Η επανέκδοση ενός βιβλίου μετά από σαράντα χρόνια, που ωστόσο ποτέ δεν έμεινε εκτός κυκλοφορίας, είναι ένα σημαντικότατο γεγονός και προκλητικό για τον σημερινό αναγνώστη, ανεξάρτητα από το θέμα του, που και αυτό είναι προκλητικότατο – Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι; Ο συγγραφέας του είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό, αν όχι από κάτι άλλο, από εκείνον τον Θάνατο της τραγωδίας που διαβάσαμε σχεδόν όλοι στην Ελλάδα και δη οι φιλόλογοι. Είναι ο Τζωρτζ Στάινερ, που διαβάζει συγκριτικά και τονίζει τις συγκλίσεις και αποκλίσεις των δύο γιγάντων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην πρώτη έκδοσή του πριν από 40 χρόνια για να συγκρίνει το μέγα με το μέγα. Ο Όσκαρ Ουάιλντ (Ο κριτικός ως δημιουργός) θα μπορούσε να μας θυμίσει την άποψή του για παρόμοια έργα (ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται και τα δικά του) τα οποία ποτέ δεν πεθαίνουν γιατί «Τα μεγάλα έργα τέχνης είναι ζωντανοί οργανισμοί, είναι τα μόνα πράγματα που ζούνε». Εφόσον, λοιπόν, ισχύει αυτό, τότε τα έργα μπορούν να επανακυκλοφορήσουν, και έτσι τώρα επανέρχεται ολόφρεσκη η μελέτη σαν να μην έχουν περάσει σχεδόν 60 χρόνια από την πρώτη φανέρωσή της και πάνω από εκατό χρόνια από την αποχώρηση των δημιουργών στον παράδεισο των λογοτεχνών.
Όπως είναι γνωστό, και όπως ο συγγραφέας διαπιστώνει άλλη μια φορά, ο χρόνος είναι ο καλύτερος κριτής της ουσίας και της αξίας ενός έργου και είναι αυτός που θα επανεπικαιροποιήσει με «υπομονετική ειρωνεία» τις αρχικές συλλήψεις του, που δεν ήταν τότε παρά «εικασίες και σκιές».
Όπως είναι γνωστό, και όπως ο συγγραφέας διαπιστώνει άλλη μια φορά, ο χρόνος είναι ο καλύτερος κριτής της ουσίας και της αξίας ενός έργου και είναι αυτός που θα επανεπικαιροποιήσει με «υπομονετική ειρωνεία» τις αρχικές συλλήψεις του, που δεν ήταν τότε παρά «εικασίες και σκιές».
Στα τέσσερα κεφάλαια του βιβλίου θα παρακολουθήσουμε μια πλατιά περιδιάβαση στη λογοτεχνία, από τους ναπολεόντειους πολέμους και εντεύθεν, σε Ευρώπη και Αμερική, μελέτη, παρατήρηση, σύγκριση, ερμηνεία, συμπέρασμα αλλά και συστηματική δουλειά πάνω στους δυο μεγάλους, χωριστά.
Κάτι που έχει σημασία και πρέπει να τονιστεί με έμφαση είναι η άποψη ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί να αποκοπεί από το βιογραφικό στοιχείο. Είναι επικίνδυνο να αφαιρέσουμε την υπαρξιακή-χρονική ταυτότητα του δημιουργού και να αφήσουμε το έργο σε μια «μαγική ανωνυμία», πράγμα που υποστηρίζει η νέα κριτική. Γι’ αυτό, και για να μελετήσει τα μεγάλα έργα του παρελθόντος, οδηγήθηκε σε ένα νέο είδος κριτικής, την Παλαιά Κριτική, χωρίς να ακυρώνει τη Νέα, για να αποκατασταθεί το ιδεολογικό και ιστορικό συγκείμενο, οι κοινωνικές και οικονομικές συνιστώσες της λογοτεχνικής παραγωγής και η ταυτότητα του συγγραφέα. Και αυτή είναι η κειμενική λειτουργία της «καταστασιακότητας», στη γλώσσα της Γλωσσολογίας. Τα έργα των δύο μεγάλων Ρώσων δημιουργών, λοιπόν, υπερέχουν για πολλούς προφανείς και για πολλούς αδιερεύνητους λόγους.
