Ημερολόγιο 2017 – «Πολλαπλές Αρχαιότητες» (επιμέλεια: Δημήτρης Χουλιαράκης) που κυκλοφόρησε στις 16 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Πατάκη σε συνεργασία με την Εταιρεία Συγγραφέων.
Πρόλογος
24 χρόνια η Εταιρεία Συγγραφέων εκδίδει θεματικά ημερολόγια με τη συμπαράσταση πολλών εκδοτικών οίκων. Φέτος, σε συνεργασία (για τἐταρτη συνεχή χρονιά) με τις Εκδόσεις Πατάκη, παρουσιάζουμε ένα ημερολόγιο για την «Αρχαιότητα». Τη «σύγχρονη» αρχαιότητα, όπως την προσλαμβάνουν οι σημερινοί συγγραφείς που ζουν σ᾽ αυτόν τον βεβαρυμένο τόπο.
106 συγγραφείς, μέλη της Εταιρείας μας, συστεγάζονται στο έργο αυτό, που διανθίζουν φωτογραφίες του εξαίρετου Σωκράτη Μαυρομμάτη, επεξεργασμένες ειδικά για την παρούσα έκδοση, και φωτίζουν την υφή των αρχαίων πραγμάτων. Με τα αδημοσίευτα ή δημοσιευμένα κείμενά τους, οι συγγραφείς προσεγγίζουν τόπους, μύθους, αισθήσεις και αισθήματα από την επαφή τους με τον ιστορικό κόσμο.
Προτάσσεται το κείμενο του νέου επίτιμου μέλους μας, του καθηγητή Μανόλη Κορρέ, που, ως καθ’ ύλιν αρμόδιος, ορίζει τις πολλαπλές αρχαιογνωστικές κατευθύνσεις.
Δημήτρης Καλοκύρης
Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων
Μαριγώ Αλεξοπούλου
Άρτεμις Βραυρωνία
Kάτω από τα πόδια μας τρέχουν τα ποτάμια
στα ίχνη ενός ναού
προσκυνούμε ευλαβικά εσαεί
τη θεά του τοκετού.
Σου φέρνουμε ό,τι ωραιότερο γεννήθηκε αυτό
το χρόνο
ανάμεσα σε φραγκόσυκα και μουριές
στο ασκητήριο της αγάπης
και στο άδυτο της θεάς Αρτέμιδος Βραυρωνίας,
αγαλματίδιο,
παιδικό παιχνίδι
δώρο της ψυχής –
έθιμο αρχαιοελληνικό.
Μικρή άρκτος είσαι εσύ,
ξεχασμένη μες στο μεσημέρι
του καλοκαιριού
ανάμεσα στους κίονες
και τους πύργους
μιας αλλοτινής πολιτείας.
Γιάννης Ατζακάς
Αλυκή Θάσου, 1962
Ήρθε ένας γείτονας από «μέσα» –έτσι λέγαμε για την Αλυκή– και είπε πως οι Γάλλοι θα έσκαβαν εκεί σε μια σπηλιά αρχαία και ζητούσαν εργάτες από τον Θεολόγο.
Ο Θέμης, φοιτητής της Αρχαιολογίας τότε, για το μεροκάματο περισσότερο, κίνησε κι αυτός μαζί με τους άλλους.
Η σπηλιά ήταν στη ράχη της χέρσας. Οι βασιλικές, το ιερό και η σπηλιά του Απόλλωνα χαμηλά στον ορμίσκο δεν είχαν ακόμη αποκαλυφθεί – ο στυλοβάτης και τα θεμέλια ενός δωρικού ναού μόνον.
Τα απογεύματα ο Θέμης έπαιρνε το στενό μονοπάτι στη μέσα μεριά του κάβου και έφτανε στο απόκρημνο ξάγναντο.
