ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ
Ο ψίθυρος της Ευδοκίας
Εκδόσεις Πόλις, 2015
σελ. 180, τιμή 12,50 ευρώ
Στο πρώτο μυθιστόρημα της πολιτικής και κοινωνικής επιστήμονα και επαγγελματία δημοσκόπου Χριστίνας Καράμπελα, που κυκλοφόρησε μόλις πριν από έναν χρόνο, υπό τον τίτλο Καιροί τέσσερις, τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα αναλάβει ένας σχεδόν στοιχειωμένος πύργος: ένα παράξενο και υποβλητικό οίκημα με ζωντανές σκιές αλλά και με άυλες, φασματικές παρουσίες που θα μπλεχθούν σε ένα σκοτεινό δίχτυ οικογενειακών και ερωτικών σχέσεων. Πρόκειται για ένα βιβλίο που θα κινηθεί ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό, στο όνειρο και στη φαντασία, θα παρεμβάλει στη δράση εκτενείς καταλόγους με ονόματα φυτών και γλυκών και θα υποσκάψει εκ των ένδον τα πρόσωπά του σε ένα συνεχές παιχνίδι με τις έννοιες της αλήθειας και της αληθοφάνειας.
Ένα παιχνίδι με την αλήθεια και την αληθοφάνεια, μια αναμέτρηση με τις ρευστές όψεις της πραγματικότητας που διαμορφώνονται ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία την παρακολουθούμε, είναι και το δεύτερο μυθιστόρημα της Καράμπελα. Η συγγραφέας θα αφήσει τώρα τις ιστορίες φαντασμάτων για να καταπιαστεί με μιαν ιστορία αστυνομικού μυστηρίου, υπονομευμένη και πάλι εσωτερικά από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Αντί για τους καταλόγους των φυτών και των γλυκών, θα έχουμε αυτή τη φορά λίστες με διάφορα αλμυρά πιάτα: μαζί τους και μια σειρά από επεισόδια απειλητικής, αν όχι και θανατηφόρας ανορεξίας. Στο μεταξύ τις προηγούμενες υπερβατικές οντότητες θα αντικαταστήσουν τέσσερις παράδοξες γυναικείες μορφές που είναι πιθανόν να έχουν αναμειχθεί, ως θύματα αλλά και ως θύτες, σε έναν ανεξήγητο φόνο. Οι ίδιες ωστόσο γυναίκες θα σύρουν σε ένα δεύτερο επίπεδο της αφήγησης έναν τρελό χορό μαγισσών παίρνοντας μέρος σε ένα γοτθικό παραμύθι όπου τα πάντα μοιάζουν – ή είναι – στοιχειωμένα.
Την υπόθεση των τεσσάρων γυναικών θα χρεωθεί ένα ζευγάρι αστυνομικών: ένας εξηντάρης βαθμοφόρος που βρίσκεται στα πρόθυρα της σύνταξης και μια οργισμένη νεαρή που θα καταταχθεί στην Αστυνομία για να κοντράρει τον πατέρα της. Και αν οι τέσσερις ύποπτες θα προβάλουν εξαρχής τον διασαλευμένο τους κόσμο, το ζευγάρι των αστυνομικών θα αποκαλύψει βαθμιαία τις δικές του διαταραχές. Ο Πολίτης, όπως είναι το επίθετο του εξηντάρη (δεν θα μάθουμε ποτέ το μικρό του όνομα), θα περιπέσει σε πλήρη σύγχυση όταν θα συνειδητοποιήσει πως είναι αδύνατον να λύσει το αίνιγμα της γυναικείας τετράδας, ενώ η βοηθός του, η Ελισάβετ Ξένου, θα κυριαρχηθεί, λόγω του αδιεξόδου της έρευνας, από πολλαπλές ψευδαισθητικές εικόνες, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν.
Τα φαντάσματα του παρελθόντος, τα οποία διεκδικούν μια μεταφυσική πρωτοκαθεδρία στο πρώτο βιβλίο της Καράμπελα, θα επανακάμψουν ως ψυχαναλυτικές σκιές στονΨίθυρο της Ευδοκίας. Το παρελθόν είναι ψυχαναλυτικό φάντασμα για την Ελισάβετ Ξένου, που δεν έχει πάψει να θρηνεί για τον θάνατο του μισητού για την ανεξίκακη ανοχή του πατέρα της, συνομιλώντας εκ παραλλήλου σε όλη τη ζωή της με ένα ανύπαρκτο πρόσωπο: μια φίλη την οποία επινόησε προκειμένου να υπομείνει τη μοναξιά της. Το παρελθόν, παρ’ όλα αυτά, βασανίζει κατά παρόμοιο τρόπο και τον Πολίτη, που θα μισήσει τη μητέρα του και θα καταλήξει στην ανορεξία επειδή η ίδια ζητούσε επιτακτικά τα κοινωνικά εύσημα για τη νοικοκυροσύνη και τη μαγειρική της. Το παρελθόν όμως έχει σημαδέψει και τις τέσσερις ύποπτες κυρίες επειδή και εκείνες είχαν ζητήματα, και μάλιστα πολύ βαρύτερα, με τη μητέρα τους: μια μητέρα που αλλάζοντας σαν τα πουκάμισα τους εραστές και τους συζύγους, τους κληροδότησε έναν παιδεραστή πατριό αλλά και (σε μία περίπτωση) πατέρα.
Δεν ξέρω αν τα ψυχαναλυτικά τραύματα των ηρώων είναι πειστικά, είτε με τα μικροσκοπικά είτε με τα υπερδιογκωμένα μεγέθη τους (κάτι μου λέει πως δεν είναι), αλλά μια τέτοια συζήτηση θα είχε νόημα μόνο στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής αφήγησης. Μολονότι η Καράμπελα δεν διαρρηγνύει τη σχέση της με τον ρεαλισμό και μας επιτρέπει πάντοτε να υποθέσουμε πως τα φανταστικά μέρη της πλοκής αποτελούν προϊόν των φαντασιώσεων των ηρώων, η γενική ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι παραμυθητική, αντανακλαστική και παιγνιώδης: ένα λογοτεχνικό ράβε-ξήλωνε χωρίς αρχή και τέλος, όπου η πλοκή και οι σχέσεις των προσώπων αποκτούν κυκλικό χαρακτήρα και όπου κάθε σημείο μπορεί να υποκατασταθεί από ένα άλλο, σε μια ατέρμονη διαδικασία αλληλομετάθεσης και ανταλλαγής. Αν, λοιπόν, δούμε τον Ψίθυρο της Ευδοκίας σε μια τέτοια προοπτική, και νομίζω πως έτσι πρέπει να τον δούμε, το σχέδιό του έχει καταρτιστεί με έμπνευση και μαστοριά, με στέρεα μέσα στη μεταβλητότητά τους υλικά, καθώς και με ένα υπόγειο πλην ευφρόσυνο χιούμορ που κρύβεται πίσω και από την παραμικρή λεπτομέρεια.
Πηγή: tovima.gr