Τότε που κυκλοφορεί το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, πρωτοεμφανίζεται ο Ελύτης, βγαίνει το περιοδικό «Νέα Γράμματα» και εκδίδεται η «Υψικάμινος» του Εμπειρίκου.
Το 1935 υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντικό για την πολιτική και τη λογοτεχνική ιστορία μας. Την 1η Μαρτίου ξεσπά το (βενιζελικό) Κίνημα, αρχή, όπως αποδείχθηκε, μεγάλων δεινών. «Ητανε μια τραγωδία και συνάμα ο εξευτελισμός μιας τραγωδίας, όπου όλα είχανε γίνει ανάποδα και αστόχαστα» θα γράψει αργότερα ο συνετός Σεφέρης. Θα ακολουθήσουν εξορίες πολιτικών και διανοουμένων, θα καταλυθεί η δημοκρατία και η βασιλεία θα «επικυρωθεί» με το νόθο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου (97,88%)! Σε λιγότερο από έναν χρόνο θα επιβληθεί η μεταξική δικτατορία. Αντίθετα, τα λογοτεχνικά και ειδικότερα, όπως θα δούμε, τα ποιητικά συμβάντα του 1935 συνιστούν μια αγαθή και πρωτοπόρα επανάσταση η οποία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ποίησή μας.
Τον Μάρτιο του 1935 κυκλοφορεί σε 150 αριθμημένα αντίτυπα το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη. Ταυτόχρονα κυκλοφορεί η Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου σε 200 αντίτυπα, τα πενήντα αριθμημένα, εκτός εμπορίου. Τον Σεπτέμβριο κυκλοφορούν οιΠυραμίδες, το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου. Τον Νοέμβριο δημοσιεύονται στα νεοσύστατα Νέα Γράμματα τέσσερις ενότητες ποιημάτων ενός πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή με ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης («Του Αιγαίου», «Κλίμα της απουσίας», «Δεύτερη φύση», «Επίγραμμα»), που αργότερα θα ενταχθούν στους Προσανατολισμούς. Την ίδια χρονιά ο Κωστής Παλαμάς κλείνει τον ποιητικό του κύκλο με τις Νύχτες τουΦήμιου, ο Κ. Θ. Δημαράς δημοσιεύει (Νέα Γράμματα) την πρώτη μορφή των Δοκιμίων για την Ποίηση, ο Ν. Βρεττάκος εκδίδει τις Γκριμάτσες του ανθρώπου, ο Ν. Γ. Πεντζίκης τονΑνδρέα Δημακούδη, ο Γιάννης Σκαρίμπας τον Μαριάμπα 1935 κ.τ.λ. Στα λογοτεχνικά δρώμενα του 1935 προσθετέα η διάλεξη του Εμπειρίκου Περί σουρεαλισμού (τέλος Ιανουαρίου) «μπροστά σε λίγους βλοσυρούς αστούς», κατά την περιγραφή του Ελύτη που ήταν παρών. Τέλος, το μείζον εκδοτικό και φιλολογικό γεγονός του 1935, κατά τον Αργυρίου, στη μνημειώδη Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, είναι η πρώτη πλήρης έκδοση των 154 ποιημάτων του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια από τη Ρίτα Σεγκοπούλου. Η έκδοση αυτή συνιστά, όπως υποστηρίζει ο Αργυρίου και όπως άλλωστε έδειξαν οι καιροί, «γεγονός κοινωνικό με ανυπολόγιστες συνέπειες». Θα προσθέταμε πως η αλεξανδρινή έκδοση των Απάντων συνιστά επίσης γεγονός εθνικής σημασίας, κρινόμενο από την οικουμενική απήχηση του ποιητή.
Στο παρόν σημείωμα θα μας απασχολήσουν οι τέσσερις μείζονες ποιητές μας, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Ελύτης και Ρίτσος, που δημοσιεύουν το 1935 (ο Εμπειρίκος και ο Ελύτης για πρώτη φορά) και θα δοκιμάσουμε να δείξουμε, πολύ συνοπτικά, πόσο σημαντικό για τα γράμματά μας αποδείχθηκε το έργο τους.
