέτρα θα τη συναντήσει στο αριστερό του χέρι, δίπλα σε κάτι Λάκκες. Μπορεί όμως να ανέβει και από τη μεριά της Αγίας Παρασκευής, ανηφορίζοντας προς το πάνω χωριό και αφού στα πρώτα σπίτια στρίψει λίγο δεξιά, ακολουθώντας το παλιό μονοπάτι που οδηγεί στο χωριό Άγιο Νικόλαο, θα τη δει μπροστά του.
Η εκκλησία αυτή λειτούργησε ως μοναστήρι και στην πορεία της επεκτάθηκε και μετατράπηκε σε οχυρό από το Μοροζίνη, Δόγη (τίτλος ανώτατου άρχοντα) της Βενετίας το 1686 όταν είχε εγκατασταθεί εκεί με τα στρατεύματά του, βομβαρδίζοντας το Κάστρο που κατείχαν τότε οι Τούρκοι. Εξάλλου τα ίχνη του οχυρού είναι ευδιάκριτα ακόμη και σήμερα.
Ο επισκέπτης θα θαυμάσει εκτός από τα απομεινάρια των τειχών και τις τυφεκιοθυρίδες, δυο μεγάλες δεξαμενές (μία εσωτερική και μια έξω στα χωράφια), καθώς και τις ωραίες αψίδες του ναού όπως και τη μαρμάρινη επιγραφή, που αναφέρεται στο ιστορικό του κτήτορα, που δυστυχώς ένα κομμάτι της λείπει.
Ο λόγος που κτίστηκε εκεί το μοναστήρι ήταν ότι το μέρος κάποτε είχε μεγάλη κομβική σημασία, διότι ήταν το σταυροδρόμι των μονοπατιών που οδηγούσαν από Αγία Παρασκευή και Μονεμβάσια στον Άγιο Νικόλαο και τα άλλα χωριά. Επίσης ήταν αόρατο απ’ την πλευρά της Μονεμβασίας, όπως επίπεδο και όμορφο, γνωστό σε όλη την περιοχή. Μάλιστα σε φιρμάνια ή φερμάνια του Σουλτάνου, οι Τούρκικες Αρχές προσδιόριζαν τη φορολογία που έπρεπε να πληρώσει κάθε φορολογούμενος Έλληνας ως εξής: «Από του Γρήγορη και κείθε πρέπει να πληρώσουν τόσα… Από του Γρηγόρη και δώθε τόσα…. ».
Στα νεότερα χρόνια (περίπου 1940-1960), την περιοχή χρησιμοποιούσαν για τα ανοιξιάτικα μαντριά τους οι Γκουβουσαίοι, που κατείχαν και τα γύρω χωράφια. Επίσης τα χρόνια εκείνα στο μέρος αυτό, ανέβαιναν και Μονεμβασίτες για να κόψουν κλαδιά για τους φούρνους τους. Αφού τα έδεναν δεμάτια, τα κυλούσαν από τα βράχια. Πολλές φορές όμως αυτά μπερδεύονταν στα «μπατσίκια» και έτσι εξαναγκάζονταν, με κίνδυνο της ζωής τους, να κατεβαίνουν στον γκρεμό για να τα τραβήξουν.
Επισκεπτόμενος κάποιος το «Γρηγόρη» θα του δοθεί η ευκαιρία να δει και τις σπηλιές κάτω από τα βράχια, τόσο προς τη αριστερή μεριά (όπως κατεβαίνουμε για Μονεμβασία) όσο και προς τη δεξιά, όπου υπάρχουν 2-3 ασκηταριά στη ρίζα του βράχου και ένα επιπλέον να κρέμεται σχεδόν πάνω στο βράχο, το λεγόμενο «Σπιτάκι του Παπούλη» στο μέρος που είναι σήμερα η σημαία. Επίσης πίσω απ’ το βράχο, εκεί κοντά στο «σπιτάκι», θα γνωρίσει και μία άλλη παλιά εκκλησία τον Προφήτη Ηλία, του οποίου ακόμη η θολωτή πέτρινη στέγη σώζεται σε καλή κατάσταση.
Σήμερα στην άλλοτε πολύβουη και γνωστή σε όλους περιοχή αυτή, μια νεκρική σιγή βασιλεύει παντού. Ο Γρηγόρης με τα συντρίμμια του στέκεται εκεί μόνος, ξεχασμένος από όλους, χωρίς καλόγηρους, χωρίς φρουρούς, με τα άγρια πουλιά να κουρνιάζουν τις νύχτες κάτω απ’ τις αψίδες του, στις οποίες ακόμη παραμένουν χαραγμένα τα ονόματα τόσων ανθρώπων, καθώς και των Γκουβουσαίων τσοπάνηδων που πέρασαν από εκεί. Ίσως ακόμη ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα έλθει και πάλι ο Γρηγόρης του, για να μαζέψει από κάτω τα συντρίμμια του και να τον σηκώσει ξανά, χαρίζοντάς του έτσι και πάλι την παλιά αίγλη και ομορφιά που είχε και του αξίζει.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Αργείτη «Μαθαίνοντας για τον τόπο μου»