Ο Τολστόι είναι επικός, θυμίζει τον Όμηρο και, μετά τον Σαίξπηρ, είναι ο πιο πολυφωνικός. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο σημαντικότερος δραματουργός. Ο Τολστόι πιστεύει βαθιά σε ένα επίγειο βασίλειο δικαιοσύνης και αγάπης, ο Ντοστογιέφσκι είναι ο πιο σκοτεινός από τους μεταφυσικούς της τραγωδίας. Ο Θεός του ενός συγγραφέα συγκρούεται με τον Θεό του άλλου. Και «το κύρος των δύο συγγραφέων δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη θεολογική τους στράτευση». Η καταφυγή του Τολστόι στο «μυστήριο» και του Ντοστογιέφσκι στο μηδενισμό είναι στιγμές αποκαλυπτικές της σκέψης των δύο μεγάλων συγγραφέων που ο Στάινερ διασταυρώνει και συσχετίζει με άλλους κορυφαίους συγγραφείς της Ευρώπης και της Αμερικής, καταλήγοντας πως «η λογοτεχνική κριτική πρέπει να γεννιέται από ένα χρέος αγάπης» για το «ιερό του άλλου». Εδώ θα επικαλεστώ και την άποψη του Γιώργου Σεφέρη, που λέει ότι το έργο έχει ανάγκη από ένα κοινό με «συναισθηματική δεκτικότητα», με «καλή πίστη», όπως π.χ. όταν «κάνουμε την προσευχή μας», όπως όταν ο λαός ακούει ένα θρύλο και όπως ένα παιδί ακούει ένα παραμύθι. Το κοινό, δηλαδή, δεν πρέπει να βρίσκεται σε «κατάσταση προσωπικής αντιδικίας με το έργο»( Δοκιμές Α΄, «Διάλογος πάνω στην ποίηση», σελ. 82). Τα μεγάλα έργα τέχνης μάς αλλάζουν, μας διαμορφώνουν. Δουλειά του κριτικού είναι να ασχολείται μόνο με τα αριστουργήματα και να διαχωρίζει τα καλά από τα κακά, αλλά και τα καλά από τα άριστα, συνεχίζει ο Στάινερ. Στη μελέτη του προσπαθεί να διαχωρίσει τον επικό από τον δραματουργό, τον ορθολογιστή από τον οραματιστή, τον χριστιανό από τον παγανιστή. Το Πόλεμος και Ειρήνη είναι ένα ποίημα πάνω στην ιστορία, ενώ η μεταφυσική του Ντοστογιέφσκι είναι μία από τις βασικές πηγές του υπαρξισμού. Ο Τολστόι έχει γιγαντιαία ζωτικότητα, τρομερή δύναμη, είναι ένας Τιτάνας, κατά την κρίση του Γκόρκι, που περιπλανιέται πάνω στη γη με αρχέγονη μεγαλοπρέπεια. Ο Ντοστογιέφσκι θεωρείται παράδειγμα αρχετυπικής περίπτωσης της δημιουργικής νεύρωσης. Προικισμένος με τρομακτική ανθεκτικότητα στην κόλαση που έχει ζήσει: εικονική εκτέλεση, φυλακή, κάτεργα στη Σιβηρία, οικονομική και ψυχολογική πίεση, επιληψία. Την «ιερή νόσο της επιληψίας, μετέδωσε και τους ήρωες του. Ο πρίγκιπας Μίσκιν και ο Σάτοφ παθαίνουν επιληπτικές κρίσεις, ως εάν αυτές είναι η πραγμάτωση της “απόλυτης εμπειρίας”, οι βίαιες εκρήξεις των μυστικών κεντρικών δυνάμεων της ζωής». Τη «στιγμή της κρίσης», μας λέει ο Στάινερ, η ψυχή ελευθερώνεται από τα δεσμά των αισθήσεων. Για τον Ντοστογιέφσκι, ο πόνος είναι ένας θόλος από γυαλί που τον περιβάλλει και του δίνει την ικανότητα να δει την πραγματικότητα στη μέγιστη έντασή της. Ο Προυστ είχε το άσθμα σαν ασπίδα προστασίας της μοναχικότητάς του και ο Τζόυς είχε αναπτύξει την ακουστική ικανότητα λόγω της τυφλότητάς του, επαληθεύοντας εδώ τη σοφή ρήση «ουδέν κακόν αμιγές καλού».