Το Μυθιστόρημα του Σεφέρη είναι μια σύνθεση από 24 ποιήματα, «μια αλληλουχία μικρώνεπικών επεισοδίων», όπως ο ίδιος το αποκαλεί. Μυθικές καταβολές, από τον Ομηρο αρχικά και την τραγωδία αργότερα, μνήμες από μιαν αενάως επαναλαμβανόμενη (μικρασιατική) καταστροφή και ένας ήρωας μετεωριζόμενος ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, ανάμεσα στο όνειρο και στον εφιάλτη, αδύναμος μπρος στις βαριεστημένες «μαύρες Ευμενίδες» της καθημερινής ιστορίας, είναι κάποια στοιχεία που ορίζουν το Μυθιστόρημαως ένα πολύσημο, πολύτροπο και ίσως ένα από τα κρυπτικότερα ποιήματά μας. Ο Σεφέρης ουδέποτε αρνήθηκε τις οφειλές του στον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό, όμως ποιο άλλο νεωτερικό ποίημά μας είναι τόσο ελληνικό όσο το Μυθιστόρημα; Δεν θα επαναλάβω το κοινότοπο: Τι θα ήταν η ποίησή μας σήμερα αν δεν είχε συσταθεί πριν από 80 χρόνια τοΜυθιστόρημα; Είναι καλύτερα να αναλογιστούμε τι θα ήταν ο Σεφέρης χωρίς τοΜυθιστόρημα καθώς συνεχίζει να τον διαποτίζει ως και τα Τρία κρυφά ποιήματα.
Ακριβώς στους αντίποδες του Μυθιστορήματος ευρίσκεται η αιρετική και ευφρόσυνη Υψικάμινος του Εμπειρίκου, το πρώτο και το μόνο ελληνικό ποίημα που έχει συσταθεί κατά τις υπερρεαλιστικές συνταγές – χωρίς ωστόσο να μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι η σύνθεση ακολουθεί την αυτόματη γραφή. Γραμμένη η Υψικάμινος, όπως σήμερα γνωρίζουμε, στο τέλος του 1934 – την ίδια εποχή κατά την οποία τελειώνει και το Μυθιστόρημα -, λοιδορείται από ασήμαντους κριτικούς, όπως απέδειξε ο χρόνος. Οπως πιστεύουμε ένας λόγος για τον οποίο χλευάστηκε η Υψικάμινος ήταν (σε αντίθεση με το σεφερικό Μυθιστόρημα) η απουσία οποιασδήποτε ιστορικής ή εθνικής αναφοράς. Το αιρετικό και αναρχικό πνεύμα της δεν κατανοήθηκε: αντίθετα, εξυβρίστηκε. Παρά ταύτα, η Υψικάμινος αποδεικνύεται με την πάροδο των χρόνων ο δεύτερος σημαντικός πυλώνας της νεωτερικής μας ποίησης. Από την υπερρεαλιστική πηγή πίνουν (άλλος πολύ, άλλος λίγο) ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Κακναβάτος – κάποτε και ο Ρίτσος… Μεγάλο μέρος της ποίησής μας κινείται ακόμη τώρα πάνω στις γραμμές που καθόρισαν το νεωτερικό Μυθιστόρημα και η υπερρεαλιστική Υψικάμινος.
