Δεκατέσσερις μήνες εν πλω· πες το αλλιώς, ημέρες τετρακόσιες είκοσι οκτώ. Που μου φαίνονται χρόνοι. Και βάλε…
Μήνες δεκατέσσερις μακριά τους κι έχω αρχίσει και ολιγοψυχώ. «Η λαμαρίνα!» αποφαίνονταν οι παλαιότεροι για τη βαθιά αναστάτωση ψυχής και σώματος που κατατρώει τους ναυτικούς άμα τύχει κι έχουν σωθεί τα κουράγια τους, εν μέρει λόγω της παρατεταμένης απουσίας από την πατρίδα, και εν μέρει λόγω της εκούσιας παράδοσής τους στους αρχαίους, υδάτινους δρόμους και της διαβίωσής σε λίγα μόνο τετραγωνικά. Κι ας ανοίγεται γύρω το άπειρο γαλάζιο, ο δίχως τέλος ορίζοντας, ο χωρίς τέρμα ωκεανός που ταξιδεύει και ταξιδεύει από γενέσεως κόσμου· και ο άνθρωπος μαζί του.
Νύχτες τετρακόσιες είκοσι οκτώ, α, ας μην λογαριάσω πόσες ώρες μας κάνουν, πόσες ώρες φορτωμένες νοσταλγία και πεθυμιά. Δεν γινόταν αλλιώς όμως.
Για τη θάλασσα προοριζόμουν από νήπιο, κι ας μην έχω παράπονο, με καλοδέχτηκε, ασχέτως που εγώ τις αγάπες μου και της ψυχής μου τα υπάρχοντα τα άφησα στη στεριά.
Την αγαπώ, αφάνταστα κι αυτήν, την αγαπώ τη μεγάλη πλατιά, σεβάσμια ύπαρξή της, την κοιτώ κι αναγαλλιάζω, είτε μου αγριεύει, όταν βούλεται να καταπιεί ολόκληρο το πλεούμενο, είτε με θωπεύει με τα κάλλη της, όταν καλμάρει και απλώνει επάνω της διαμαντικά και χρυσαφικά κι εκείνον τον ασημένιο ατέρμονο πέπλο στο μεσουράνημα του ήλιου με τον οποίο είχε, ανέκαθεν, ισχυρούς δεσμούς. Πιο ισχυροί δεν γίνονται. Μήπως πρέπει κι εγώ όμως να ιδώ τι θα κάνω με τους δικούς μου ισχυρούς δεσμούς. Η απουσία τους, ένα καρφί στα σωθικά μου.
Τα μάτια τους, ούτε που μ’ αφήνουν να κοιμηθώ, ένα κυνηγητό μού παίζουν. Από την άλλη, βέβαια, με ευεργετούν γιατί μεγεθύνονται, διαρκώς πλαταίνουν κι εγώ χάνομαι απαλά μέσα τους, με ανεπαίσθητους στεναγμούς λύτρωσης.
Χρόνια στη θάλασσα, συνήθισα τη σκόνη της, τα καπρίτσια της, τα προβλήματα ή τις φιλίες με το τσούρμο που, όσο πάει, μεταβάλλεται σε μια μικρή Βαβέλ, μα σ’ ετούτο το ταξίδι τα βρήκα σκούρα. Διπλοβάρδιες, έξοδα μηδέν, στερήσεις, ένα άγχος για το χρήμα, άλλο πράγμα! Είναι ότι η αδελφή μου η Πελαγία παντρεύεται τον Αύγουστο και έχω υποχρέωση να την συνδράμω. Διότι απών διά παντός ο πατέρας· κατάκοιτη η μητέρα. Άλλος κανείς.
Μονάχα εγώ. Α, είναι και η Αννούλα, η μνηστή μου, αλλά αυτή ίσα που κερδίζει τα προς το ζην από το μισθό της στην «Κάβα» της γειτονιάς.
Γι’ αυτό στριμώχτηκα, για τούτο και ζορίστηκα. Εξ ου και νοστάλγησα. Νομίζω αβάσταχτα. Διότι το νιώθω, κατιτίς ξένο και αιχμηρό, κάτι άγνωστο ίσαμε σήμερα μου σκάβει τα σωθικά
– ιδίως το ξημέρωμα.
Σήμερα και με το παραπάνω. Σήμερα διανύουμε την 24η του μηνός Δεκεμβρίου. Παραμονή Χριστουγέννων δηλαδή.
