Κάθε φορά που ονειροπολώ, φαντάζομαι μια ιδανική κοινωνία ξεκινώντας με το πώς αρχικά αυτή δε θα ήθελα να είναι. Έτσι, λοιπόν, παραθέτω τις προσωπικές μου αρέσκειες, δίχως αυτές να είναι κατά ανάγκη σωστές και υλοποιήσιμες.
Η κοινωνία που δεν θέλω είναι αυτή που προστάζει, κρίνει και αποφασίζει συνήθως υποχθόνια για τις ζωές μας. Προβλέπει ως πάνσοφη Πυθία και καθορίζει μελλοντικά σενάρια κακογουστιάς για κομπάρσους, ξυλοπόδαρους και μασκαράδες. Συνολάκια έτοιμα ραμμένα για γούστα που μας παραθέτει κάθε φορά και ενώ, είναι κάθε φορά τα ίδια! Κομμένα και ραμμένα προκειμένου να εξυπηρετούνται ρόλοι, συμφέροντα, αρρώστια!
Βαρετά τα μηνύματα της περί καθωσπρεπισμού και συμμόρφωσης, όταν την ίδια ώρα βρωμίζει την ύπαρξή της με τη κακοσμία της ιδιοτέλειας και της ψευτιάς της. Παγιδευόμαστε στις προσταγές της παθητικά, διστάζοντας να ξεφύγουμε από τον όχλο.
Μια κοινωνία που διατρανώνει ευθαρσώς τα κουμάντα της, διαφεντεύει μυαλά φρέσκα αφαιρώντας κάθε αξία κρίσης και ικανότητας όρθωσης αναστήματος και μας ωθεί, έτσι, χωρίς σωσίβιο στον περφεξιονισμό, στον ατομικισμό και στην τέρψη παρακολούθησης μιας δυστυχίας που φτάνει να παγιωθεί και θεωρούμε ως κάτι που φυσιολογικά και πάλι καλά συμβαίνει.
Μια κοινωνία που έρποντας μπαίνει κάτω από το χαλάκι του σπιτιού, χώνεται σε αυτό, θρονιάζεται καλά, παρακολουθεί τις ζωές μας, μας ταΐζει έτοιμη τροφή, έχει λόγο και υπόσταση, αδειάζοντας σιγά – σιγά τη φαρέτρα μας, μένουμε ξεγυμνωμένοι και αδικημένοι. Μετέωροι ψάχνουμε δανεικά φτερά αλλά κι αυτά σκοπεύει να τα κάψει.
Είναι αδιάφορη, παγερή και δε θυμώνει. Μένει ατάραχη και προσκυνά τη μιζέρια και την τεμπελιά. Δε σκοπεύει να αλλάξει, δε θέλει γιατί δε τη συμφέρει.
Αξιολογεί τις ζωές και δικάζει, αδυσώπητα στήνει στον τοίχο τα θύματά της, πυροβολεί, «εξαγνίζει». «Γίνε αλλιώς» είναι το μήνυμά της. Δε μας αντέχει και είναι ολοφάνερο, αλλά μας χρειάζεται για εκτόνωση.
Μια κοινωνία που δεν θέλω, κάνει τους δυστυχείς δυστυχέστερους και τους χαρούμενους τρελούς. Μια τέτοια κοινωνία ποντάρει στο γονάτισμα μου για να σηκωθεί αργότερα στους ώμους μου, ώστε να πάω ακόμα πιο κάτω. Να εξαφανισθώ. Να μου θυμίσει δηλαδή την ασημαντότητά μου! «Ποιος είσαι εσύ που θα μου χαλάσεις τα σχέδια», είναι σαν να την ακούω να σιγοψιθυρίζει στα αυτιά μου.
Η κοινωνία που δε θέλω αποχαυνώνει τη νιότη και ευαγγελίζεται το δικαίωμα να «είσαι όπως είσαι» στο αγέννητο παιδί, ενώ ταυτοχρόνως προδικάζει το μέλλον με δήθεν και πολύ μπλα μπλα, χάνοντας λοιπόν και πάλι την ουσία. Φλυαρεί για να μπερδέψει. Υπονομεύει, τιμωρεί με τη σκληρότητά και την ωμή παραδοξότητα της, παρασέρνοντας αθώες οντότητες στον υπόνομό της.
Η κοινωνία τελικά που δεν θέλω υπάρχει και είναι γύρω μου. Γνώριμη. Έχει δύναμη, προχωρά με καλοθελητές και παρατρεχάμενους, σηκώνει μανίκι, τρίβει χέρια, ικανοποιείται. Το σενάριο παίζεται ακόμα και τα ποσοστά τηλεθέασης είναι καλά!
Στο έργο όμως αυτό, αποτελώ μέλος της. Μέλος μιας κοινωνίας που δεν θέλω αλλά ονειρεύομαι να ήταν κάπως αλλιώς, ελπίζοντας πως έστω ένα κομμάτι αυτού του ονείρου να μεταφερθεί κάποια στιγμή στην πραγματικότητα! Το όνειρό δηλαδή μιας κοινωνίας αποδοχής που θα αφέντευε ρομαντισμούς και οράματα, ενώ ταυτόχρονα θα βύζαινε, σαν καλόκαρδη μητέρα, ανθρωπισμό και αξίες!
Ασπασία Γεωργιλή, Κοινωνική Λειτουργός