Το μονόγραμμα

21.3.2015_Το μονόγραμμαΘα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου. 

Οδυσσέας Ελύτης «Το Μονόγραμμα» (ανάλυση ποιήματος)

Τα χρόνια της διαμονής του στο Παρίσι 1969 – 1971 ο Οδυσσέας Ελύτης συνθέτει «Το Μονόγραμμα» που έμελλε να περάσει στη συνείδηση των αναγνωστών ως ένα από τα ερωτικότερα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο θα τυπωθεί αρχικά (1971) στις Βρυξέλλες και τον αμέσως επόμενο χρόνο στην Ελλάδα (1972).

Στα 60 του χρόνια ο ποιητής θα δημιουργήσει έναν ερωτικό ύμνο γεμάτο νεανικότητα και πάθος, που κατορθώνει ν’ αποδώσει ακόμη και τις πιο λεπτές εκφάνσεις του ερωτικού συναισθήματος. Κινούμενος σε δύο βασικές θεματικές: α) στην ιδέα πως στο πρόσωπο της αγαπημένης του βρίσκει το απολύτως αναγκαίο συμπλήρωμα του εαυτού του, το άλλο του μισό, και β) στην αίσθηση πως ο κόσμος δεν είναι ακόμη έτοιμος να δεχτεί έναν έρωτα τέτοιας έντασης και αγνότητας, ο ποιητής μιλά στην εσώτατη προσδοκία κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να βρει το ιδανικό του ταίρι για να ζήσει έναν έρωτα ανέλπιστα μοναδικό, έναν έρωτα πρωτόφαντο.

Ο τίτλος

Μονόγραμμα είναι ένα γράμμα ή ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων γραμμάτων, συνήθως τα αρχικά ονόματος, για τη δημιουργία μιας σφραγίδας. Μπορούμε οπότε να σκεφτούμε το μονόγραμμα ως τα αρχικά του ονόματος της αγαπημένης του ποιητή ή το συνδυασμό των αρχικών γραμμάτων από τα ονόματά τους, σε μια σφραγίδα που φτιάχνει ο έρωτας, φέρνοντας του δύο αγαπημένους για πάντα μαζί.

Η υπόθεση του ποιήματος

Ο Ελύτης δημιουργεί εδώ μια σύγχρονη ερωτική τραγωδία, με ελλειπτική όμως αποτύπωση του μύθου, ώστε ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να βρει τις δικές του προεκτάσεις και να ταυτιστεί με ποικίλους τρόπους με το ερωτευμένο ζευγάρι. Τα βασικά σημεία, πάντως, είναι πως οι δύο ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν μια σφοδρή εναντίωση στον έρωτά τους από τους άλλους ανθρώπους, σε σημείο που η κοπέλα, μη αντέχοντας προφανώς την κατακραυγή, αυτοκτονεί. Ο τρόπος που πεθαίνει η κοπέλα υπονοείται στο ποίημα με τη διακειμενική αναφορά στην Οφηλία, ενισχύοντας έτσι τη σύνδεση του ποιήματος με τις ερωτικές τραγωδίες, όπου το πρωταγωνιστικό ζευγάρι καλείται ν’ αντιμετωπίσει τις έντονες αντιρρήσεις της οικογένειας και του γενικότερου κοινωνικού περιβάλλοντος.

Ο ποιητής αφήνει ασαφή τα περισσότερα στοιχεία του μύθου, όπως για παράδειγμα το λόγο για τον οποίο ο έρωτάς τους δε γίνεται αποδεκτός, ώστε το ποίημα να είναι ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Εκείνο, άλλωστε, που κυρίως ενδιαφέρει τον ποιητή είναι η απόδοση της αγάπης, είναι ο θρήνος για την ιδανική αγάπη, για το μοναδικό αυτό έρωτα που όμοιός του δεν έχει βιωθεί ποτέ πριν.

Ό,τι επομένως προσδίδει στο ποίημα την απαιτούμενη τραγική διάσταση και φέρνει την εξιδανίκευση του ερωτικού συναισθήματος, είναι ο χαμός της αγαπημένης. Με το ποιητικό υποκείμενο να περνά στο θρήνο του από την άρνηση, όπου εμφανίζεται να βιώνει ως ευλογημένο παρόν τη συνύπαρξη με την αγαπημένη, μέχρι την τελική συνειδητοποίηση της μεγάλης απώλειας.

Ο πρόωρος θάνατος της αγαπημένης, λοιπόν, τερματίζει τον έρωτα αυτό που ξεπερνά τ’ ανθρώπινα μέτρα, προσδίδοντάς του όμως συνάμα τον αναγκαίο εξαγνισμό και διασώζοντάς τον από την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου.

Το ποίημα, αν και είναι επί της ουσίας ένας θρηνητικός μονόλογος, κερδίζει σε δραματικότητα, καθώς ο ποιητής απευθύνει όλα του τα λόγια προς την αγαπημένη γυναίκα. Έτσι με τη χρήση του β΄ προσώπου, αλλά και με τη φράση «μ’ ακούς» που λειτουργεί ως επωδός, το ποίημα λαμβάνει το χαρακτήρα μιας ερωτικής εξομολόγησης, έστω κι αν δεν υπάρχει πια η δυνατότητα να λάβει απόκριση.

Θα πενθώ πάντα -μ’ ακούς; -για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο

Ο ποιητής στην πρώτη αποστροφή του προς την αγαπημένη γυναίκα τη διαβεβαιώνει πως το πένθος του για εκείνη θα είναι παντοτινό. Μόνος του στον Παράδεισο θα πενθεί πάντα για εκείνη. Δεν υπάρχει πια για το ποιητικό υποκείμενο κανένα μέρος -ούτε καν ο παράδεισος- που να μπορεί να του προσφέρει ευτυχία ανάλογη μ’ αυτή που έζησε μαζί της.

Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα

Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

Η Μοίρα που έχει τον έλεγχο της ζωής των ανθρώπων θ’ αλλάξει τις γραμμές στην παλάμη του χεριού, θ’ αλλάξει τα γραμμένα και μαζί μ’ αυτή θα συγκατατεθεί κι ο Καιρός, θα συγκατατεθεί κι ο χρόνος, ώστε ό,τι συνέβη ν’ αλλάξει πορεία, όσο ανέκκλητο κι αν μοιάζει.