Η χέρσα ολάκερη ήταν κατασκαμμένη και μόνο στις άκρες τα στερνά σπλάχνα της φέγγιζαν στο λυκόφως. Στα πόδια του, το αρχαίο λατομείο, μισοποντισμένο στο πέλαγος• στις ρηχοτοπιές του έβλεπε τώρα αμέτρητα ασύμμετρα αποτυπώματα από τα κομμένα μπλόκια. Παντού παραπετάσματα πέτρινα και παρατημένα ξεχοντρισμένα μέλη: πλίνθοι, σπόνδυλοι, κίονες, κιονόκρανα. Παντού άπειρες οπές, χνάρια που άφησαν οι λοστοί, οι σφήνες, το βελόνι. Αιώνες ο άνεμος, το κύμα, το φως είχαν λαξεύσει τις δικές τους εμπνεύσεις στην αβρότητα του μαρμάρου. Και μόνον όπου αυτό έσμιγε με το νερό, η άλμη είχε καταφάγει τη σάρκα του, και μέσα στις γούρνες και τις βαθιές ρωγμές το αντιμάμαλο έσπαζε με τον παλμό του πελάγους. Η άχρονη εγκατάλειψη, η εκτυφλωτική λευκότης, ο αχός του απέραντου πόντου, τα φοβερά των βράχων τα αγάλματα τον σαγήνευαν με την ίδια ένταση πάντα. Αυτός όμως περισσότερο φαντασιωνόταν τους ναυτικούς που είχαν αναθέσει τον βωμίσκο στον ναό με ευχή για «εύπλοια», τις ωραίες εταίρες που τα ονόματά τους, ΙΩΚΑ ΚΑΛΗ, ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΚΑΛΗ, ήταν χαραγμένα στον στυλοβάτη.
Ο Θέμης, που από καιρό τον είχαν στοιχειώσει τα λατομεία των λέξεων, οι απολιθωμένες παλιές ιστορίες, οι επιστρώσεις της μνήμης, δεν θα γινόταν ποτέ αρχαιολόγος, αυτός ήταν προορισμένος μόνο για της γραφής το σκληρό εργαστήρι.
Νίκος Δήμου
Η άγνωστη αρχαία Ελλάδα
Στη μνήμη του Werner Ekschmitt
Πριν από πενήντα χρόνια ανακάλυψα ένα γερμανικό βιβλίο – που δεν ξέρω αν έχει μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά. Ο τίτλος του ήταν Ins Unbekannte Griechenland (Μέσα στην άγνωστη Ελλάδα) και στην πέμπτη σελίδα του είχε την ελληνική παροιμία «Έλα, μπάρμπα μου, να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου» – στα ελληνικά.
Το βιβλίο αυτό μου αποκάλυψε μία άλλη αρχαία Ελλάδα πέρα από τους Δελφούς και την Ολυμπία. Στις 300 σελίδες του υπήρχαν αρχαιολογικοί θησαυροί που ούτε τους είχα ξανακούσει. Ποιος έχει επισκεφθεί την οχυρή Άρνη των Μυκηναίων, τους τάφους στα Δέντρα και τα κυκλώπεια τείχη της Μιδέας; Ποιος γνωρίζει γιατί το χωριό «Αγία Τριάδα» στον δρόμο για το Ναύπλιο λεγόταν για αιώνες «Μέρμπακας»;
(Νόμιζαν πως το τοπωνύμιο ήταν αρβανίτικο και το άλλαξαν – ενώ ήταν παραφθορά του επιθέτου ενός μεγάλου φιλολόγου, του Φλαμανδού Willem van Moerbeke [1215; -†1286], που διετέλεσε χρόνια επίσκοπος Κορίνθου, μετέφρασε πρώτη φορά από τα αρχαία όλο τον Αριστοτέλη και αλληλογραφούσε με τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη!)
Από το βιβλίο του Ekschmitt πήρα την ιδέα να ανακαλύψω τους «δικούς μου» αρχαιολογικούς χώρους. Έτσι βρήκα την αρχαία Σκιλλουντία, το υπέροχο Ηραίο του Άργους, το ιπτάμενο θέατρο στον Ορχομενό της Αρκαδίας, τον ναό της Νέμεσης στον Ραμνούντα, το μικρό κοχύλι θεάτρου στη Σικυώνα, την Παλιαχώρα στην Αίγινα. Σε όλους αυτούς σπάνια θα συναντήσετε επισκέπτες – ίσως κανένα σχολαστικό και φιλομαθή Γερμανό. Ακόμα και στο Αμφιαράειο, μισή ώρα δρόμο από την Αθήνα, μπορείτε να περάσετε μόνος όλη τη μέρα. Κι αν είναι Μάιος, θα ακούσετε πολλά αηδόνια στο ρέμα…
Ο Βέρνερ Έκσμιτ (1926-2004) έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα, ήταν καθηγητής και διευθυντής στο Ινστιτούτο Γκαίτε στην Αθήνα, Πάτρα και Θεσσαλονίκη (1960-1980). Δεν τον συνάντησα ποτέ, αλλά του χρωστάω μεγάλη χάρη – γιατί μου αποκάλυψε μία Ελλάδα που δεν την υποπτευόμουν…
Αγγέλα Καστρινάκη
Αλλαγή χρήσης
Bραχάκια άγρια, μυτερά, διαβρωμένα από τα κύματα, γεμάτα μικρές μικρές κορυφές που αγκυλώνουν το πόδι. Το πόδι που πολύ προσεκτικά ακροβατεί για να καταφέρει να φτάσει στο νερό και, πατώντας για λίγο στα δροσερά υδρόβια φυτά, να δώσει την τελική ώθηση στο σώμα για τη βαθιά θάλασσα.
