Η θλίψη είναι απείρως μεγαλύτερη όταν είσαι παρών, όταν το ζεις, σε σχέση με το να το ακούς στις ειδήσεις από τα πανηγυρίζοντα χρυσοπληρωμένα στόματα αδηφάγων δημοσιογράφων… Ένας ιερέας, δύο ψάλτες, ένας νεωκόρος – αυτή είναι όλη κι όλη η σύνθεση που θα έχουν από τούδε και στο εξής (ο Θεός ξέρει μέχρι πότε) οι εκκλησιαστικές ακολουθίες… Τέσσερα άτομα λοιπόν, ούτε… μισό περισσότερο, για να λατρέψουμε τον Θεό – ή μήπως να τον περιπαίξουμε; Τα όρια κάπως δυσδιάκριτα έχουν αρχίσει πλέον να (μου) φαίνονται…
Κοιτάζοντας με σφιγμένη καρδιά τις τοιχογραφίες των υψηλά ισταμένων αγίων («υψηλά ισταμένων»; κάτι μου θυμίζει αυτό…), το βουρκωμένο μάτι μου έπεσε στον Πατροκοσμά και τον άγιο Γεώργιο τον εν Ιωαννίνοις (τον «φουστανελά»). Αυτόματα αναρωτήθηκα αν στην εποχή τους ο κυβερνήτης (ο σουλτάνος, ντε!) επέτρεπε περισσότερο εκκλησίασμα… Μάλλον το επέτρεπε, έστω και υπό το κράτος φόβου και τρόμου για τους πιστούς. Αλλά κάποιος θα παρέμβει αμέσως, με τον ίδιο αγενή τρόπο που παρεμβαίνουν πάντα οι ως άνω μνημονευθέντες καλοταϊσμένοι δημοσιογράφοι, όταν πρόκειται να ακουστεί μια άποψη μη εγκεκριμένη από το ιερατείο τους: «Μη ανάλογες ιστορικά συγκρίσεις», θα πει στην παρέμβασή του, έχοντας το γνωστό απόλυτο ύφος του ξερόλα ειδικού, που δεν σηκώνει αμφισβήτηση. «Όχι κι απαραίτητα», θα απαντήσει δειλά-δειλά κάποιος άλλος στην αφοπλιστική απολυτότητα του πρώτου. Καθείς και η οπτική του…
Στην επιστροφή του στη γη, το βλέμμα μου προσγειώθηκε στα απαστράπτοντα μάρμαρα του δαπέδου, που τώρα πια σαν μαρμαρένια αλώνια φάνταζαν στα μάτια μου… Κάπως έτσι είχαν φανεί στα ίδια μάτια, βουρκωμένα και τότε, και τα μάρμαρα του περίλαμπρου ναού της Αγίας Τριάδας στο Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται εκατό μόλις μέτρα από την ομώνυμη πλατεία, ναός πραγματικό στολίδι για την ελληνική κοινότητα, που πολλά λεφτά είχε δαπανήσει το 1880, σε εποχές ακμής, για το κτίσιμό του… Σήμερα είναι ζήτημα αν συγκεντρώνεται μικρός διψήφιος αριθμός πιστών (και πολύ λέω…) τις Κυριακές. Πρόσφατα (για την ακρίβεια, πέρυσι) ο νεοσουλτάνος (ώπα! να ’τος πάλι ο σουλτάνος, έστω και σε νέα βερσιόν…), διά τού τότε δημάρχου Κωνσταντινούπολης, όρθωσε πολύ κοντά στην Αγία Τριάδα ογκώδες τζαμί για να την κρύψει, καθώς η πρώτη δέσποζε μέχρι τότε στην περιοχή…
Μάλιστα, στην εκδρομή μας τω καιρώ εκείνω, οι… προσκυνητές φύγαμε μετά την κυριακάτικη Λειτουργία στην Αγία Τριάδα σχεδόν τρέχοντας, σαν κυνηγημένοι, για να έχουμε, λέει, την απαραίτητη άνεση χρόνου για τα ψώνια μας (τα… ψώνια έπρεπε να πάνε για ψώνια, βλέπετε!) στην περιβόητη αγορά της Κωνσταντινούπολης, ώστε να καταθέσουμε χωρίς ιδιαίτερους ενδοιασμούς και αναστολές τα κοσμοπολίτικα ευρώ μας στα πολίτικα τουρκικά δερμάτινα… Στο ξεκίνημα του πιλαλητού εκείνου, κοιτάζοντας αφηρημένα μια σχεδόν ετοιμόρροπη (έτσι μου φάνηκε) πολυκατοικία-κοτέτσι απέναντι από την Αγία Τριάδα, βλέπω να έχει αποθέσει κουρασμένη τις πολλές δεκαετίες της ζωής της στα κάγκελα του μπαλκονιού μια καμπουριασμένη γυναικεία μορφή, βγαλμένη, λες, από