Ο Καιρός και η Μοίρα θα υποχωρήσουν μπροστά στη δύναμη της αγάπης, ώστε ό,τι συνέβη κι ό,τι ήταν αναπόφευκτο να συμβεί, ν’ αναστραφούν, δίνοντας στους αγαπημένους την ευκαιρία να είναι και πάλι μαζί.

Ο έρωτας αυτός, όσο κι αν κρίθηκε από τον κόσμο αρνητικά, όσο κι αν θεωρήθηκε ανάρμοστος, υπήρξε πάντοτε αγνός. Ο ίδιος ο ουρανός θα φανερώσει στον κόσμο τα «σωθικά» των δύο αγαπημένων, θα φανερώσει την ειλικρίνεια των προθέσεών τους και τότε η αθωότητα αυτής της αγάπης θα χτυπήσει τον κόσμο με τη δύναμη του θανάτου.

Ο κόσμος που με τη σκληρότητά του ώθησε την αγαπημένη στο πρόωρο τέλος της, θα λάβει την απάντησή του, θα μάθει την αλήθεια και τότε θα νιώσει πόσο άδικα έκρινε τους δύο αγαπημένους.

II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

Ο ποιητής έχοντας πια χάσει την αγαπημένη του πενθεί τον ήλιο, πενθεί τη ζωή, που δεν έχει πια νόημα χωρίς εκείνη, πενθεί τα χρόνια που έρχονται χωρίς οι δυο τους να είναι μαζί.

Το μόνο που του απομένει είναι η ανάμνηση των χρόνων που πέρασαν μαζί, όσα έζησε κοντά της, αν βέβαια κι αυτά είναι αλήθεια, αν συνέβησαν πράγματι, μιας κι ο πόνος του χαμού της τον κάνει ν’ αμφιβάλει ακόμη και για τις στιγμές που είχε την ευτυχία να είναι κοντά της.

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά

Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»

Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Σαν παιχνίδι του μυαλού μοιάζουν τώρα οι στιγμές της ευτυχίας τους, οι στιγμές που μιλημένα τα σώματά τους -σε πλήρη συμφωνία και αρμονία μεταξύ τους- μιλημένες κι οι βάρκες που μελωδικά έκρουαν μεταξύ τους στο νερό, δημιουργούσαν τη μουσική του έρωτα.

Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω απ’ τα νερά -ο ήχος της κιθάρας που χανόταν με κάθε νέα κατάδυση στο νερό. Τα λόγια των ερωτευμένων, τόσο οικεία και τόσο τρυφερά, τα «πίστεψέ με» και τα ερωτικά «μη», που άλλοτε ακούγονταν στον αέρα απ’ τους ίδιους, κι άλλοτε καθρεφτίζονταν στη μουσική μες τα ερωτικά τραγούδια.

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας

Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες

Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τους φράχτες

Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από

τους καταρράχτες

Τα χέρια τους, που σα δυο μικρά ζώα προσπαθούσαν να ανέβουν κρυφά το ένα στο άλλο, η λαχτάρα του ερωτικού αγγίγματος, όπου οι ερωτευμένοι αναζητούν ο ένας τα χέρια του άλλου με κάθε ευκαιρία και κάθε στιγμή.

Η γλάστρα με τη δροσιά, με τις σταγόνες δροσιάς, στις ανοιχτές αυλόπορτες απ’ όπου περνούσαν οι δυο ερωτευμένοι.

Τα κομμάτια από τη θάλασσα που τους ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαιναν οι δυο τους είτε πάνω στις ξερολιθιές είτε πίσω από φράχτες. Η συνεχής παρουσία της θάλασσας, τονίζει την καλοκαιρινή ατμόσφαιρα των εμπειριών και μπορεί να νοείται ακόμη κι ως η αλμύρα πάνω στα σώματά τους.

Κι ακόμη η ανεμώνα, το λουλούδι που βρέθηκε πάνω της, τρέμοντας τρεις φορές το μωβ -συνεκδοχή για την ανεμώνη- όπως τρεις ήταν κι οι μέρες που είχε περάσει το μικρό λουλούδι πάνω από τους καταρράχτες.

Μέσα σε λίγους στίχους ο ποιητής συμπυκνώνει εδώ τις εμπειρίες ενός καλοκαιριού, δίνοντας στιγμιότυπα απ’ τις μεταξύ τους τρυφερές συναντήσεις κι επιτρέποντας με την ελλειπτικότητα των διατυπώσεων ποικίλες προεκτάσεις στη σκέψη του αναγνώστη, που επιχειρεί να συμπληρώσει τις διάφορες εικόνες.

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό

Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά

Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Κι αν όλες αυτές οι εμπειρίες είναι αληθινές, αν όντως τις έζησε και δεν είναι αποκυήματα του πόνου του, τότε συνεχίζει να τραγουδά, συνεχίζει να υμνεί κι άλλες εικόνες που πλαισίωσαν τον έρωτά τους. Το ξύλινο δοκάρι του σπιτιού, το τετράγωνο υφαντό που κοσμούσε τον τοίχο, τη μορφή της Γοργόνας με τα ξέπλεκα μαλλιά, αλλά και τη γάτα που τους κοίταξε μες στο σκοτάδι με τα μάτια της να λάμπουν.

Πληθώρα εικόνων που ο ποιητής είχε την ευκαιρία ν’ αντικρίσει, όταν ακόμη ήταν με την αγαπημένη του. Εικόνες που τώρα αποκτούν μια διαφορετική αξία, μιας και λειτουργούν ως μέσα υπενθύμισης της μορφής και του αγγίγματός της.

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

Ο πόνος της απώλειας που ταλανίζει την ψυχή του, τον επιστρέφει σε μια πρότερη στιγμή αγνότητας, τον κάνει να αισθάνεται σαν παιδί που με λιβάνι κι ένα κόκκινο, ματωμένο, σταυρό στα χέρια -σύμβολα ικεσίας-, την ώρα που πέφτει η νύχτα στα απλησίαστα σημεία των βράχων, πενθεί για το ρούχο που άγγιξε και του ήρθε ο κόσμος, πενθεί για το πρώτο πρώτο άγγιγμα του ρούχου της, που έφερε στη ζωή του έναν ολόκληρο κόσμο.

