Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν
Φτωχοί άνθρωποι
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής.
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,
σελ. 496, τιμή 22 ευρώ
Το 1941 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ένα βιβλίο γραμμένο από τον Τζέιμς Εϊτζι, άγνωστο στη χώρα μας (κανένα βιβλίο του, αν δεν κάνω λάθος, δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά). O Εϊτζι ήταν ποιητής και πεζογράφος, συγγραφέας του A Death in the Family (από τα σημαντικότερα αμερικανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα). Υπήρξε ακόμη ικανότατος δημοσιογράφος, κινηματογραφικός κριτικός και σεναριογράφος. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν Let Us Now Praise Famous Men (μετάφραση του «Αινέσωμεν δη άνδρας ενδόξους» από τη Σοφία Σειράχ της Παλαιάς Διαθήκης). Περιέγραφε την άθλια ζωή τριών οικογενειών ακτημόνων (επιμορτών) αγροτών στον αμερικανικό Νότο το 1936 και περιείχε ένα πλήθος εκπληκτικών φωτογραφιών του Γουόκερ Εβανς.
Ο συγγραφέας και ο φωτογράφος, απεσταλμένοι του περιοδικού Fortune, μετέβησαν στον ταλαιπωρημένο από την ξηρασία και τις αμμοθύελλες Νότο προκειμένου να ετοιμάσουν ένα ρεπορτάζ για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή. Το ρεπορτάζ δεν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό, αλλά ο Εϊτζι το επεξέτεινε και το εξέδωσε σε βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1941 και πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Σήμερα όμως διδάσκεται στα πανεπιστήμια και σε όλες τις σχολές δημοσιογραφίας ως υπόδειγμα υψηλής δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας.
Το βιβλίο αυτό υπήρξε το πρότυπο ή καλύτερα η αφορμή που ώθησε τον Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν, έναν από τους πλέον ταλαντούχους σύγχρονους συγγραφείς των ΗΠΑ, για το δικό του αντίστοιχο Φτωχοί άνθρωποι που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2007. Τώρα και στη γλώσσα μας σε εξαίρετη μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή.
Παρέθεσα τα στοιχειώδη πληροφοριακά γιατί ο έλληνας αναγνώστης δεν θα καταλάβει τις αναφορές του Βόλμαν στο βιβλίο του Εϊτζι, που, καθώς λέει, «η ανάγνωσή του ισοδυναμεί με χαστούκι», όπως και τους λόγους για τους οποίους και στο δικό του βιβλίο περιλαμβάνει 128 φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος.
Η ισόβια φτώχεια
Αν όμως ο Εϊτζι έγραψε με πάθος και στοχαστική ματιά «μια συγκεκριμένη ενσάρκωση της φτώχειας», ο στόχος του Βόλμαν ήταν διαφορετικός: θέλησε να γράψει ένα βιβλίο «για την ισόβια, αθέλητη φτώχεια» που συνάντησε τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 σε πλήθος χώρες. Τις παραθέτω: Ταϊλάνδη, Υεμένη, Κολομβία, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ιαπωνία, Αφγανιστάν, Μπούρμα, Βιετνάμ, Ουγγαρία, Πακιστάν, Ινδία, Κολομβία, Ιράκ, Σερβία, Αυστραλία, Δημοκρατία του Κονγκό, Βοσνία, Μεξικό, Πακιστάν, Φιλιππίνες, Καζακστάν, Κένυα.
Δοκίμιο χαρακτηρίζει το βιβλίο του ο Βόλμαν. Με βάση ωστόσο τα ευρωπαϊκά πρότυπα πρόκειται για ένα σκληρό και συγκινητικό πρισματικό ρεπορτάζ, απαλλαγμένο εν τούτοις από αισθηματολογίες. Και αναφέρεται στην υποκοινωνία όπως την αντιλαμβάνονται τόσο οι εντός όσο και οι εκτός των αόρατων τειχών της, στη δυστυχία δίπλα μας.
