Στην Ελβετία υπάρχει με νόμο από το 1938 κυβέρνηση εθνικής ενότητος. Κάθε κόμμα που συμμετέχει στην κυβέρνηση έχει τουλάχιστον από 1 υπουργείο. Εάν υπάρξει σημαντική διαφωνία μεταξύ της κυβέρνησης (δηλαδή μεταξύ των κομμάτων και όχι μόνο) η κυβέρνηση απευθύνεται άμεσα στον ελβετικό λαό για διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
Οι Ελβετοί πολίτες έχουν τον τελευταίο λόγο σχετικά με τα θεμελιώδη ζητήματα της πολιτικής και όχι μόνο.
Το ελβετικό πολιτικό σύστημα επιτρέπει στους ανθρώπους να διαμορφώνουν τη νομοθεσία και τις συνταγματικές αλλαγές άμεσ α, μέσω πρωτοβουλιών και δημοψηφισμάτων.
Επειδή το ελβετικό πολιτικό σύστημα προσφεύγει τόσο στην άμεση δημοκρατία όσο και στα Κοινοβούλια, αυτό αναφέρεται ως μια ημι-άμεση δημοκρατία. Οι εκλογές είναι με μυστική ψηφοφορία και οργανώνονται από τις κοινότητες, οι οποίες καταγράφουν αυτόματα όλους τους πολίτες που έχουν δικαίωμα ψήφου εντός της δικαιοδοσίας τους.
Οι αποστολές προς τους Ελβετούς πολίτες περιλαμβάνουν τη θέση της κυβέρνησης, καθώς και περίληψη των επιχειρημάτων υπέρ ή και κατά των προτάσεων προς δημοψήφισμα. Μια μεγ άλη πλειοψηφία των Ελβετών υποβάλει οι ίδια την ψήφο της με το ταχυδρομείο. Οι πρώτες δοκιμές με δικαίωμα ψήφου μέσω του Διαδικτύου ή κινητού τηλεφώνου έχουν πραγματοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο.
Η ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Τα δύο βασικά μέσα της άμεσης δημοκρατίας είναι η πρωτοβουλία του Λαϊκού Κόμματος (εισήχθη το 1891) και το προαιρετικό δημοψήφισμα (που θεσπίστηκε το 1874). Οι πολίτες με τη συλλογή 100.000 υπογραφών μέσα σε 18 μήνες, επικυρωμένες από την κοινότητα, έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν στο ελβετικό κράτος την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος το οποίο μπορεί να αφορά μεμονωμένα στοιχεία από το Σύνταγμα ή ακόμα και το Σύνταγμα στο σύνολό του.
Πριν από την πρωτοβουλία του ελβετικού λαού να τεθεί σε δημοψήφισμα, το Κοινοβούλιο θα εκδώσει σύσταση προς τους πολίτες για την αποδοχή ή την απόρριψη του δημοψηφίσματος.
Μερικές φορές το κράτος αποφασίζει για μια εναλλακτική λύση, η οποία στη συνέχεια τίθεται ενώπιον του λαού, ταυτόχρονα με την πρωτοβουλία. Αυτή η διαδικασία πολλαπλών σταδίων σημαίνει ότι συνήθως μεσολαβεί αρκετός χρόνος μεταξύ της υποβολής μιας πρωτοβουλίας των πολιτών και της ψηφοφορίας γι’ αυτό. Οι πρωτοβουλίες των περισσότερων ανθρώπων αποτυγχάνουν στην κάλπη. Από τις πρωτοβουλίες που είχαν υποβληθεί σε δημοψήφισμα μεταξύ 1891 και 2007, μόνο περίπου το 10% έχει περάσει.
Αλλά συχνά η υποβολή των πρωτοβουλιών είναι το έναυσμα για σημαντικές πολιτικές συζητήσεις και αναζήτηση αλλαγών. Με το δημοψήφισμα δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να ακυρώσουν ή όχι έναν νόμο εφόσο ν έχει περάσει από το Κοινοβούλιο. Υπάρχουν δύο τύποι δημοψηφισμάτων, το προαιρετικό και το υποχρεωτικό. Ένα προαιρετικό δημοψήφισμα είναι για κάθε νόμο που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο. Απαιτεί 50.000 υπογραφές μέσα σε 100 ημέρες και να έχει επικυρωθεί από τις κοινότητες.