III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

Να μπαίνω σαν Πανσέληνος

Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια

Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη

Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

Μέσ’ από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Στην 3η ενότητα του ποιήματος, ο ποιητής αίφνης αντικρίζει τον έρωτά τους, όχι ως παρελθόν, αλλά ως ευδαιμονικό παρόν. Η άρνηση της πραγματικότητας, η αδυναμία ν’ αποδεχτεί την τραγική απώλεια της αγαπημένης, τον ωθεί να μιλήσει για τον έρωτά τους, όπως θα μιλούσε τότε που ήταν μαζί και που τίποτε δεν προμήνυε τον απροσδόκητο χαμό.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα, με τόση τρυφερότητα και με τέτοιο πάθος, γιατί σ’ αγαπώ, λέει ο ποιητής στην αγαπημένη του. Κι η αγάπη αυτή του δίνει μιαν αίσθηση παντοδυναμίας, μιαν αίσθηση πως έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει για χάρη της τ’ ανθρώπινα μέτρα, προσφέροντάς της εμπειρίες πρωτόγνωρες.

Για την αγάπη της μπορεί να μπαίνει σαν την πανσέληνο, να εισχωρεί σαν το φως το φεγγαριού από παντού, ακόμη και κάτω απ’ τα ατελείωτα σεντόνια, αναζητώντας το μικρό της πόδι.

Για την αγάπη της έχει τη δύναμη να μαδάει γιασεμιά -αναφορά που φέρνει στη θύμηση την έντονη ευωδιά του λουλουδιού- και καθώς είναι αποκοιμισμένη να φυσά και με την πνοή του να τη μεταφέρει, σα να βρίσκεται σε μια βάρκα, μέσα από φωτεινά περάσματα κι από κρυφές στοές της θάλασσας, και γύρω τους να υπάρχουν δέντρα, υπνωτισμένα απ’ την ομορφιά του τοπίου, πάνω στα οποία θα λάμπουν οι ιστοί των αραχνών.

Η θέληση αυτή του ποιητή να προσφέρει στην αγαπημένη του μοναδικές εμπειρίες, που ξεφεύγουν απ’ τους περιορισμούς της πραγματικότητας, αποδίδει άριστα το συναίσθημα των ερωτευμένων που νιώθουν πως είναι ικανοί να κάνουν οτιδήποτε για το αγαπημένο τους πρόσωπο.

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα

Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς

Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»

Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Ο ποιητής δεν είναι, όμως, ο μόνος που γνωρίζει πόσο ερωτική και θελκτική είναι η αγαπημένη του, καθώς σ’ όλες τις πράξεις του έρωτα υπήρξε μάρτυρας η θάλασσα. Κι έτσι τα κύματα έχουν ακουστά πώς χαϊδεύει και πώς φιλά, γνωρίζουν τη γλυκύτητα στη χροιά της φωνής της όταν λέει ψιθυριστά το «τι» και το «ε».

Όλες αυτές οι τρυφερές στιγμές του ζευγαριού έχουν λάβει χώρα κοντά στη θάλασσα, σε σημείο που το σώμα του ποιητή κι ο τόπος να δίνονται μαζί, τα χάδια και τα φιλιά τριγύρω στο λαιμό του, κι όλα αυτά στον όρμο της θάλασσας.

Οι δυο τους συνέχεια μαζί, έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες, όπως το φως κι η σκιά.

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Η έννοια της αλληλοσυμπλήρωσης -τόσο βασική στον έρωτα- δίνεται σ’ αυτή τη στροφή με μια σειρά εικόνων, που καθιστούν σαφές πόσο αναγκαία και διαχρονική είναι οι συνύπαρξη των δύο ερωτευμένων.

Έτσι, η αγαπημένη θα είναι πάντα το αστεράκι στον ουρανό κι εκείνος το σκοτεινό πλεούμενο, η βάρκα που πλέει στα σκοτεινά, που τόσο έχει ανάγκη το φως του αστεριού.

Εκείνη θα είναι πάντα το λιμάνι, κι εκείνος το φανάρι, ο φάρος στα δεξιά, που βοηθά τα πλοία να προσεγγίσουν το λιμάνι. Εκείνη το βρεγμένο μουράγιο, η προκυμαία στην οποία καταφεύγουν οι βάρκες, κι εκείνος η λάμψη πάνω στα κουπιά.

Θα υπάρχουν πάντα μαζί, με την ίδια φυσικότητα που συνυπάρχουν πράγματα της καθημερινότητας, όπως ψηλά σ’ ένα σπίτι με αναρριχώμενα φυτά, τα δεμένα τριαντάφυλλα και το νερό που έχει αφεθεί να κρυώσει.

Πάντα εκείνη θα είναι το πέτρινο άγαλμα κι εκείνος η σκιά του αγάλματος που μεγαλώνει με το πέρασμα της ώρας. Εκείνη το γερτό πατζούρι, το μισάνοιχτο πατζούρι, κι εκείνος ο αέρας που τ’ ανοίγει τελείως.

Οι δυο τους θα συνυπάρχουν πάντοτε, με τον ποιητή να βρίσκεται εκεί για να τη συμπληρώνει, γιατί την αγαπά. Η επανάληψη του «σ’ αγαπώ» ως αιτιολόγηση της συνύπαρξής τους δίνει εμφατικά την ένταση του συναισθήματος, ενώ συνάμα καθιστά σαφές πως δε χρειάζεται να υπάρχει άλλος λόγος πέρα από την αλήθεια αυτού του συναισθήματος.

Πάντοτε εκείνη θα είναι το νόμισμα κι εκείνος θα είναι η λατρεία που θα το εξαργυρώνει. Εκείνη αποτελεί για τον ποιητή «το νόμισμα», την απόλυτη αξία της ζωής του κι εκείνος με τη λατρεία του, με την πλήρη παράδοσή του στην παρουσία της, έρχεται να επισφραγίσει την αξία της. Για κάθε εμπειρία που πλουτίζεται με τη δική της παρουσία ή απλώς και μόνο με την επίγνωση ότι εκείνη βρίσκεται κάπου κοντά του, ο ποιητής είναι πρόθυμος να «πληρώσει».