Ποιοι είναι όμως οι φτωχοί; Ασαφαλώς και υπάρχει κλιμάκωση στη φτώχεια. Το επίπεδό της ορίζεται ανά χώρα από τη στατιστική αλλά, αν θελήσει κανείς να μιλήσει για τη φτώχεια ως παγκόσμιο φαινόμενο, ως τη χειρότερη πληγή του πολιτισμού, θα πρέπει να καταδυθεί στο υπόστρωμά της, εκεί όπου ζουν τα μαύρα πρόβατα, οι παρίες. Και αυτό κάνει ο Βόλμαν. Οι φτωχοί του είναι οι ζητιάνοι, οι πόρνες των άθλιων παραγκουπόλεων και των υποβαθμισμένων προαστίων, οι άστεγοι, οι απόκληροι, όσοι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, δεν ελπίζουν σε τίποτε, δεν περιμένουν τίποτε. Σε αυτούς απευθύνει το ερώτημα (που είναι και το λάιτ μοτίβ του βιβλίου): «Γιατί είσαι φτωχός». Και οι απαντήσεις που παίρνει είναι κάποτε το ίδιο θλιβερές με τη ζωή εκείνων που ρωτά.
Η μοίρα των φτωχών
«Ο ΟΗΕ καταγράφει τις ακόλουθες “διαστάσεις της φτώχειας”: μικρό προσδόκιμο ζωής, αναλφαβητισμός, κοινωνικός αποκλεισμός, έλλειψη υλικών πόρων» γράφει ο Βόλμαν και στη συνέχεια προσθέτει στα παραπάνω τον δικό του κατάλογο που περιλαμβάνει την αορατότητα, την παραμόρφωση, την απομόνωση, την εξάρτηση, τη ροπή προς τα ατυχήματα, τον πόνο, την απάθεια και την αποξένωση.
Την αορατότητα εκφράζουν οι κρυμμένες από την μπούρκα και το τσαντόρ γυναίκες στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν. Οι μαρτυρίες των γυναικών που κατέγραψε ο Βόλτμαν όταν επί Ταλιμπάν επισκέφθηκε το Αφγανιστάν είναι συγκλονιστικές. Η σωματική παραμόρφωση «διευκολύνει τον διαχωρισμό ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς» γράφει. Είναι η ορατή φτώχεια – και είναι τρομακτική.
Η απομόνωση ορίζει τη ζωή των φτωχών μεταναστών, την κοινωνική τους «ταυτότητα». Η εξάρτηση είναι η μοίρα του φτωχού επειδή μόνον ο πλούσιος έχει το προνόμιο να είναι ο εαυτός του, να στηρίζεται δηλαδή στις δικές του δυνάμεις. Ο φτωχός δεν διαθέτει καμία δύναμη και επομένως εκ των πραγμάτων παρουσιάζει μια ροπή προς τα ατυχήματα, ροπή που την προκαλούν οι συνθήκες της ζωής του βεβαίως. Πόνος είναι και η πείνα, δηλαδή η ζωή των φτωχών. Όπως και η πρόωρη γήρανση από την οποία πάσχουν οι φτωχοί, που θεωρούν τον εαυτό τους γέρο στα σαράντα τους χρόνια, μια ηλικία στην οποία οι ευκατάστατοι ζουν τη δεύτερη νεότητά τους.
Όταν αυτά είναι μια κατάσταση πραγμάτων, η απάθεια η οποία χαρακτηρίζει τους παρίες παρουσιάζεται σχεδόν αναπόφευκτη. Και οδηγεί αναπόφευκτα στην απομείωση της συνείδησης. Όπως και στην αποξένωση, τη «θεμελιώδη εμπειρία της φτώχειας».
Ρεπορτάζ-αυτοψία
Οι παρατηρήσεις τούτες του Βόλμαν αντλούνται από τις ιστορίες των φτωχών που γνώρισε από πρώτο χέρι. Σε πολλούς από όσους δέχθηκαν να του μιλήσουν έδωσε χρήματα, κατά κανόνα παρουσία διερμηνέων. Το βιβλίο του προέκυψε από ένα μακροχρόνιο και έκκεντρο σε πρώτη ανάγνωση ρεπορτάζ – και ρεπορτάζ σημαίνει αυτοψία. Η πρισματική καταγραφή των εμπειριών του και οι μετρημένες κρίσεις του συνδυάζονται με μια εξαίρετη αφήγηση που σπάνια συναντά κανείς την σήμερον ημέρα. Δεν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς ικανοί να γράψουν για την παγκόσμια υποκοινωνία με τον τρόπο που γράφει ο ίδιος.