Καμπάνες κρυστάλλινες κι ασημένιες ηχούν γύρω μου, κι ας μην είναι ορατές. Φωνούλες σαν των πουλιών, παιδικές έμπιστες φωνούλες τραγουδούν τα κάλαντα, ευωδιές λιγωτικές απ’ τα νοικοκυριά, μανουσάκια και φρεσκοπλυμένοι δρόμοι, κι η μάνα μου από το καροτσάκι της, με την καλή φανελένια ρόμπα της και με το θυμιατό,
έχει πιάσει απ’ το πρωί τα τροπάρια. Καλή φωνή είχε πάντα, αλλά κάπως ντροπαλή. Την αγαπώ τη φωνή της. Μου θυμίζει κάτι πουλάκια νεογέννητα· τρυφερούς νεοσσούς.
Εμείς εδώ στο πλοίο «Μακεδών», 23.500 μετρικών τόνων, Νηολογίου Πειραιά, ταξιδεύουμε στον Ατλαντικό ωκεανό. Ανοιχτά της Αργεντινής και, συγκεκριμένα, πλησίον της Γης του Πυρός.
Ή κοντά στην Terra del Fuego, όπως σημειώνεται στους χάρτες. Νότιο ημισφαίριο, φυσικά. Εδώθε έχουν άνοιξη προς καλοκαίρι, πλην, επειδή –όχι πολύ μακρύτερα– ορθώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και την αίγλη ο μεγαλύτερος παγετώνας της Αμερικής, ο Hellados del Patagonia με τ’ όνομα, το αεράκι είναι τσουχτερό. Αρκετά μάλιστα. Κάθομαι σ’ έναν κάβο, αγναντεύοντας τον πανάρχαιο παγετώνα, κοιτώντας τον ουρανό, το ήσυχο κύμα, τον άδειο από θαλασσοπούλια ορίζοντα, και ανυπομονώ για το βράδυ:
Στο ημίφως, που επιμένει ακόμη έξω στην παγωμένη ακινησία, θα συγκεντρωθούμε όλοι, οι μη εκτελούντες φυλακή (βάρδια), στην τραπεζαρία την ολόφωτη τώρα, κατάφορτη δε από τα πατροπαράδοτα γλυκά που ετοίμασε ο μάγειρας, συν τις «γουρουνοχαρές», που θα πει παστά, λουκάνικα, τζιεροσαρμαδάκια, και ποτά σε ποσότητες μετρημένες, και κουτσοπίνοντας και αλληλοευχόμενοι «Και του χρόνου στα σπίτια μας», με την καρδιά σταλμένη στην άκρη του κόσμου, θα γιορτάσουμε την γέννηση Εκείνου που αργότερα θα σταυρώναμε. Προηγουμένως παίρνει πάντα το λόγο ο καπετάνιος μας.
Ο καπετάν-Νεκτάριος, με τον οποίο ταξιδεύουμε μαζί χρόνους τέσσερις, συνηθίζει να τοποθετεί ευλαβικά στο τραπέζι, εμπρός του, την εικόνα του Αϊ-Νικόλα και την εικόνα της Γέννησης. Σταυροκοπιέται και μετά διαβάζει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο:
«Και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον…». Έπειτα ο Γιάννης ο Βλαντής, ναύτης, από τα Κύθηρα, με την ωραία μπάσα φωνή του ψάλλει με σεμνή συγκίνηση τα παλιά αγαπημένα τροπάρια. Τα μαγικά: «Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε λάβωμεν τα του παραδείσου εντός του σπηλαίου» και «Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, παιδίον νέον…». Κι ακόμη «Μάγοι Περσών βασιλείς» και «Δεύτε αγαλλιασώμεθα…».
Εν συνεχεία ο καπετάν-Νεκτάριος, άνθρωπος των γραμμάτων και των θαυμάτων, θα διαβάσει και απόψε πάλι, με φωνή παλλόμενη, σελίδες από τον «Χριστό στο Κάστρο» του Παπαδιαμάντη: «Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρουπή, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός…».
Θα μας κοιτάζει στα μάτια ο καπετάνιος μας. Θα ανταποδίδουμε. Ακόμη και οι Ινδοί και οι Ουκρανοί, αξιωματικοί και πλήρωμα. Κάτι θα φτερουγίζει ανάμεσά μας. Θα περιίπταται.
Θα ριπίζει ολοφάνερα τον αέρα. Ίσως οι μακρινές αγάπες μας. Ίσως το γέλιο του νεογέννητου Ιησού. Μπορεί και της Παναγιάς οι πόνοι… Δεν κατέχω.
Εγώ έχω βουλιάξει σε κάτι λιμνήσια μάτια, σε κάτι στιλπνά μυρωδάτα μαλλιά που αγαπώ και νανουρίζομαι γλυκά και πονεμένα.
Ο ουρανός έξω ακινητεί. Μήτε ένα άστρο. Μήτε ένα τρεμούλιασμα φωτός. Μόνο ο ωκεανός. Και ο ακαταδάμαστος Hellados del Patagonia.