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο

Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα

Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Ο ποιητής είναι έτοιμος να πληρώσει τόσο για τη νύχτα που φιλοξενεί τον έρωτά τους, τόσο για τη βοή στον άνεμο, τόσο για τη στάλα νερού που παρασύρεται στον αέρα, τόσο για την ευδαιμονική σιγαλιά.

Τριγύρω τους η θάλασσα να δεσπόζει κι από πάνω τους η αψίδα τ’ ουρανού με τ’ άστρα, κι ο ποιητής έτοιμος να πληρώσει ακόμη και για την ελάχιστη αναπνοή της αγαπημένης του.

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο

Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα

Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου

Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι

Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο

Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

Ο ποιητής δίνει τα πάντα για χάρη του έρωτα του, μέχρι που δεν έχει πια τίποτε άλλο παρά μόνο εκείνη. Η ζωή του όλη κατακυριεύεται από εκείνη, ο ποιητής παραδίνεται πλήρως στην αγαπημένη του, με τέτοια ένταση που ο έρωτας τους αυτός μοιάζει πλέον προκλητικά διαφορετικός για τους άλλους ανθρώπους.

Μη έχοντας πια τίποτε άλλο, απομένει μες στους τέσσερις τοίχους του δωματίου, με το ταβάνι και το πάτωμα, μόνος μ’ εκείνη, να φωνάζει κατακυριευμένος απ’ τον έρωτά του για εκείνη κι η φωνή του να επιστρέφει σ’ αυτόν, να μυρίζει από εκείνη κι άνθρωποι που έρχονται σ’ επαφή μαζί του ν’ αγριεύουν. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι ό,τι μέχρι τώρα δεν έχει ξανασυμβεί, ό,τι οι ίδιοι δεν το έχουν ζήσει και δεν έχουν γνωρίσει την ομορφιά του, δεν μπορούν να το κατανοήσουν και να το αποδεχτούν.

Ό,τι έρχεται απ’ αλλού, ό,τι σηματοδοτεί μια διαφορετική θέαση του έρωτα οι άνθρωποι δεν το αντέχουν. Οι άνθρωποι δεν είναι έτοιμοι για έναν έρωτα τόσο έντονο, τόσο αγνό και τόσο πέρα απ’ τα συνηθισμένα. Γι’ αυτό κι είναι νωρίς να μιλήσει ο ποιητής για τους δυο τους, για τον έρωτα που μοιράζονται, για την πλήρη αυτή ταύτιση που μοιράζονται μεταξύ τους.

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς

Είμ’ εγώ, μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς

Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Ο ποιητής στην 4η ενότητα, όπου το μοτίβο της ερώτησης «μ’ ακούς» κλείνει σχεδόν κάθε στίχο, αισθάνεται την ανάγκη ν’ απολογηθεί στην αγαπημένη του, να της εξηγήσει, γιατί ο έρωτάς τους αντιμετωπίστηκε με τέτοια άρνηση απ’ τους ανθρώπους. Είναι, άλλωστε, η ενότητα στην οποία κορυφώνεται το ποίημα, είναι η ενότητα στην οποία ο ποιητής μιλά για το θάνατο της αγαπημένης του κι αισθάνεται τον πόνο της απώλειας να ματώνει την ψυχή του.

Είναι νωρίς ακόμη μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο για την αγάπη τους, δεν έχουν ακόμη εξημερωθεί τα τέρατα, οι άνθρωποι δεν έχουν φτάσει ακόμη στο αναγκαίο επίπεδο για να κατανοήσουν και ν’ αποδεχτούν τον έρωτά τους.

Το χαμένο αίμα του ποιητή, το αίμα της αγαπημένης του, και το μυτερό μαχαίρι -ίσως το μαχαίρι που αφαίρεσε τη ζωή της κοπέλας- διατρέχουν σαν μανιασμένο κριάρι τους ουρανούς και τσακίζουν τα κλαδιά των αστεριών. Ο πόνος του ποιητή είναι τόσο μεγάλος, ώστε αντικρίζει με οργή ακόμη και τον ουρανό. Τίποτε δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει στη θέση του, από τη στιγμή που εκείνη πέθανε.

Κρατώντας το άψυχο κορμί της αγαπημένης του ο ποιητής αναφωνεί, είμ’ εγώ, μ’ ακούς, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς. Τη διαβεβαιώνει ακόμη μια φορά και στη συνέχεια πολλές ακόμη φορές για την αγάπη του, καθώς μεταφέρει το κορμί της, καθώς της φορά το λευκό νυφικό -σύμβολο αγνότητας- της Οφηλίας.

Η Οφηλία, η ηρωίδα του Σαίξπηρ, ήταν η αγαπημένη του Άμλετ, η οποία αισθανόμενη απόλυτη αφοσίωση και λατρεία για εκείνον και μη μπορώντας να κατανοήσει την παράξενη συμπεριφορά του, αλλά και τη σκληρότητά του απέναντί της, αυτοκτόνησε.

Έτσι, μέσα από τη διακειμενική αυτή αναφορά υπονοείται πως το πρόωρο τέλος της αγαπημένης του ποιητή, ήρθε ως αποτέλεσμα μιας δικής της απονενοημένης πράξης. Γι’ αυτό κι ο ποιητής ρωτά με απελπισία που μ’ αφήνεις, που πας, αρνούμενος να δεχτεί πως η αγαπημένη του έφτασε στο σημείο να φύγει απ’ τον κόσμο με τέτοιο τρόπο, ξεχνώντας πως ό,τι κι αν συνέβαινε εκείνος βρισκόταν πάντοτε εκεί για να της κρατά το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς, πάνω απ’ τις δυσκολίες αυτής της αγάπης.

