«Μια φωτογραφία σημαίνει ότι ξέρω πού ήμουν κάθε λεπτό. Γι’ αυτό τον λόγο τραβάω φωτογραφίες. Είναι ένα οπτικό ημερολόγιο» έλεγε η αιρετική και προφητική φωνή της βιομηχανίας του θεάματος, ο πολυσχιδής πρωτοπόρος της ποπ αρτ, Άντι Γουόρχολ.
Το «πλάσμα της φαντασίας» όπως αυτοχαρακτηριζόταν, που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην τέχνη και όχι μόνο, έχοντας πάντα μαζί του μία Polaroid Big Shot Camera, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έως τον θάνατό του, το 1987, συγκέντρωσε μια τεράστια συλλογή ενσταντανέ φωτογραφιών. Αρκετές πουλήθηκαν σε δημοπρασίες, ενώ 700 από αυτές εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Taschen στον τόμο «Andy Warhol Polaroids, 1958- 1987».
Η γκαλερί φωτογραφιών που παρουσιάζει ο ιστότοπος Vintage Everyday περιλαμβάνει ορισμένες από τις Polaroid του Γουόρχολ με διασημότητες, όπως οι: Νταϊάν Ρος, Φάρα Φόσετ, Λίζα Μινέλι, Τζόρτζο Αρμάνι, Τζέιν Φόντα, Ντένις Χόπερ, Τζόαν Κόλινς, Τζιάνι Βερσάτσε, Τζέρι Χολ, Τζακ Νίκολσον, Ντέμπι Χάρι, Τζον Λένον, Βαλεντίνο, Μπιάνκα Τζάγκερ, Υβ Σεν Λοράν, Καρολίνα Χερέρα, Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ κ.ά.
«Μπαίνει κανείς στο πειρασμό να υποθέσει ότι ο Γουόρχολ θα είχε αγκαλιάσει το Instagram και τις selfies» γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο Richard B. Woodward, για πολλά χρόνια κριτικός τέχνης στους Τάιμς της Νέας Υόρκης. «Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Θα είχε, στα σίγουρα, εκτιμήσει το άμεσο feedback και τη φτηνή ξετσιπωσιά της κάμερας ενός iPhone».
«Ο δικός μου ορισμός μιας καλής φωτογραφίας είναι ότι πρέπει να είναι εστιασμένη και να απεικονίζει μια διασημότητα» είχε πει κάποτε ο ίδιος ο Άντι Γουόρχολ.
Εργοστάσιο πολυδιάστατης τέχνης
Γόνος μεταναστών από τη Σλοβακία, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ, ο Άντι Γουόρχολ, μετά τις σπουδές του, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών. Τότε, τον πρόσεξε ο πασίγνωστος εκείνη την εποχή γκαλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας και τον προώθησε στο περιοδικό Glamour σαν εικονογράφο. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και, αρχικά, ήταν επηρεασμένη από θέματα διαφημίσεων, καθημερινά αντικείμενα και την εικονογραφία των κόμικς, δίνοντας τα πρώτα δείγματα γραφής της ποπ αρτ.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ταινίες που χαρακτηρίζονταν από τη διάθεση πειραματισμού και πρόκλησης. Από το 1962 μέχρι το 1968, εργαστήριο παραγωγής της πολυδιάστατης τέχνης του αποτέλεσε ένας χώρος που στο παρελθόν στέγαζε εργοστάσιο, και για αυτό ονομάστηκε Factory. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης διασημοτήτων, καλλιτεχνών, μελών της αβάν γκαρντ και αντεργκράουντ κουλτούρας, τοξικομανών, ομοφυλόφιλων, μουσικών και φιλότεχνων.
Μετά από απόπειρα δολοφονίας του στο Factory, το 1968, κράτησε αποστάσεις από τον αντισυμβατικό περίγυρό του, συναναστρεφόμενος περισσότερο με πλούσια μέλη της υψηλής κοινωνίας, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε πάλι με τη ζωγραφική, εστιάζοντας σε θρησκευτικά θέματα της αναγέννησης. Πέθανε μετά από επιπλοκές, κατά τη διάρκεια επέμβασης αφαίρεσης της χολής του.
Πηγή: naftemporiki.gr