Οι τέσσερις ενότητες ποιημάτων που δημοσιεύει ο 24χρονος Ελύτης στο 11ο τεύχος του περιοδικού Νέα Γράμματα (διευθυντής ο πολύς Γιώργος Κατσίμπαλης) προτείνουν, όπως αυτό θα φανεί στο μέλλον, έναν τρίτο ποιητικό δρόμο, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος. Από απόψεως τεχνικής ο Ελύτης ακολουθεί εδώ τον ελεύθερο στίχο – πράξη τολμηρή για τα χρόνια εκείνα. Ταυτόχρονα, όπως παρατηρεί ο Mario Vitti, o Ελύτης ενδιαφέρεται και για την οπτική εικόνα των ποιημάτων του καθώς προσπαθεί να αλλάξει τους κανόνες της παλαιάς τεχνικής. Από την άποψη αυτή ο Ελύτης είναι ένας ανυπότακτος ποιητής, ο οποίος όμως, όπως δείχνουν οι μεγάλες συνθέσεις του (Άξιον Εστί, Ο μικρός ναυτίλος, Μαρία Νεφέλη κ.ά.) εμμένει και στις αυστηρές φόρμες. Αυτό, πιστεύουμε, ισχύει και όσον αφορά την εσωτερική οργάνωση των ποιημάτων του. Οπαδός του «κριτικού υπερρεαλισμού», είναι ένας προσεκτικά λογικός/υπερλογικός ποιητής – σε λογικά καλούπια τοποθετεί υπερ-λογικά ρήματα. Ο συμπερασματικός σύνδεσμος «άρα» δεν ορίζει μόνο την ισχύ των δοκιμίων του – ελέγχει και τα ποιήματά του.
Σε ένα βραχύβιο περιοδικό του Μεσοπολέμου, τα Ελληνικά Φύλλα, ο υπεύθυνος βιβλιοκριτικός Τ. Κ. Παπατσώνης κρίνει, Χριστούγεννα του 1935, τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Πυραμίδες που έχει κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν. Είναι το δεύτερο βιβλίο του Ρίτσου το οποίο, αντίθετα με το επαναστατικό Τρακτέρ, έχει τόνο κυρίως αυτοεξομολογητικό, χωρίς μάλιστα να λείπουν και στίγματα καρυωτακισμού. Γράφει, λοιπόν, ο Παπατσώνης: «Οταν κρίνω ποιήματα, εννοώ να βάλω στο πρώτο μέρος την αισθητική, γιατί ένα ποίημα είναι αισθητική μορφή. Δε διστάζω να χαρακτηρίσω τα ποιήματα του κ. Ρίτσου ευθύς εξαρχής αντιαισθητικά, αντιποιητικά…». Οπως εξηγεί παρακάτω ο κριτικός, με τον όρο αισθητική εννοεί τη στιχουργία… Ο Ρίτσος, σημειώνει, δεν ακολουθεί την αισθητική επειδή διαλέγει τον παραδοσιακό στίχο, τα «νεκρά καλούπια», όπως λέει, για να θέσει μέσα τους επαναστατικούς στοχασμούς του. Την επόμενη χρονιά ο Ρίτσος θα δώσει ωραιότατους ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στον σπαρακτικό Επιτάφιο και τα επόμενα χρόνια θα αποβεί ένας από τους μείζονες ποιητές του νεότερου Ελληνισμού. Στη μακρά διαδρομή του χρησιμοποίησε πλήθος παραδοσιακά μέτρα, τον ελεύθερο ρυθμικό στίχο και έγραψε πεζόμορφα ποιήματα. Ο κριτικός του 1935 προφανώς δεν είχε τι άλλο να πει… Ούτε και φανταζόταν το μέλλον.
Δεν γνωρίζουμε σήμερα, μέσα στο κρίσιμο έτος που ζούμε, αν οι πολιτικές εξελίξεις θα οδηγήσουν σε ένα ολέθριο 2016, αντίστοιχο του 1936. Ούτε γνωρίζουμε αν στη νέα χρονιά θα γεννηθούν έργα λογοτεχνικά (ή άλλης τάξεως) που μέλλει να επηρεάσουν τις επόμενες γενιές. Γνωρίζουμε όμως τουλάχιστον δύο πράγματα: πρώτον, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται – εκτός αν επαναληφθεί ως κακόγουστη φάρσα· δεύτερον, η Ιστορία μπορεί να μας διδάξει ώστε να αποφύγουμε αυτά τουλάχιστον που είναι μέσα στις δυνατότητές μας.
Πηγή: tovima.gr