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες

Θα ‘ρθει μέρα, μ’ ακούς

Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι

Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς

Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς

Των ανθρώπων

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Θα έρθει η μέρα, προβλέπει ο ποιητής, που τα πελώρια αναρριχώμενα φυτά και οι λάβες των ηφαιστείων θα τους θάψουν μαζί και με το πέρασμα χιλιάδων χρόνων θα γίνουν λαμπερά πετρώματα, ώστε πάνω τους να καθρεφτιστεί η απονιά και η σκληρότητα του κόσμου, που την εξώθησε σε μια τέτοια πράξη.

Κι ύστερα τα πετρώματα θα γίνουν χιλιάδες κομμάτια που θα τα ρίξουν, σαν σε παιχνίδισμα, οι άνθρωποι στη θάλασσα.

Στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς

Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς

Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς

Όπου κάποτε οι φιγούρες

Των Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς

Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς

Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ’ ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε

Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς

Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Συνειρμικά ο ποιητής περνά από το πέταγμα των μικρών κομματιών στη θάλασσα, στο δικό του παρόν, όπου με οδύνη μετρά ένα ένα τα βότσαλα του πόνου του, μετρά μία προς μία τις πίκρες του και τους λόγους αυτής της ανείπωτης δυστυχίας.

Κι ο χρόνος, αν αντέξει στο πέρασμά του κάποιος, είναι μια μεγάλη εκκλησία, είναι μια δικαίωση, όπως για τις φιγούρες των αγίων που κάποτε δακρύζουν αληθινά, αποκαλύπτοντας πόσο αγνή υπήρξε η ζωή τους και πόσο δίκαιος ο καθαγιασμός τους.

Ο πόνος του ποιητή, μάλιστα, είναι τόσο δυνατός, ώστε αισθάνεται πως έρχεται κι η δική του ώρα να εγκαταλείψει τη ζωή, οι καμπάνες των εκκλησιών του ανοίγουν ένα πέρασμα για ν’ αναληφθεί στους ουρανούς, όπου τον περιμένουν άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς. Ο πόνος αυτός διασφαλίζει στον για πάντα ερωτευμένο ποιητή, μια θέση στον παράδεισο, εκεί όμως όπου η αγαπημένη του δεν μπορεί να τον ακολουθήσει. Η αγαπημένη του, που αφαίρεσε την ίδια της τη ζωή, δεν έχει θέση στον παράδεισο, δεν έχει δικαίωμα να βρεθεί κοντά στους αγγέλους, γι’ αυτό κι ο ποιητής απαρνείται ακόμη και τον παράδεισο για χάρη της.

Πουθενά δεν πάω, τη διαβεβαιώνει, οι θα διαβούμε το πέρασμα προς τον παράδεισο μαζί ή δε θα βρεθεί εκεί κανένας απ’ τους δυο μας.

Άλλωστε, αυτή τη μαρτυρική αγάπη την έζησαν κι οι δυο μαζί, το λουλούδι αυτό της καταιγίδας, της βασανισμένης αγάπης, το έκοψαν μαζί και τώρα πια δεν υπάρχει άλλο χώμα, δεν υπάρχει άλλο μέρος στη γη ή στ’ αστέρια, όπου θα μπορούσε να ξαναγεννηθεί μια τέτοια αγάπη. Πουθενά δεν υπάρχει ο αέρας που άγγιξαν οι δυο τους, πουθενά δεν υπάρχουν οι συνθήκες για να δημιουργηθεί ξανά ένας έρωτας τέτοιας έντασης και τέτοιου πάθους

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς

Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς

Μες στη μέση της θάλασσας

Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς

Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου, άκου

Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;

Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

Κανένας κηπουρός, ποτέ μέχρι τώρα, δεν είχε την ευκαιρία μέσα από τόσο χειμώνα και μέσα από τόσους βοριάδες, μέσα σε τόσο αντίξοες συνθήκες και με τόσο έντονη την αντίθεση του κόσμου, να δημιουργήσει ένα λουλούδι, να δημιουργήσει μιαν αγάπη, όπως τα κατάφεραν οι δυο τους που αντιμετώπισαν το μίσος και την κατακραυγή των ανθρώπων.

Με μόνη τη δύναμη της αγάπης τους κατόρθωσαν να ανεβάσουν ένα ολόκληρο νησί, να δημιουργήσουν έναν ολόκληρο κόσμο για τους δυο τους, ένα νησί με σπηλιές, με κάβους και γκρεμούς γεμάτους ανθισμένα λουλούδια. Μια τέτοια αγάπη δεν υπήρξε ποτέ πριν και δε θα υπάρξει ποτέ ξανά, γι’ αυτό κι ο ποιητής θρηνεί, θρηνεί με πλήρη συναίσθηση πως ό,τι έχασε δε θα μπορέσει να το βρει, δε θα μπορέσει να το ζήσει ποτέ ξανά.

Έτσι, είναι αυτός που μιλά στα νερά, είναι αυτός που κλαίει και την αναζητά, είναι αυτός που τη φωνάζει και κλαίει, γιατί την αγαπά. Κι ο θρήνος του μένει χωρίς απάντηση, γιατί εκείνη δεν τον ακούει πια.

V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους

Από τι να ‘ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού

Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου

Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ‘ρθω

Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Στην 5η ενότητα του ποιήματος, κι αφού έχει προηγηθεί ο δραματικός θρήνος για την απώλεια της αγαπημένης, ο ποιητής περνά στην εξύμνηση του σωματικού και ψυχικού κάλλους της κοπέλας.

Η αγαπημένη του υπήρξε για εκείνον πάντοτε ένα υπέροχο αίνιγμα, καθώς συνδύαζε τόσο μυστηριώδεις αρετές, που είχαν κατορθώσει να εγκλωβίσουν την κάποτε ανυπόταχτη καρδιά του.

Για σένα, λέει ο ποιητής, για το δικό σου μυστήριο, έχω μιλήσει σε παλιούς καιρούς, σα να σε προσδοκούσα χρόνια προτού έρθεις, με σοφές παραμάνες αλλά και με άντρες που έχουν αποσυρθεί από τη μάχη, έχω μιλήσει με γυναίκες που έχουν μεγαλώσει πολλά παιδιά και γνωρίζουν τα κρυφά της ανθρώπινης φύσης κι έχω μιλήσει με άντρες που έχουν γυρίσει απ’ τους κινδύνους του πολέμου.

