Εγώ πάντως τη μασκούλα μου δεν σκέφτομαι να την αποχωριστώ!

Α, να με συγχωρεί η χάρη σας, δεν ξέρω τι θα κάνετε εσείς όταν αφιχθεί μετά βαΐων και κλάδων το μπολιασμένο με αμύθητα κέρδη εμβόλιο, εγώ πάντως τη μασκούλα μου δεν σκέφτομαι να την αποχωριστώ!

Α, όλα κι όλα: Ακόμη κι αν απαξάπαν το λοιμωξιολογικό ιερατείο (που αντικατέστησε επάξια, κοινή συναινέσει, το… βεριτάμπλ ιερατείο των ερμητικά κλειστών ναών), αποφανθεί ότι οι μάσκες δεν χρειάζονται (που δεν το νομίζω βέβαια – εδώ, είδαν κι έπαθαν να τις επιβάλουν – θα αφήσουν τώρα έτσι αψήφιστα τέτοιο… κεκτημένο;), ακόμα λοιπόν κι αν όλοι οι λοιμωξιολόγοι του γαλαξία μας, συσπειρωμένοι σε μια αήττητη γροθιά όπως είναι, κραυγάσουν «Ερρέτωσαν οι μάσκες!», εγώ ο φτωχός θα μείνω πιστός στην απεριόριστη χαρά της νοτισμένης στενοχώριας μου.

Θα αφεθώ στην ηδονή της πνιγηρής αναπνοής μου, θα παραμείνω καθηλωμένος στην ασφυξία που με απλοχεριά σκορπιέται παντού γύρω μου… Ωχ, βρε αδερφέ! Τι θέλετε πια απ’ τη ζωή μου; Στο κάτω-κάτω, τόσα χρόνια «οξυγόνο» κι «οξυγόνο» και κόντρα «οξυγόνο» και ξανά-μανά «οξυγόνο», ουφ, το βαρέθηκα πια, το σιχάθηκα – πώς το λένε;

Και τι κατάλαβα που ήμουν προσκολλημένος σ’ αυτό; Ν’ ανασαίνεις συνέχεια το ίδιο και το ίδιο, καταντάει σκέτη πλήξη. (Εξάλλου, ακόμα και το καυσαέριο, τον εχθρό του οξυγόνου, το έχω πια βαρεθεί. Αν θέλουν να τσακώνονται, ας κάνουν ό,τι θέλουν• εγώ δεν ανακατεύομαι, ας τα βρούνε μεταξύ τους όλα τα… ευγενή και αγενή αέρια!).

Τίποτα, κυρίες και κύριοι: Μάσκα και ξερό ψωμί! – το ξεμάσκωτο παντεσπάνι να μου λείπει! Πώς το λένε σε ανάλογες περιπτώσεις; «Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν οι μάσκες, θα έπρεπε να τις είχαμε εφεύρει». Ε, έτσι ακριβώς! Τώρα που… εφευρέθηκαν, θα τις αφήσουμε; Ποτέ! Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω! (Βέβαια, αυτοί που στη συνέχεια έλεγαν μετά μανίας ότι πρέπει να τη φοράμε απαρεγκλίτως, επί ποινή… τρακοσαρίου ευρώ, στην αρχή, που μου φαίνονταν πιο ψύχραιμοι, πιο συγκρατημένοι, πιο προσγειωμένοι, αποφαίνονταν ήρεμα ότι μάλλον βλαβερή θα ήταν μια τέτοια συνήθεια. Αλλά ποιος ασχολείται με τέτοιες λεπτομέρειες τώρα…

Όπως, ποιος ασχολείται με την άλλη λεπτομέρεια ότι, σε σύγκριση με την πρώτη καραντίνα, που δεν φορούσαμε μάσκες στους εξωτερικούς χώρους, τα θύματα ήταν πολύ λιγότερα σε σύγκριση με σήμερα, που τις φοράμε όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε…). Και τι κατάλαβα λοιπόν που ήμουν φανατικά προσκολλημένος στον ανεμπόδιστο αέρα σαν σκυλάκι του Παβλώφ; Μήπως πήγε σε τίποτα καλύτερο η ζωή μου; Όλο ανασφάλειες ήμουν. Ενώ τώρα, ποιος με πιάνει! Τώρα, που απέκτησα με όλη μου την καρδιά αυτά τα –πώς τα λένε στην Ψυχολογία;– «εξαρτημένα αντανακλαστικά», κουνάω χαρούμενος την ουρά μου και μου τρέχουν τα σάλια περιμένοντας από τον κύριό μου το –μικρό ή μεγάλο, εκείνος θα το κρίνει, εγώ θα το κρίνω;– κοκκαλάκι μου, που μου το πετάει συνήθως από την οθόνη της τηλεόρασης. Υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή από αυτό;

Δεν ακούω τίποτα. Θα εξακολουθήσω να τη φοράω τη μάσκα μου αμετανόητα, εφ’ όρου ζωής πλέον. Εδώ, να φανταστείτε, τη φοράω ακόμα και στον ύπνο μου! Βέέέβαια! Κι αν τυχόν δω στο όνειρό μου κανέναν ασυνείδητο να μη φοράει μάσκα, πέφτει πρόστιμο ξεγυρισμένο – όχι, παίζουμε! Μέχρι και στον εαυτό μου ρίχνω! Έχω γίνει ζάπλουτος στον ύπνο μου με τα πρόστιμα από τα οποία βομβαρδίζεται ανελέητα! Άσε που σκέφτομαι, αν τυχόν καμιά αποφράδα ημέρα νοσταλγήσω εκείνη τη χιλιοσκονισμένη παλιατζούρα τον καθαρό αέρα, για να μου τη σπάσω, θα πάρω το ποδήλατό μου (το ίδιο που… έχει γίνει η ζωή μου) και θα ανέβω, σαν άλλος Μωυσής, «εις το βουνό ψηλά εκεί» –με μάσκα φυσικά, όχι σαν κάτι άλλους αμάσκωτους–, απολαμβάνοντας ακάθεκτος τις φιμωμένες σούζες μου, με το… “Suzi Q” να ασφυκτιά στα φασκιωμένα χείλη μου!

Ανδρέας Μοράτος, Φιλόλογος-Θεολόγος