Τις τελευταίες ημέρες έγινε πολύ της μόδας η φράση «δεν καταλαβαίνω». Ο Schauble και πολλοί ομόλογοί του δεν καταλαβαίνουν τι ζητάει η Ελλάδα. Ορισμένοι το θέτουν πιο κομψά, δεν καταλαβαίνουν τι καλούνται να υποστηρίξουν. Πολλά διεθνή μέσα ενημέρωσης επίσης δεν καταλαβαίνουν και προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το «μήνυμα» πίσω από τις λέξεις.
Στον προφορικό λόγο αυτό μπορεί να έχει και μια υπόσταση. Λέμε συχνά «δεν κατάλαβα τι εννοείς», ζητώντας διευκρινίσεις. Συνηθισμένη στιχομυθία, άλλωστε, σε ζευγάρια με – κατά κανόνα – τη σύζυγο να υποστηρίζει τεχνηέντως ότι δεν καταλαβαίνει, επιζητώντας μια ανασκευή της φράσης προς κάτι που να πλησιάζει περισσότερο τη δική της θέση … για να την καταλάβει.
Όμως πια εμφανίζεται αρκετό «δεν καταλαβαίνω» και στα γραπτά. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Η υψηλή πολιτική των διαπραγματεύσεων δεν έχει εύκολες διατυπώσεις. Η στίξη, η τοποθέτηση των λέξεων, το που μπαίνει ένα κόμμα, τα συνώνυμα, παίζουν κρίσιμο ρόλο. «Μπορεί να αλλάξει όλο το νόημα», λένε οι πιο μυημένοι. Δεκτό, αλλά ταυτόχρονα βολικό κυρίως όταν μια διαπραγμάτευση έχει προαποφασισμένο τέλος ή όταν το ένα μέρος διαθέτει τον τρόπο να «επιβάλει» την άποψή του. Δεν εξετάζουμε εδώ την περίπτωση μιας άνευ όρων κατάστασης, γιατί τότε δεν μπορούμε να συζητάμε για διαπραγμάτευση, παρά μόνο για να εξωραΐσουμε ένα τετελεσμένο.
Δυστυχώς όμως, το «δεν καταλαβαίνω» γενικεύεται. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν γιατί προτάθηκε για Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Προκόπης Παυλόπουλος. Άλλοι δεν καταλαβαίνουν γιατί αποσύρθηκε ή μάλλον καλύτερα, γιατί δεν εμφανίστηκε επισήμως ποτέ το κείμενο Moscovici. Ορισμένοι δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει έξοδος από την Ευρωζώνη, άλλοι τι σημαίνει η συνέχιση μιας αδιέξοδης πολιτικής εξαντλητικής λιτότητας, υπάρχουν και εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν καθόλου γιατί διαπραγματεύεται η χώρα και γελούν χαιρέκακα, αναμένοντας να αποτύχουν όλα, γιατί το επόμενο έτοιμο σποτ περιλαμβάνει τη σκηνή που τα τρενάκια τελικά συγκρούονται και το μεγάλο τρένο διαλύει το μικρό.
Α ! Είναι και εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν γενικώς τίποτα και κομίζουν την άποψη του να εγκαταλείψει η χώρα κάθε συμμαχία, στην οποία εντάχθηκε είτε με κόπο, είτε με αίμα. Αλλά εκεί βρίσκουν όλους τους υπόλοιπους που σίγουρα δεν καταλαβαίνουν τι θα γίνει σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο που περιγράφει μια βιβλιογραφική ουτοπία.
Τέλος, υπάρχουν εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν τι πήγε στραβά και έχασαν, άλλοι που δεν καταλαβαίνουν ότι η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας δεν έχει καμία σχέση με την Πλατεία Ταχρίρ.
Πέρα από όλους αυτούς συνολικά τους παραπάνω, υπάρχει μια ολόκληρη κοινωνία, που κατά συντριπτική πλειοψηφία, καταλαβαίνει πολλά από τα προαναφερθέντα … δυσνόητα.
Μια κοινωνία που κατανοεί γιατί συμβαίνουν πολλά και ελπίζει σε ομαλότητα και σταθερότητα. Ελπίζει σε μια κανονικοποίηση της καθημερινότητάς της, σε μια εκλογίκευση των συνεχών υποχρεώσεων που προκύπτουν κάθε μήνα, σε μια γαλήνη που τόση ανάγκη έχει για να μεγαλώσει τα παιδιά της, να ηρεμήσει, να μην έχει την αίσθηση ότι την επόμενη μέρα ή τον επόμενο μήνα μπορεί να την βρει το όποιο απόλυτο κακό. Που κάθε φορά ελπίζει ότι κάτι θα αλλάξει, ότι δεν θα χρειάζεται να πληρώνει συνέχεια για Παιδεία, Υγεία, Ασφάλεια.
Το δυστύχημα είναι ότι και αυτή την κοινωνική πλειοψηφία, πάρα πολλοί δείχνουν να μην την καταλαβαίνουν και συνεχίζουν να τη ραίνουν με κοινωνικούς αυτοματισμούς, τρόμο, υπερφίαλους μαξιμαλισμούς, φρούδες ελπίδες. Και μοιάζουν, αυτοί οι πολλοί, να τη θέλουν τόσο πολύ την κοινωνία να μην … καταλαβαίνει.
******
- Ο Βασίλης Μπαλάφας είναι Τεχνολόγος Πληροφορικής και Δικτύων, με μεταπτυχιακά στις Επικοινωνίες Δεδομένων και τις Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτικές.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015 στην κυριακάτικη «Kontranews».