Μπορεί επίσης να κινηθεί ύστερα από αίτημα των οκτώ καντονίων – το οποίο έχει συμβεί μόνο μία φορά από το 1874. Το προαιρετικό δημοψήφισμα έχει ευρείες συνέπειες για το ελβετικό πολιτικό σύστημα.
Διότι το Κοινοβούλιο έχει πάντα την επίγνωση του γεγονότος ότι οι αποφάσεις του μπορούν να τεθούν στη δοκιμασία μιας λαϊκής ψήφου από οποιαδήποτε ομάδα συμφερόντων με δημοψήφισμα, ενώ οι απόψεις των πολιτών λαμβάνονται υπόψιν στη διαδικασία της νομοθέτησης.
Όταν η κυβέρνηση ετοιμάζει νέα νομοθεσία, ανοίγει μια διαδικασία διαβούλευσης για να μάθει ποια είναι η πρόταση των καντονίων, των πολιτικών κομμάτων, των πολιτών, αλλά και των ενδιαφερόμενων ομάδων. Ορισμένες αποφάσεις -για παράδειγμα, όλες οι συνταγματικές αλλαγές και όλες οι διεθνείς συνθήκες στις οποίες Ελβετία είναι μέλος των υπερεθνικών θεσμών- τίθενται αυτόματα σε δημοψήφισμα. Αυτό είναι γνωστό ως υποχρεωτικό δημοψήφισμα και η εφαρμογή του αποτελέσματος είναι δεσμευτικό σε εθνικό επίπεδο.
Η άμεση δημοκρατία εφαρμόζεται και στα τρία επίπεδα της κυβέρνησης – ομοσπονδίας, καντονίων και δήμων. Σε ορισμένα καντόνια και κοινότητες υπάρχουν πρόσθετα έγγραφα με τα οποία ο λαός μπορεί να υποβάλει προς δημοψήφισμα έναν νόμο. Τουλάχιστον στο 80% από τις 2.600 κοινότητες της Ελβετίας, οι πολίτες κάθε πόλης καλούνται μία φορά το χρόνο για μια δημόσια διαβούλευση, η οποία ενεργεί ως τοπικό νομοθετικό σώμα και λαμβάνει νομικά δεσμευτικές αποφάσεις για τα οικονομικά, τους φόρους και άλλα νομοθετήματα.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Οι Ελβετοί πολίτες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό έχουν δικαίωμα ψήφου από την ηλικία των 18 ετών. Το καντόνι της Glarus, το 2007, μείωσε το όριο σε 16 χρόνια. Σε αρκετά γαλλόφωνα καντόνια οι αλλοδαποί κάτοικοί τους, έχουν το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές κοινωνίες, αλλά μερικές φορές και σε εθνικά θέματα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, κατά μέσο όρο ένας στους δύο Ελβετούς πολίτες έχει λάβει μέρος στις εκλογές.
Οι γυναίκες άρχισαν να έχουν πολιτικά δικαιώματα (εκλέγειν και εκλέγεσθαι) στα καντόνια και και τους δήμους μόνο στη δεκαετία του 1960. Η Ελβετία ήταν μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη στην παροχή του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες σε εθνικό επίπεδο και εγκρίθηκε από το αρσενικό ελβετικό εκλογικό σώμα το 1971.
Η εφαρμογή στην Ελλάδα του ελβετικού πολιτικού συστήματος είναι η μόνη ουσιαστική και πρακτική λύση για να μπορέσει επιτέλο υς να ευημερίσει ο Ελληνας και στη δική του πατρίδα.
Αναλυτικά τα δημοψηφίσματα στην Ελβετία (παρατηρήσεις φίλων)
Από το 1848 ως και το 2007, οι Ελβετοί πολίτες ψήφισαν σε 543 δημοψηφίσματα. Ο αριθμός αυτός δεν είναι οι ημέρες που χρειάσθηκε να προσέλθουν οι Ελβετοί στις κάλπες. Στην Ελβετία είναι σύνηθες να ψηφίζουν για περισσότερα από ένα θέματα την ίδια ημέρα. Σίγουρα όμως αποφάσισαν για 543 θέματα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω είναι μόνο τα ομοσπονδιακά δημοψηφίσματα. Εκτός αυτών, οι Ελβετοί ψηφίζουν για θέματα που αφορούν το καντόνι τους αλλά και τον δήμο τους. Εκτιμώ ότι ένας ενεργός πολίτης στην Ελβετία, συναποφασίζει (μαζί με τους συμπολίτες του) για περισσότερα από 15 θέματα τον χρόνο. Έτσι ένας Ελβετός στα πενήντα του έχει ψηφίσει για περίπου 500 θέματα! Από τα ίσως όχι και τόσο σημαντικά θέματα της πόλης του, ως το αν θα γίνει η Ελβετία μέλος της Ε.Ε.