Κι έχω ρωτήσει από που μπορεί να πηγάζει η θλίψη του αγριμιού στο βλέμμα σου, τι μπορεί να είναι αυτό που σε κάνει να φαίνεσαι τόσο θλιμμένη, σαν μοναχικό αγρίμι που δεν έχει μάθει τη χαρά της συντροφιάς και πώς γίνεται στο πρόσωπό σου να καθρεφτίζεται το τρεμάμενο νερό, πώς γίνεται να μοιάζεις τόσο άπιαστη σα να βρίσκεσαι σε μια διαρκή κίνηση, σε μια διαρκή αναζήτηση νέων τόπων.

Κι εγώ, πώς είναι γραφτό να έρθω κοντά σου, εγώ που δεν αναζητώ την αγάπη και που το μόνο που θέλω είναι η ελευθερία του ανέμου, τον καλπασμό της ανοιχτής θάλασσας που δεν τη δεσμεύει τίποτα.

Πώς γίνεται οι δυο ψυχές μας, που δεν πόθησαν ποτέ τη συνύπαρξη, ν’ αναζητήσουν η μία την άλλη;

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει

Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι

Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα

Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Παρά τις ερωτήσεις του ποιητή, παρά την αναζήτησή του για μιαν απάντηση, κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ τίποτε για την αγαπημένη του, κανείς δεν την γνώριζε, κανείς δεν είχε δει κάτι ανάλογο, ούτε το δίκταμο (φυτό που ευδοκιμεί στο όρος Δίκτη της Κρήτης) ούτε το μανιτάρι στα μέρη τα ψηλά της Κρήτης.

Για να βρεθεί ο ποιητής κοντά στην αγαπημένη του, μόνο ο ίδιος ο Θεός δέχτηκε να τον καθοδηγήσει, μόνο εκείνος κατόρθωσε να ενώσει τις ζωές τους.

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλο το γύρο

Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά

Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού

Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου

Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό

Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο

Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς

Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής

Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Ο Θεός καθοδήγησε το χέρι του ποιητή σ’ όλο το γύρο του προσώπου της, στα μαλλιά, στους κόλπους του κορμιού της, πιο εδώ, πιο εκεί, παντού προσεχτικά, για να μην τρομάξει εκείνη, για να μην διαφύγει αναζητώντας εκ νέου την ελευθερία της.

Το σώμα της σαν πεύκο που έχει μάθει να ζει μόνο του, κυμάτιζε στο λόφο, και στα μάτια της η περηφάνια της αδάμαστης ψυχής, μια ψυχής διάφανης, που δεν έχει μυστικά, που δεν έχει τίποτε να κρύψει.

Μια γυναίκα ελεύθερη, που δεν μπορούσε να κρατηθεί δέσμια, ακόμη κι όταν βρισκόταν μέσα στο σπίτι, έχοντας γύρω της όλα τα έπιπλα και τα καθημερινά αντικείμενα ενός σπιτιού: το παλιό σκρίνιο, τις κιτρινισμένες δαντέλες και το κυπαρισσόξυλο να δεσπόζει στην παλιά κατασκευή.

Μια γυναίκα απρόβλεπτη, που δεν μπορούσε κανείς να γνωρίζει ποια θα είναι η επόμενη πράξη της, κι ο ποιητής μόνος του να περιμένει που θα τη δει να εμφανίζεται, που έχει καταφύγει αυτή τη φορά, ψηλά στο δώμα του σπιτιού ή έξω στις πλάκες της αυλής.

Μια γυναίκα τόσο ανεξάρτητη, τόσο δυναμική που έμοιαζε στα μάτια του ποιητή σαν να προβάλει έξαφνα μπροστά του με το άλογο του Αγίου -αναφορά σε κάποιον από τους αγίους που παρασταίνονται συνήθως έφιπποι- κρατώντας το παραδοσιακό αυγό της αναστάσιμης Κυριακής -εδώ πιθανότατα ως χρονικός προσδιορισμός ή ως συνειρμική σύνδεση με την αναφορά στον Άγιο.

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή

Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει

Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια

Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο

Για σένα ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια.

Μια εμβληματική εικόνα, σαν να είναι βγαλμένη από μια τοιχογραφία καταστραμμένη, σα να έρχεται δηλαδή η ψυχή αυτής της κοπέλας από περασμένους καιρούς. Τόσο μεγάλη, τόσο δυνατή, όσο τη θέλησε η μικρή ζωή, όσο της επέτρεπαν τα περιορισμένα όρια της σύντομης ανθρώπινης ζωής.

Μ’ ένα μεγαλείο και μια εσωτερική ζωική ορμή πρωτόγνωρη, που της επέτρεπε μες στο μικρό κερί της ανθρώπινης υπόστασης να κρύβει τη στεντόρεια, την τεράστια λάμψη ενός ηφαιστείου.

Μια ύπαρξη τόσο μοναδική που ποτέ πριν κανείς δεν είχε δει, δεν είχε γνωρίσει κάτι αντίστοιχο. Πουθενά και κανείς ούτε στα ερειπωμένα πια σπίτια, ούτε ο πεθαμένος πρόγονος, που είναι θαμμένος στην άκρη του αυλόγυρου, ούτε η σοφή γερόντισσα με τα βότανα, δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν ένα πλάσμα τόσο ξεχωριστό.

Ποτέ στα χρόνια που πέρασαν και στα χρόνια που θα έρθουν, ποτέ κανείς δε γνώρισε, δεν είχε ακούσει, για μια τέτοια γυναίκα, τόσο όμορφη, τόσο δυναμική και γεμάτη ζωντάνια, για μια γυναίκα που ξεπέρασε με τον πλούτο της ψυχής της τ’ ανθρώπινα μέτρα.

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική

Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη

Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο

Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση

Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

Γι’ αυτή την υπέροχη γυναίκα μόνο ο ποιητής γνωρίζει, ίσως κι μουσική, η μελωδία της ψυχής του, η αρμονία των συναισθημάτων που γεννιούνται στην ψυχή του κάθε που τη σκέφτεται, κι ενώ εκείνος προσπαθεί να την αποδιώξει, εκείνη επιστρέφει ακόμη πιο δυνατή.