Ναι, τα βραχάκια είναι ένα βασανιστήριο για τις πατούσες και την ισορροπία του ανθρώπου, όμως σε ένα σημείο όλη αυτή η αγριάδα παραδόξως δίνει τη θέση της σε ωραιότατες λείες επιφάνειες, όπου μια χαρά μπορείς να απλώσεις την αρίδα σου για να σε τσουρουφλίσει ο ήλιος, ή να διαβάσεις σταυροπόδι εφημερίδα, ή να επιδοθείς στο άθλημα του ξεπαστρέματος των αχινών, ή να κοιτάς τα απέναντι βουνά όταν δύει ο ήλιος είτε, εναλλακτικά, το περιστέρι που ήρθε να καθρεφτιστεί στις μικρές γούβες με το θαλασσινό νερό μπροστά στα πόδια σου.
Σώματα στρουμπουλά του ντόπιου πληθυσμού (και πολύ φλύαρα), σώματα λευκά βορινά που αστράφτουν από το α-ντηλιακό, κι ακόμη σώματα οστεώδη, με τα κοκαλάκια της ωμοπλάτης να πετάνε σαν φτερούγες (σώματα μεταναστών), κάθε σώμα το δέχεται η λεία πέτρα και το νοιάζεται, κάτω από το βλέμμα της γηραιάς Φορτέτσας, που κοιτά από το ύψος του λόφου της με τους πύργους και τις πολεμίστρες της, κάτω από το βλέμμα και της παρακείμενης ταβέρνας που σερβίρει μπίρες και σαρδέλες (όχι πάντα πρώτης φρεσκάδας) στη σκιά απ’ τ’ αρμυρίκια.
Κι εκεί που χαζεύεις, αλήθεια, τα δάχτυλα των ποδιών σου και τα ζουζούνια που τρέχουν ξετρελαμένα πέρα δώθε και το νερό στο αυλάκι που κόβει στη μέση τα φιλόξενα βράχια, ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι εδώ που εσύ κοπροσκυλιάζεις κάποτε δούλευαν άνθρωποι. Το αυλάκι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η τομή για να στερεώνεται η καρίνα μιας τριήρους, και η ομαλή πέτρα γύρω του, τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα της δουλειάς εκείνων που καλαφάτιζαν το πλοίο…
Ω αρχαίοι πρόγονοι, οι λουόμενοι σας ευγνωμονούμε!
Bάκης Λοϊζίδης
Ειδώλια με την τεχνική του χιονάνθρωπου
Kανένας δεν καταδέχεται
χονδροειδή ειδώλια
σε ταξίδια περηφάνιας.
Μουσικούς, αναθέτες ή λάτρεις
με το χέρι στο στόμα,
ζωόμορφα ειδώλια
που κρατούν το κλειδί
μιας χαμένης ισορροπίας
τη στιγμή που πτυχώσεις
ρυθμοί και τέλεια σώματα
πείθουν για το θαύμα.
Κι όμως ένας σβόλος πηλού
μια γραπτή διακόσμηση
αρκούν να τιμήσεις τον νεκρό
να βρεις την αρχή του νήματος.
Πες με τρελό, η προϊστορία
είναι ο προορισμός μας.
Χρήστος Μπουλώτης
Kλασικό τοπίο
I
Εδώ ακούμπησε ειδάλιμος ο Έρωτας
πιο κάτω τα βατράχια του Ηριδανού
κοάζουν αδηφάγο έαρ
άδειο πουκάμισο του πόθου
σκαλωμένο σ’ έναν θάμνο
κι εκείνο το ζευγάρι λουλακιά φτερά
ανυπόληπτες πράξεις γύρω
τριγύρω τόσα ερείπια.