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Από το 1848 ως το 2007 διεξήχθησαν στην Ελβετία διακόσια είκοσι ένα (221) υποχρεωτικά δημοψηφίσματα. Λέγονται έτσι γιατί δεν χρειάζεται να συλλέξει κανείς υπογραφές για να τα καλέσει (θυμηθείτε, στην Ελβετία δημοψήφισμα καλούν ΜΟΝΟΝ οι πολίτες ΚΑΙ ΟΧΙ οι πολιτικοί).
Οποιαδήποτε αλλαγή στο Σύνταγμα πρέπει να περάσει ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ από δημοψήφισμα. Το ίδιο και η συμμετοχή της Ελβετίας σε οποιαδήποτε υπερεθνική οντότητα (ΝΑΤΟ,Ε.Ε. κ.α.). Στα δημοψηφίσματα αυτά πρέπει να επιτευχθεί διπλή πλειοψηφία, και πολιτών και καντονιών. Αυτό γίνεται έτσι ώστε να μην μπορούν τα πολυπληθή καντόνια (όπως αυτό της Ζυρίχης με 1,3 εκατομμύρια κατοίκους) να επιβάλουν την άποψη τους στα λιγότερο πυκνοκατοικημένα (το Appenzell Innerrhoden έχει μόλις 15.000 κατοίκους).
Έτσι λοιπόν οι Ελβετοί πολίτες αποφασίζουν κατά μέσο όρο 1,4 φορές τον χρόνο για ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα. Την δεκαετία του 70 ο μέσος όρος των υποχρεωτικών δημοψηφισμάτων ήταν 5 ανά έτος! Η ουσία του υποχ ρεωτικού δημοψηφίσματος είναι ότι τόσο το Σύνταγμα (και ό,τι αυτό προβλέπει) όσο και η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς δεν μπορεί παρά να απολαμβάνει την σύμφωνη γνώμη των πολιτών. Μόνο τότε, τα προηγούμενα, είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένα. Μην διανοηθείτε σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα. Εδώ το Σύνταγμα και η συμμετοχή της χώρας σε υπερεθνικούς οργανισμούς, γράφεται και αποφασίζεται αντίστοιχα από μια δεκάδα οικογενειών. Όπως σε κάθε ολιγαρχία…
ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟ – ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Αντίστοιχα από τον 1874 ως το 2007 διεξήχθησαν εκατόν εξήντα (160) προαιρετικά – ακυρωτικά δημοψηφίσματα. Έχουμε όλοι διδαχθεί και πιστέψει ένα ψέμα. Μας είπαν ότι δημοκρατία είναι να ψηφίζουμε τους αντιπροσώπους μας. Στην πραγματικότητα η έννοια της αντιπροσώπευσης είναι ασύμβατη με την δημοκρατία. Δημοκρατία σημαίνει ψηφίζω νόμους και όχι ψηφίζω αντιπροσώπους. Ο Αριστοτέλης (αλλά και αρκετοί άλλοι αργότερα) μας έχουν προειδοποιήσει : η ψήφος για την ανά δειξη πολιτικών προσώπων είναι ολιγαρχική πρακτική, δημοκρατική είναι η κλήρωση.
Ας επιστρέψουμε όμως στους νόμους. Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα δεν υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ τρόπος (εννοώ θεσμικά) να επηρεάσουμε την ισχύ ενός νόμου ο οποίος ψηφίσθηκε από ανθρώπους οι οποίοι υποτίθεται ότι μας αντιπροσωπεύουν. (Δηλαδή ο αντιπρόσωπος πολιτικός έχει απείρως μεγαλύτερη ισχύ από τον αντιπροσωπευόμενο λαό! Αλήθεια, τι είδους αντιπροσώπευση είναι αυτή;) Είμαστε λοιπόν στην απίστευτα δυσάρεστη θέση να μην υπάρχει ΚΑΝΕΙΣ ΘΕΣΜΟΣ ο οποίος να μας επιτρέπει να ορίζουμε τις ζωές και το μέλλον μας. Ας δούμε τι συμβαίνει αντίστοιχα στην Ελβετία. Μετά την ψήφιση ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ νόμου, οι πολίτες έχουν στην διάθεση τους 90 ημέρες για να συλλέξουν 50.000 υπογραφές ενάντια στο νόμο (αντιστοιχούν περίπου στο 1% του συνολικού αριθμού των ψηφοφόρων). Αν τα καταφέρουν κηρύσσεται δημοψήφισμα στο οποίο οι Ελβετοί αποφασίζουν αν τελικά θα δεχθούν ή θα ακυρώσουν τον νόμο.
Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο θεσμός του ακυρωτικού δημοψηφίσματος επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη επάνω από τους Ελβετούς πολιτικούς – νομοθέτες. Αν δεν λάβουν σοβαρά υπόψη τους το τι πιστεύει και επιθυμεί ο Ελβετός πολίτης θα αντιμετωπίσουν ένα δημοψήφισμα και πιθανότατα μια ταπεινωτική ήττα – ακύρωση του νομοθετήματος τους.
Το μόνο πρόβλημα της παραπάνω διαδικασίας είναι ο ιδιαίτερα μεγάλος χρόνος που απαιτείται προκειμένου να σχεδιασθεί και να ψηφισθεί ένα νόμος. Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης το Ελβετικό Ομοσπονδιακό κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να ψηφίσει νόμο ο οποίος δεν μπορεί να δεχθεί “επίθεση” από δημοψήφισμα.
Όταν κάποια στιγμή οι Ελβετοί πολιτικοί άρχισ αν να ψηφίζουν το έναν νόμο μετά τον άλλο ως νόμους έκτακτης ανάγκης, οι πολίτες αντέδρασαν με ένα δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών, και πρόσθεσαν στο Σύνταγμα τους έναν όρο σύμφωνα με τον οποίο οι νόμοι έκτακτης ανάγκης δεν μπορούν να δεχθούν “επίθεση” από δημοψήφισμα μόνο για ένα έτος. Μετά το έτος ισχύει για αυτούς ότι και για τους υπόλοιπους ομοσπονδιακούς νόμους. Τόσο απλά… Βλέπουμε λοιπόν ότι στην διάρκεια των τελευταίων 133 ετών, η ομοσπονδιακή βουλή των Ελβετών έχει ψηφίσει 2370 νόμους. Από αυτούς οι 160 (περίπου οι 7 στους 100) έχουν δεχθ εί “επίθεση” από δημοψήφισμα και περίπου οι μισοί από αυτούς (87) ακυρώθηκαν.
Εδώ θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι δημοκρατία δεν σημαίνει απλά ψηφίζω για κάτι. Το σημαντικότερο είναι ό,τι προηγείται του δημοψηφίσματος, δηλαδή, ο δημόσιος διάλογος που μετασχηματίζει τον αδρανή υπήκοο σε ενεργό πολίτη.
Ακούμε συχνά κάποιους συνανθρώπους μας να αναρωτιούνται : έχει όμως την γνώση και την επάρκεια ο ελληνικός λαός να αποφασίζει για το μέλλον του; Το ερώτημα αυτό και η συχνά αρνητική του απάντηση, περιγράφουν με ακρίβεια την ΑΠΟΛΥΤΑ ΟΛΙΓΑΡΧΙΚ Η ΠΑΙΔΕΙΑ μας. Το ερώτημα αυτό δεν υφίσταται στην δημοκρατία. Το ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι αν ξέρουμε ή όχι ως κοινωνία τι πρέπει να κάνουμε, το ερώτημα είναι : ποιος νομιμοποιείται και δικαιούται να αποφασίζει για το μέλλον των πολιτών και της κοινωνίας τους; Για την δημοκρατία και τους δημοκράτες η απάντηση είναι μόνο μία : ΜΟΝΟ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ. Αν βέβαια μιλήσετε με έναν Έλληνα πολιτικό (προσπαθήστε το) θα σας απαντήσει ότι το καίριο ερώτημα είναι άλλο: θέλουν οι Έλληνες να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους; Εμείς θα του απαντούσαμε : Ρωτ ήστε τους. Κάντε δηλαδή ότι έκαναν και στην Ισλανδία. Κηρύξτε ένα δημοψήφισμα και ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΥΣ.
