Είναι ένα θέμα που απασχολεί πάρα πολύ κόσμο στις μέρες μας, καθώς η λίστα των διαζυγίων ολοένα και μεγαλώνει. Κοινωνικοί επιστήμονες, ερευνητές και επαγγελματίες ψυχικής υγείας, προβληματίζονται καταρχήν για την αυξητική τάση αυτού του φαινομένου, και εν συνεχεία ψάχνουν να βρουν λύσεις, για ένα όσο το δυνατόν πιο «αναίμακτο» διαζύγιο σε ζευγάρι που έχει ήδη παιδιά.
Στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι κάθε διαζύγιο, όπως και αν αυτό πραγματοποιείται εν τέλει, μπορεί είναι μια ιδιαίτερα τραυματική διαδικασία για τα παιδιά.
Η εμπειρία ενός διαζυγίου δεν μπορεί να είναι όμοια για όλα τα παιδιά, καθώς αυτή βιώνεται με άλλο τρόπο. Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι το κάθε παιδί και το κάθε διαζύγιο είναι διαφορετικό.
Υπάρχουν ακόμα και περιπτώσεις που τα μέλη μιας οικογένειας νιώθουν ανακούφιση με τη λύση του γάμου. Αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που ζούσαν μέσα στην οικογένεια τους μέχρι τότε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι συγκρουσιακοί γάμοι όπου οι έντονοι καυγάδες, τα απαξιωτικά και υβριστικά σχόλια, οι απειλές και άλλα πολλά κυριαρχούν στη μεταξύ σχέση του ζευγαριού.
Ένα παιδί, που οι γονείς του έχουν αποφασίσει να χωρίσουν, βρίσκεται μοιραία στη μέση. Νιώθει θυμό, μεγάλη ανασφάλεια, ανησυχία για το μέλλον του, ευθύνη και άρα ενοχή για το διαζύγιο αυτό και βέβαια, λύπη και απογοήτευση για την απομάκρυνση του ενός γονέα. Από την άλλη όμως, δεν θα πρέπει να αποτελεί λύση η παραμονή σε μια δυσλειτουργική σχέση εξαιτίας των παιδιών. Δυστυχώς είναι κάτι που συναντάται συχνά λόγω όμως άλλης αιτίας, που όμως δεν θα πρέπει σε καμία των περιπτώσεων να αποτελεί δικαιολογία.
Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν ένα παιδί βρίσκεται αντιμέτωπο σε δυο εχθρικά στρατόπεδα. Όταν δηλαδή οι σχέσεις μεταξύ των γονέων παραμένουν κακές και μετά το διαζύγιο, όπου το παιδί πραγματικά έχει ανάγκη, περισσότερο θα λέγαμε από κάθε άλλη φορά, την αγάπη και φροντίδα και από τους δυο γονείς. Η γονεϊκή υπόσταση δεν παύει να υφίσταται είτε ακόμα και αν αυτοί μένουν πλέον χωριστά.
Είναι σημαντικό το ζευγάρι που έχει αποφασίσει το διαζύγιο, να έχει προηγουμένως κατασταλάξει ότι πρόκειται για μια οριστική διακοπή του γάμου, ώστε να αποφευχθούν τυχόν πισωγυρίσματα, διότι καταλαβαίνουμε ότι μια τέτοια κατάσταση θα ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή για τα παιδιά. Επίσης να έχουν μελετήσει όλα τα πρακτικά θέματα που μπορεί να προκύψουν μετά το διαζύγιο, όπως για παράδειγμα που θα μείνει το παιδί (αν και δεν προτείνεται καμία αλλαγή τρόπου ζωής στο παιδί), που θα μένει ο γονέας που αποχωρεί από την οικία και αν θα είναι εύκολη η πρόσβαση στο καινούργιο σπίτι του για το παιδί. Άρα μια καλή προετοιμασία θα ήταν τουλάχιστον βοηθητική στο σημείο αυτό.
Το κυριότερο όμως όλων είναι η συζήτηση με τα παιδιά, προσαρμοσμένη ανάλογα με την ηλικία τους, για τους λόγους του χωρισμού και η διαβεβαίωση ότι δεν είναι εκείνα η αιτία αυτού του γεγονότος. Και τέλος, απαραίτητος είναι ο καθησυχασμός των παιδιών, ότι η αγάπη και η στήριξη των γονέων θα παραμείνει αέναη παρά το χωρισμό τους.
Σε κάθε περίπτωση όμως, επειδή ένα διαζύγιο φέρει πολλά δυσάρεστα συναισθήματα ακόμα και στο ίδιο το ζευγάρι, καλό θα ήταν να εκτιμάται προηγουμένως η κατάσταση σωστά και να έχουν εξαντλήσει από κοινού, όλες εκείνες τις παραμέτρους βελτίωσης της σχέσης, ώστε το διαζύγιο να αποτελεί την έσχατη λύση. Προτείνεται η θεραπεία ζευγαριού, όπου τα άτομα θα ανακαλύψουν εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης, των όποιων δυσκολιών που προκύπτουν μέσα στη σχέση και μια διαφορετική επικοινωνιακή προσέγγιση.
Να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με σχετική ερευνά του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, το ποσοστό διαζυγίων φτάνει στο 34,4% για το έτος 2014 και αποτελεί το υψηλότερο ποσοστό που έχει σημειωθεί μέχρι τώρα.
Ασπασία Γεωργιλή, Κοινωνική Λειτουργός