Ο Τολστόι πιστεύει βαθιά σε ένα επίγειο βασίλειο δικαιοσύνης και αγάπης, ο Ντοστογιέφσκι είναι ο πιο σκοτεινός από τους μεταφυσικούς της τραγωδίας.
Ο 19ος αιώνας έφερε μεγάλες αλλαγές. Ο Ζολά στη μελέτη του για τον Σταντάλ έδειχνε τη γιγάντια επιρροή του Ναπολέοντα στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία: «Όλες οι φιλοδοξίες μεγάλωσαν, όλα τα εγχειρήματα έγιναν γιγαντιαία». Άμεση συνέπεια το «όνειρο του Μπαλζάκ να γίνει ο απόλυτος άρχων του βασιλείου των λέξεων».
Στο σημείο αυτό ο Στάινερ γίνεται εκπληκτικά αναλυτικός, γοητευτικά ερμηνευτικός, εξαντλητικά αποδεικτικός, υποθετικός, θετικός και πλατύς, τόσο όσο για να συμπεριλάβει στη μελέτη του όλη τη Λογοτεχνία, να κρίνει και συγκρίνει όχι μόνο τους δύο ογκόλιθους της Ρωσίας, αλλά όλους εκείνους που στηρίζουν τους αιώνες και γονιμοποιούν τις επόμενές τους γενιές, για να φτάσει σε μια μετάλλαξη. Η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ γράφτηκε με «ψυχρή λύσσα και φέρνει πάνω της… το άλυτο παράδοξο του ρεαλισμού». Μαντάμ Μποβαρύ ήΆννα Καρένινα; Ιδού ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Όταν ο Στάινερ ερμηνεύει το χορό της Άννα Καρένινα, πλέκει δαντέλα ψιλοβελονιά στην επιφάνεια, κι όταν συγκρίνει με τη Μαντάμ Μποβαρύ, κάνει βουτιά στα άδυτα. Κι όταν τη συγκρίνει με την Ωραία Ελένη, εκεί ο Τολστόι κάνει ό,τι ο Όμηρος. Οι γέροντες εξυμνούν την ομορφιά της (Ελένης-Άννας). Είναι «ο έμμεσος τρόπος που πείθει». Για την ισοδυναμία της παρουσίασης θα δώσω κι ένα παράδειγμα από τον Ντοστογιέφσκι. «Ο Βολκόφσκι στους Ταπεινωμένους και καταφρονεμένουςσηματοδοτεί μια εμβάθυνση του γοτθικού τόνου. Μέσα στη θηριωδία συγκρούεται με την αυτοπεριφρόνηση που ο Μπάυρον απεικόνισε δραματικά στον Μάνφρεντ και ο Ευγένιος Σύη στον Περιπλανώμενο Ιουδαίο του».
Η απεραντοσύνη του θέματος πιέζεται στο πλαίσιο μιας παρουσίασης, που όσο και αν αναπτυχθεί δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στο βαθμό που θα ήθελε για να αναπαραστήσει τη γοητεία αυτού του τόσο ωραίου και καλά μεταφρασμένου βιβλίου.
Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι
Τζωρτζ Στάινερ
Μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης
Αντίποδες
496 σελ.
ISBN 978-618-82242-2-3
Πηγή: diastixo.gr