Γι’ αυτή την αγαπημένη γυναίκα μόνο το στήθος του δωδεκάχρονου κοριτσιού, που μόλις τώρα σχηματίζεται, κι είναι στραμμένο ψηλά με την κόκκινη θηλή του, γνωρίζει, μόνο το στήθος του κοριτσιού που έχει μέσα του εν δυνάμει τη μελλοντική προοπτική να φτάσει σ’ ένα ανάλογο επίπεδο τελειότητας.

Για την αγαπημένη γυναίκα, γνωρίζει μόνο η μυρωδιά, το ισχυρό αυτό ερέθισμα της μνήμης, που σαν καρφίτσα τρυπά στο σώμα το κέντρο της θύμησης και φέρνει τον ποιητή αιώνες πίσω, στο χώμα (πηγή της ζωής), στα περιστέρια (σύμβολο της ελευθερίας) στην αρχαία γη (στην πηγή της περηφάνιας μιας, στη μόνη εποχή που θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει και να έχει αποδεχτεί μια τόσο μοναδική ύπαρξη).

VI

Έχω δει πολλά και η γη μέσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη

Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς

Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα

Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα

Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς

Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά

της θάλασσας.

Στην 6η ενότητα του ποιήματος ο ποιητής ολοκληρώνει τον ύμνο στην αγαπημένη του και συνάμα την αποχαιρετά.

Ο ποιητής, αν κι έχει δει πολλά μέρη στη ζωή του, συνειδητοποιεί πως η γη, ο κόσμος, του φαίνεται ωραιότερος μέσα απ’ το πρίσμα της σκέψης, που πια έχει γεμίσει απ’ τη δική της παρουσία. Έτσι, είναι ωραιότερη η κοφτερή πέτρα, αν ιδωθεί μέσα από τους χρυσούς ατμούς, μέσα από τους υδρατμούς του νερού, τη στιγμή που λούζονται στο φως του ήλιου. Είναι ωραιότερα τα σκοτεινά σημεία των ισθμών κι οι στέγες των σπιτιών που από μακριά μοιάζουν σα να βρίσκονται μέσα στα κύματα, ακόμη κι οι αχτίνες του ήλιου μοιάζουν ωραιότερες, αν σκεφτεί πως πάνω σ’ αυτές περνά εκείνη, χωρίς να χρειάζεται να πατάει κάπου, σαν την ανίκητη Θεά της Σαμοθράκης που πετά πάνω από τα βουνά της θάλασσας.

Όλος ο κόσμος καθαγιάζεται και αποκτά μια νέα αμόλυντη ομορφιά, τη στιγμή που εκείνη περνά από πάνω του, τη στιγμή που η ψυχή της γεμίζει κάθε σημείο της γης.

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί

Να ‘χει ο χρόνος όλος αθωωθεί

Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει

Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί

Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!

Με τέτοια ένταση και με τέτοια αγάπη σ’ έχω κοιτάξει, λέει ο ποιητής στην αγαπημένη του, ώστε μου αρκεί να έχει αθωωθεί όλος ο χρόνος. Μια υπέροχη δήλωση αγάπης, που σημαίνει πως για εκείνον, η ομορφιά της αγαπημένης του, η ευλογία της παρουσίας του υπήρξε αρκετή, ώστε ό,τι έχει συμβεί, όλα τα χρόνια που έχουν περάσει, να έχουν αποκτήσει μια νέα αγνότητα, μια πηγαία αθωότητα. Εφόσον εκείνη γεννήθηκε και υπήρξε, τότε ο χρόνος βρίσκει τον εξαγνισμό του για οτιδήποτε άλλο έχει κάνει, όσο κακό κι αν υπήρξε αυτό.

Ο χρόνος, η ίδια η ζωή, αθωώνεται στο αυλάκι που αφήνει το πέρασμα της αγαπημένης, στην επενέργεια της παρουσίας της, κι ψυχή του ποιητή σαν άπειρο δελφίνι, ακολουθεί αυτό το πέρασμα και παίζει με το άσπρο και το γαλάζιο.

Ο ποιητής σταδιακά αποδέχεται την απώλεια της αγαπημένης, παύει το θρήνο του και αναγνωρίζει τη μόνη αλήθεια που του απομένει, πως ό,τι κι αν συνέβη, τουλάχιστον είχε την ευτυχία να γνωρίσει αυτή την υπέροχη γυναίκα, είχε την ευτυχία να υπάρξει μαζί της. Έτσι, αντί να κατηγορεί τη ζωή που του στέρησε την αγαπημένη του, αντί να κατηγορεί το χρόνο που του την πήρε μακριά του, βρίσκει μέσα του τη δύναμη να αναγνωρίσει πως ο χρόνος είναι συνάμα κι αυτός που την έφερε στη ζωή του.

Ο χρόνος αθωώνεται, γιατί είναι αυτός που του χάρισε την ύψιστη ευδαιμονία της αγάπης αυτής, όσο λίγο κι αν κράτησε, γιατί ακόμη κι η σύντομη αυτή συνύπαρξη άρκεσε για να γεμίσει τη ζωή του ποιητή με ευτυχία και νόημα.

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί

Πριν από την αγάπη και μαζί

Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι

Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί

Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού

Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς

τον Παράδεισο!

Η επίγνωση πως είχε την ευκαιρία αυτής της συνύπαρξης, αυτού του έρωτα, κάνει τον ποιητή να αισθάνεται πως τελικά δεν είναι χαμένος, έχει νικήσει, ακόμη κι εκεί που κάποτε φάνηκε πως έχει ηττηθεί. Μια υπέροχη νίκη η ζωή του και πριν γνωρίσει τη μοναδική αγάπη κι όταν επιτέλους οι δυο τους ήτα μαζί. Νίκη για τη ρολογιά, για το χρόνο, νίκη και για την τριανταφυλλένια κλωστή, για το αρμονικό δέσιμο της μοίρας.