αρχαίο χορό ή από μοιρολόι, από σπασμένο ρολόι που έπαψε να ακολουθεί τον χρόνο, τόσο παράταιρη με την καταναλωτική παρέλαση των ταξιδιωτών του Ταξίμ, σαν ταξί γέρικο που περιμένει να σε πάει πίσω σε ένδοξες στιγμές μιας σφύζουσας από ελληνισμό Πόλης… Λαχανιασμένος (από το άγχος πιο πολύ, γιατί το κανονικό τρέξιμο δεν είχε ακόμα πάρει μπρος) έκανα να προσπεράσω βιαστικά την ενοχλητική εικόνα της απόκοσμης καμπούρας, μα μια Ερινύα μού τράβηξε απαιτητικά το μανίκι, διατάζοντάς με να οπισθοχωρήσω. Τότε πια μπήκα στο νόημα: «Είστε Ελληνίδα;», τη ρώτησα με βιαστική ευγένεια. «Ναι!», μου απάντησε με ένα χαμόγελο πλατύτερο κι απ’ την πολύβουη γειτόνισσα πλατεία της. Έμοιαζε τόσο σπάνιο το χαμόγελο αυτό, κι εγώ τόσο τυχερός που το απάντησα… Πόσες φορές να έπεσε με πάταγο το δάκρυ της στο καταβρώμικο πεζοδρόμιο του ταξιμιώτικου στενοσόκακου, βλέποντας τα γκρουπ με τα πατριωτάκια της να την προσπερνούν με ταχύτητα σφαίρας από το μικρασιατικό μέτωπο… «Πώς σας λένε;». «Ζωή, παιδί μου!». «Τη ζωή σας να ’χουμε, κυρία Ζωή!», της ευχήθηκα (ή μάλλον ευχήθηκα στον εαυτό μου), κλείνοντας απότομα τον αγχωμένο αυτό διάλογο, ενώ συμπλήρωνα εντός μου: «Η Ζωή της Πόλης στα τελευταία της…». (Συμπληρωματικά, στην εκδρομή αυτή έδωσα κανονική μάχη για να πάμε στη Μονή της Χώρας, την ύπαρξη της οποίας ούτε καν γνώριζαν οι περισσότεροι… Σήμερα πια τέτοιες “μάχες” δεν χρειάζεται να δίνονται, καθώς η Μονή της Χώρας (ξανα)έγινε τζαμί. Έτσι, οι ελληνόφωνοι εκδρομείς θα μπορούν στο εξής να επιδίδονται απερίσπαστοι στις επιδρομές τους στο κωνσταντινουπολίτικο παζάρι, εκτός κι αν στο μεταξύ, με την αλλαγή των καιρών, εκτίθενται πια οι ίδιοι προς πώληση σε κανένα από τα παζάρια της ευρύτερης περιοχής…).
Έμειναν λοιπόν τέσσερις όλοι κι όλοι να λειτουργούνται πια στις εκκλησίες (τριπλάσιοι ήταν στον Μυστικό Δείπνο, αλλά ο ένας αποδείχτηκε παρείσακτος…). Την προηγούμενη φορά που ξαναέγινε κάτι παρόμοιο, βρέθηκε από το πουθενά ένας ιεράρχης του ελλαδικού χώρου, ο Κισάμου και Σελίνου Αμφιλόχιος, να γράψει ένα κείμενο με τίτλο: «Συγχώρεσέ με Θεέ μου και συ λαέ μου». (Ιεράρχης να λέει κάτι τέτοιο; Σίγουρα θα πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Άραγε, το κοίταξε έμπειρος διορθωτής προηγουμένως; Μήπως παρενέβη ο… δαίμων του τυπογραφείου και δόθηκε τέτοιος τίτλος;). Το κείμενο αυτό, που πέρασε στα ψιλά φυσικά, είχε «κρεμαστεί» ανήμερα του Πάσχα του… μακρινού 2020. (Ωχ, ωχ! Λέγοντας «είχε κρεμαστεί ανήμερα του Πάσχα», θυμήθηκα συνειρμικά ότι ανήμερα του Πάσχα του 1821 ήταν που είχε κρεμαστεί ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ από τον σουλτάνο – αμάν, να ’τος πάλι ο σουλτάνος, πάει, τρίτωσε το κακό! Σταματάω εδώ γιατί, μ’ αυτά και μ’ αυτά, ούτε και ξέρω πού θα πάει η βαλίτσα των συνειρμών…). Αξίζει να διαβάσετε το κείμενο αυτό, καθώς αποδεικνύεται πολύ πιο επίκαιρο από τότε που γράφτηκε και «κρεμάστηκε»…
Διαβάστε το σχετικό κείμενο του Μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιου, πατώντας εδώ.
Ανδρέας Μοράτος, Φιλόλογος-Θεολόγος