II
Aσπάλαθοι σεφερικοί διατρυπούν
την απονευρωμένη όραση
ό,τι βέβηλα επικάθεται στο ανάγλυφο
σχημάτων απ’ τη μεριά της αρχαίας Αγοράς
ράγες, τριξίματα του χρόνου, λαμαρίνες και
τι λεπτή η κρούστα των μύχιων συνειρμών
που διαθλώνται έξω απ’ το τοπίο.
III
Το ζήτημα είναι πώς θρυμματίσθηκαν οι εικόνες
τόσοι άνθρωποι μέσα στην αντανάκλαση πραγμάτων
πώς εγκλωβίστηκαν•
κυκλωτικά ένα πλήθος ετερόκλητο διαδηλώνει
αόρατο ανάμεσα στον ναό Αγίων Αποστόλων
και Θησείο
ψηλά στο βάθος τα Προπύλαια
με τον φράγκικο πύργο σωζόμενο πλέον
μόνο σε χαρακτικά και δαγγεροτυπίες.
Κώστας Χατζηαντωνίου
Το σπίτι με τα χελιδονόψαρα
H αναπνοή έγινε πιο γρήγορη όταν η στεριά ξεπρόβαλε καθαρά. Κάποιος είπε πως είδε νύμφες να χορεύουν. Εγώ δεν έβλεπα τίποτα. Στο σταχτί πλακόστρωτο της προκυμαίας κάπηλοι και φύλακες, αχθοφόροι και έμποροι, στη λεπτή ομίχλη ντυμένοι όλοι. Θυμήθηκα την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ. Ήταν μια μέρα ιερής τελετουργίας. Κόσμος πλημμύριζε τις δυο μεγάλες αυλές του ανακτόρου, τη δυτική και την κεντρική. Στους εξώστες, αρχόντισσες με κρινολίνα και περίτεχνη κόμμωση παρατηρούσαν και σχολίαζαν. Άλλες, ευκίνητες και ζωηρές, με ψηλούς γιακάδες και πολύχρωμα φορέματα, ανεβοκατέβαιναν σκάλες, πηγαινοέρχονταν σε μισοσκότεινους διαδρόμους, περιδιάβαζαν στον κήπο. Η ιέρεια της προσφοράς των σπονδών όμορφη όσο ποτέ. Οι προσκαλεσμένοι του Μίνωα φτάνανε στο θέατρο ενώ η οικογένειά του εξερχόταν. Το πλήθος επευφημούσε. Η ιερά συνοδεία διέσχισε τη βασιλική οδό και πήρε το λιθόστρωτο για τη δυτική πύλη.
Απ’ τον διάδρομο της πομπής και τα μεγάλα προπύλαια φθάσαμε στο τρικιόνιο ιερό, στην κεντρική αυλή, στο μέσον της δυτικής πτέρυγας, με την τριμερή κιονωτή πρόσοψη που ιερά κέρατα επέστεφαν. Εδώ ο βίος και η τελετή των ιερέων-βασιλέων. Εδώ η δέηση, η δοξολογία, η ευχαριστία. Εδώ η αφιέρωση, το πέπλο, τα αναθήματα. Κάποτε, όταν η μινωική ψυχή μας απαλλαγεί από των Αρίων τους Ολύμπιους θεούς και βρει σε κάποιας Μεγάλης Μητέρας τον Γιο την πρώτη της θρησκευτικότητα, με βασιλείς-ιερείς, όταν στα λείψανα των ανακτόρων ξαναβρεθεί η ελευθερία του λαβύρινθου, θα ανατείλει πάλι η χαρά της ζωής, η χαρά της διακόσμησης. Όταν θα κλείσουν οι παλιοί, φρεατόσχημοι αποθέτες και ξαναβρεθεί το σείστρο που έδινε ρυθμό στον αιώνιο κύκλιο χορό στο ιερό αλώνι και δεν θα εναλλάσσονται πια φως και σκιά κι οι γυναίκες με τ’ ανοιχτά περικόρμια και τα κάθε λογής ψιμύθια έρθουν ξανά. Κι όλα θα γίνουν όπως τότε που όλα ήταν ένα με τη φύση και τον τρυφερό παλμό της.
Μια φωνή με γύρισε στον κόσμο. «Τράβα τον δρόμο σου Μινωίτη».
Πηγή: diastixo.gr