Πήγαινε, λοιπόν, της λέει ο ποιητής, πήγαινε κι ας έχω εγώ χαθεί, ας έχω απομείνει μόνος μου. Πήγαινε κι ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο, κι ας ήσουν δηλαδή τόσο νέα. Κι ας απομείνω μόνος εγώ, κι ας είμαι η πατρίδα, ο κόσμος σου, που θα σε πενθεί.

Ας είναι τα λόγια που έγραψα, τα λόγια που είπα τα μόνα που θα σε υμνούν, που θα κρατούν ένα δαφνόφυλλο για σένα. Ας είναι ο αέρας δυνατός και το βότσαλο μοναχικό στη διαρκή κίνηση του σκοτεινού βυθού, ας είναι μόνος κι ο ψαράς, ο θεϊκός δημιουργός, που ανέβασε στον κόσμο τον Παράδεισο που ζήσαμε κι ύστερα τον έριξε πάλι πίσω στο χρόνο.

Ας παραμείνουν, δηλαδή, όσα ζήσαμε μοναδικά, κι ας μη χρειαστεί να γευτεί κάποιος άλλος την επώδυνη ευλογία μιας τέτοιας αγάπης, που φέρνει μαζί της και τέτοιο πόνο.

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ

Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό

Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Η 7η και τελευταία ενότητα του ποιήματος είναι μια υπόσχεση, μια κρυφή προσδοκία για μια μελλοντική συνάντηση, έξω από τα όρια του χρόνου, στον Παράδεισο, εκεί όπου ο ποιητής έχει βρει ένα νησί, ίδιο με την αγαπημένη του, κι ένα σπίτι που έχει μια πόρτα μικρή, αλλά ένα κρεβάτι μεγάλο, για να μπορούν να μένουν διαρκώς μαζί.

Κι έχει ρίξει ο ποιητής στ’ άπατα, στα πιο βαθιά σημεία του χρόνου μιαν ηχώ, μια κραυγή του πόνου, αλλά και της αγάπης του, για να κοιτάζει σ’ αυτή κάθε πρωί που ξυπνά τη ζωή του, για να βλέπει και να θυμάται καθημερινά ποιος ήταν και ποια χαρά είχε γευτεί.

Μιαν ηχώ της αγάπης του, για να μπορεί να τη βλέπει συνέχεια, μισή να περνά στο νερό της γης, δέσμια της ανθρώπινης υπόστασής της, και μισή να την κλαίει αιώνια μες στον Παράδεισο.

18.3.2015_«Θέ μου πόσο μπλε ξοδεύεις, να μη σε βλέπουμε !_1

Οδυσσέας Ελύτης

Το πραγματικό του όνομα είναι Οδυσσέας Αλεπουδέλης και γεννήθηκε το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, αλλά η καταγωγή του ήταν από την Λέσβο. Το 1914 η οικογένεια Αλεπουδέλη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του ο νεαρός Οδυσσέας και στη συνέχεια άρχισε πανεπιστημιακές σπουδές στη Νομική Σχολή που τις εγκατέλειψε το 1936 για να υπηρετήσει τη θητεία του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Στα γράμματα ο Ελύτης εμφανίστηκε το 1935, δημοσιεύοντας ποιήματά του στο περιοδικό “Τα Νέα Γράμματα” που συγκέντρωνε τους περισσότερους λογοτέχνες της ονομαζόμενης “Γενιάς του Τριάντα”. Η γνωριμία του τον ίδιο χρόνο με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ενίσχυσε τις επαναστατικές υπερρεαλιστικές του απόψεις. Κατά την ιταλική επίθεση το 1940 κατά της Ελλάδας κατατάχτηκε στο στρατό και πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας. Στην κατεχόμενη Αθήνα έγραψε τον “Ήλιο τον πρώτο” και τα πρώτα σημαντικά πεζά του. Από το 1948 ως το 1951 πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια στη δυτική Ευρώπη, με ορμητήριο το Παρίσι, όπου, μέσα στο εχθρικό γι’ αυτόν κλίμα της υπαρξιακής στράτευσης, στερεώθηκαν οι δικές του πεποιθήσεις, αυτές που διακυρύσσονται στο “Άξιον Εστί”. Το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου, ανάμεσα στο σύνθημα “η φαντασία στην εξουσία” που εξήγγειλε η επανάσταση του Μάη, και τη δυσφορία για την Απριλιανή δικτατορία στην Ελλάδα, έγραψε τα ποιήματα “Το φωτόδεντρο”, “Το μονόγραμμα”, “Ο ήλιος ο ηλιάτορας”, “Τα ρω του έρωτα”. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1971. Την περίοδο αυτή και ως την βράβευσή του το 1979 από τη Σουηδική Ακαδημία με το Βραβείο Νόμπελ, έγραψε πεζά κείμενα για το Θεόφιλο (“Ο ζωγράφος Θεόφιλος”, 1973), τον Παπαδιαμάντη (“Η μαγεία του Παπαδιαμάντη”, 1974), τον Εμπειρίκο (“Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο”, 1979) και το “σκηνικό ποίημα” “Η Μαρία Νεφέλη” (1978). Πριν και ύστερα από το διεθνές βραβείο, ανακηρύχτηκε διδάκτορας από διάφορα πανεπιστήμια, όπως της Θεσσαλονίκης (1975), του Παρισίου (Σορβόνη, 1980) και του Λονδίνου (1981). Άλλα έργα του: “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” (1945), “Καλοσύνη στις λυκοποριές” (1947), “Αλβανιάδα” (1962), “Ετεροθαλή” (1974), το “Σηματολόγιον” (1977), “Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας” (1982), το “Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου” (1984), μια σύνθεση-μετάφραση των σωζόμενων αποσπασμάτων της Σαπφώς με τίτλο “Σαπφώ, ανασύνθεση και απόδοση” (1984), “Αποκάλυψη του Ιωάννη” (1985), και “Ο μικρός ναυτίλος” (1985). Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από τους Μ.Χατζιδάκη, Μ.Θεοδωράκη, Γ.Μαρκόπουλο, κ.ά.Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, και σε άλλες γλώσσες. Πέθανε το 1996 σε ηλικία 85 ετών.