Έζησε χρόνια συναπτά ογδόντα τέσσερα.
Βάσανα, λύπες και καημούς, θανάτους
σόδιαζε μέσα της σταλιά, σταλιά το δηλητήριο,
ατέλειωτη βροχή δακρύων
φυλλομετρώντας τις στιγμές του ανέστιου βίου της,
ταγμένη μια ζωή στην προσφορά.
Ζωή μοναχική, τυραννισμένη
με τόσους γύρω της προστάτες,
να υπηρετεί υποτακτική, να κανακεύει
και να φυλλορροεί μοναχικά στη σιωπή
ίσαμε που απόμεινε δεντράκι νηστικό,
ένα κλαράκι ξέφυλλο.
Ογδόντα τόσα χρόνια συναπτά και άβολα.
Κανένας δεν υποψιάστηκε ποτέ πόσο υπόφερε
πίσω από το παραθύρι με τα κάγκελα
προς τη μεριά του δρόμου πάντα ανοιχτό
μια επαφή με την αδιάφορη ζωή, τη βιαστική
με την πραγματικότητα που ανεβοκατέβαινε
τα σκαλοπάτια τα παμπάλαια του πατέρα
ίσαμε που τα ξήλωσαν κι αυτά «ανίδρωτοι λοτόμοι».
Βάδιζε ξέσκεπη μια ολόκληρη ζωή
με συνοδό τον πόνο, την οδύνη, την απόρριψη,
τον κάματο, τη δουλοσύνη
κατά πώς οδηγούσε ο καιρός τα κουρασμένα βήματά της.
Ξόδεψε τη ζωή της βολοδέρνοντας για την αποδοχή
ξενυχτισμένη σε προσκέφαλα παιδιών,
αρρώστων και ψυχορραγούντων,
σε ξόδια, σε ξεπροβοδίσματα γονιών και αδερφιών,
φίλων, συγχωριανών και συγγενών εξ αίματος.
Όλα τα υπηρέτησε με την αλήθεια και με την ψυχή της,
τα βίωσε στεκάμενη ορθή μ’ αξιοπρέπεια.
Ξόδεψε την ψυχή της ψηλαφώντας το σκοτάδι
να αφήσει μια στιγμή απ’ το πέρασμά της
χαραγμένη στο πλακόστρωτο της ασπλαχνίας των άλλων.
Έζησε μια ζωή μεγαλοβδόμαδα, πάθη, παθήματα και λάθη.
Ήτανε ατελέσφορη σαρακοστή μεγάλη η ζωή της,
χρόνια ογδόντα τέσσερα και βάλε,
σκορπίζοντας κομμάτια μνήμης την ψυχή της αφειδώλευτα,
μοίρασε άρτο επιούσιο μ’ απλοχεριά το γέλιο,
αντίδωρο, ψωμί της καλοσύνης τη ζωή της.
Σπυρί σπυρί φίλεψε από το υστέρημά της την αγάπη
κι έφυγε ολομόναχη τη νύχτα της Παρασκευής,
–είκοσι πέντε Οκτωβρίου δύο χιλιάδες δέκα τρία–
άφιλη, ασυντρόφευτη και προδομένη.
Κηδεύτηκε θριαμβικά, ωστόσο, εν μέσω γενικής κατάνυξης,
επευφημίας καθολικής κι αποδοχής
και με σημαίες και σημαιάκια εορταστικά,
μονάχα η φιλαρμονική του Δήμου δεν παιάνισε το κατευόδιό της.
Μοσχοβολούσε δεντρολίβανο και δάφνη και μυρτιά
καλοδεχούμενο εορταστικά το περιβάλλον,
μέσα κι απόξω η εκκλησιά,
ο Αϊ-Δημήτρης μας μοσχοβολούσε,
όλος ο χώρος του ναού λυπητερά λαμποκοπούσε,
σύμπαν πενθούσε σιωπηλά το εορτάζον πλήθος,
δακρυρροούσα η φύση έδωσε τον τελευταίο ασπασμό της
κι άνοιξε τρυφερή την αγκαλιά
να την υποδεχτεί φιλάνθρωπο το χώμα.
Είκοσι έξι Οκτωβρίου δύο χιλιάδες δέκα τρία,
ώρα έντεκα, κηδεύτηκε,
ανήμερα της εορτής του Μυροβλήτη.
Ποιος ξέρει πόσο πόνεσε κι αν πόνεσε,
πώς βγήκε, πώς δραπέτεψε από μέσα της,
πώς έφυγε μέσα στην άθλια νύχτα η ψυχή της
αφήνοντας το σώμα αδειανό,
ένα σαρκίο άψυχο, θρυμματισμένο,
και πέταξε πουλί πετούμενο
να ανταμώσει τους αναπαυμένους στη σιωπή.
Ξόδεψε μια ολόκληρη ζωή μες στο κελί
που έχτιζε περίτεχνα και με υπομονή
ίσαμε που απόμεινε σκιά μαυροντυμένη,
προτού το τέλος κλείσει οριστικά τη θύρα στο πλατύσκαλο
και το παράθυρο προς τη μεριά του δρόμου.
Τώρα μια σκιά ερημική, μαυροντυμένη εκείθε περιφέρεται
στην ερημιά, στο κλειδαμπαρωμένο σπίτι
που ήταν πάντα ανοιχτό, γελούμενο, περήφανο,
λεβέντικο μ’ όλα τα βάσανα, τους κόπους,
τον ιδρώτα του πατέρα που ξοδεύτηκε,
τα βάσανα της μάνας,
της Βαγγελής το διαρκές μαρτύριο στα χέρια της,
– μοίρα και βάλσαμο,
παρηγοριά και συντροφιά και έγνοια της καθημερνή.
Τώρα, μια ερημιά ολόρθη ενοικεί
και περιφέρεται στο έρημο,
στο κλειδαμπαρωμένο σπίτι του πατέρα.
Πηγή:diastixo.gr