Από τις καλύτερες σελίδες του είναι εκείνες του 15ου κεφαλαίου με τίτλο Εγκλημα χωρίς εγκληματίες, ένα ρεπορτάζ που σπάει κόκαλα για την πετρελαιούπολη Ατιράου του Καζακστάν. «Όπου επιχειρούν οι πετρελαϊκές εταιρείες υπάρχει πάντοτε μια πετρελαιούπολη εκεί κοντά» γράφει ο Βόλμαν. Η πόλη Ατιράου είναι ένα γκέτο γεμάτο βρώμικο χιόνι, «σαν Χριστούγεννα στη φυλακή», όπου κυριαρχούν στήλες καπνού και φωτιάς και μυρουδιά θείου, όπου από τις 4.000 κατοίκους της το 80% είναι άρρωστοι και μερικές φορές τα μαλλιά των παιδιών ασπρίζουν ανεξήγητα.
Η ψευδής συνείδηση
Ο Μαρξ έγραψε πως η αλλοτρίωση είναι το θεμέλιο της ψευδούς συνείδησης, δηλαδή της ιδεολογίας (ενός συστήματος διαστρεβλωμένων και παραπλανητικών ιδεών) που σε συνδυασμό με τη βία (η οποία προέρχεται από την κρατική εξουσία) στηρίζει την κυριαρχία της άρχουσας τάξης. Ο Βόλμαν αντιλαμβάνεται την ψευδή συνείδηση ως«κατηγορία που εκτοξεύεται ενάντια στις αντιλήψεις και στις εμπειρίες των άλλων όποτε θέλουμε να ισχυριστούμε ότι εμείς ξέρουμε το καλό τους καλύτερα από τους ίδιους».
Δεν είναι όλοι οι φτωχοί ίδιοι επειδή είναι φτωχοί. Κάποιοι από όσους συνάντησε ο Βόλμαν αρνήθηκαν να πάρουν τα χρήματα που τους προσέφερε από υπερηφάνεια, η οποία όμως, καθώς εύστοχα παρατηρεί, είναι το άλλο όνομα της ντροπής. Άλλοι μισούν τον εαυτό τους και δεν το ομολογούν. Άλλοι πιστεύουν ότι γεννήθηκαν σε κακή εποχή, άλλοι πως είναι θύματα μιας κακής σύμπτωσης, άλλοι πως είχαν κακό κάρμα κι άλλοι πως υπήρχαν πάντοτε και θα υπάρχουν πάντα πλούσιοι και φτωχοί.
Το 22ο (προτελευταίο) κεφάλαιο ο Βόλμαν το τιτλοφορεί «Πιστεύω πως είσαι πλούσιος»προσθέτοντας από κάτω ένα ερωτηματικό. Είναι ένας διάλογος με τους υποθετικούς αναγνώστες του, στους οποίους εξομολογείται εμμέσως πως στα πρόσωπα των φτωχών που συνάντησε είδε μια πλευρά του εαυτού του. Ότι όσα έγραψε είναι «φληναφήματα της καρδιάς», μια ποιητική της θλίψης και της αγανάκτησης θα έλεγα, για τούτο και«φτωχοί και πλούσιοι αυτό που έχουμε κοινό είναι η θνητή ασημαντότητά μας». Πρόκειται για το αίσθημα ενοχής που έχει κάποιος όχι τόσο απέναντι στους φτωχούς αλλά επειδή υπάρχει η έσχατη φτώχεια. Γι’ αυτό και στο κοινότοπο «η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία» προσθέτει την αμείλικτη φράση: «Και μετά τι;».
Οι Φτωχοί άνθρωποι είναι απαισιόδοξο βιβλίο, γραμμένο από συγγραφέα που ενώ νοιάζεται για τους ανθρώπους, καταλήγει να αμφισβητήσει την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Το 2005 λ.χ. συναντά έναν άστεγο Ιάπωνα και τον ρωτά γιατί άλλοι είναι πλούσιοι και άλλοι φτωχοί. «Ε, τα λεφτά απλώς πάνε εκεί που πάνε» λέει ο τελευταίος. Και όταν τον ρωτά «γιατί θέλουν να σας διώξουν από εδώ» εκείνος του απαντά: «Δεν θέλουν να έχουν άστεγους εδώ αυτή τη χρονιά. Έχουν πάρει από τον προϋπολογισμό πεντακόσια εκατομμύρια γεν (σ.σ.: περίπου πέντε εκατομμύρια δολάρια) για να μας απομακρύνουν». Έτσι κλείνει το 23ο και καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου. Που σημαίνει ότι η φτώχεια είναι το κακό φάντασμα του πλούτου.
Πηγή: tovima.gr