Υπάρχει τέλος ο αντίλογος ότι ακόμα και η Ελβετία (και το πολιτικό της μοντέλο) δεν αποτελούν μια αυτόνομη κοινωνία, εφόσον ακόμα και εκεί, οι νόμοι δημιουργούνται από το κοινοβούλιο και όχι τους πολίτες. Είναι αλήθεια. Η σημαντική διαφορά είναι όμως ότι ο Ελβετός έχει κατακτήσει τον ΘΕΣΜΟ (το προαιρετικό – ακυρωτικό δημοψήφισμα) ο οποίος του επιτρέπει να έχει τον ΤΕΛΙΚΟ ΛΟΓΟ για όλους τους νόμους. Αυτός, ως πολίτης, και κανένας άλλος.
ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ
Τέλος, λίγα χρόνια αργότερα (το 1891), οι Ελβετοί πολίτες απέκτησαν ένα ακόμα δημοκρατικό “εργαλείο”, το δημοψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών (popular initiative). Από το 1891 ως και το 2007 οι Ελβετοί προσπάθησαν διακόσιες πενήντα τέσσερις (254) φορές να ορίσουν αυτοί την πολιτική ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο. Ιδανικά, σε μια αυτόνομη κοινωνία, θα έπρεπε να προτείνουμε και να επικυρώνουμε εμείς, ως πολίτες, όλους τους νόμους.
Αυτό συνέβαινε στην αρχαία Αθήνα και θα μπορούσε να συμβεί και σήμερα αν το επιθυμούσαμε. Σαν έναν πρώτο βήμα προς την δημοκρατία, ή απλά αν δεν επιθυμούμε να ψηφίζουμε εμείς για τον κάθε νόμο, μπορούμε να αφήσουμε την νομοθετική διαδικασία στους πολιτικούς και εμείς να ελέγχουμε την “εργασία” τους μέσω των προαιρετικών – ακυρωτικών δημοψηφισμάτων. Παρόλα αυτά, θα υπάρχουν πάντα οι στιγμές που οι πολιτικοί δεν θα θελήσουν (από άγνοια ή δόλο) να ανοίξουν τον δημόσιο διάλογο για κάποια θέματα. Εκεί έρχεται να καλύψει το κενό το δημο ψήφισμα πρωτοβουλίας πολιτών.
Έτσι οι Ελβετοί μπορούν να ζητήσουν να προστεθεί στο Σύνταγμα τους οποιαδήποτε θέση – πρόταση επιθυμούν. Αρκεί να συλλέξουν 100.000 υπογραφές σε διάρκεια 18 μηνών και στην συνέχεια να “κερδίσουν” το δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να αντιπροτείνει μια δική της θέση και ο Ελβετός πολίτης μπορεί να επιλέξει την πρόταση των συμπολιτών του, την πρόταση της κυβέρνησης, και τις δύο ή και καμία από αυτές.
Συχνά η ομάδα που καλεί το δημοψήφισμα γνωρίζει ότι έχει ελάχιστες ή ακόμα και μηδενικές πιθανότητες να κερδίσει το δημοψήφισμα. Παρόλα αυτά, ο θεσμός τους επιτρέπει να ρίξουν τα φώτα της δημοσιότητας σε ένα θέμα το οποίο θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό και για το οποίο δεν υπάρχει δημόσιος διάλογος. Επίσης, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η κυβέρνηση να ικανοποιήσει κάποια ή ακόμα και όλα από τα αιτήματα των πολιτών που κάλεσαν το δημοψήφισμα με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να το αποσύρουν. Στην στήλη αποσυρθέντα του πίνακα βλέπουμε ότι περίπου ένα στα τρία δημοψηφίσματα τελικά δεν έφθασε στις κάλπες.
Ας δούμε ένα παράδειγμα των παραπάνω. Κάποι α στιγμή, την δεκαετία του 80, μια ριζοσπαστική ομάδα της αριστεράς προκάλεσε δημοψήφισμα με αίτημα την κατάργηση του ελβετικού στρατού. Το δόγμα της Ελβετίας όσο αφορά την ουδετερότητα της είναι αυτό της ένοπλης ουδετερότητας. Ο ελβετικός στρατός είναι ιερή αγελάδα για τους Ελβετούς και αυτός είναι ο λόγος που σχεδόν όλος ο πολιτικός κόσμος θεώρησε ότι το αίτημα δεν θα υποστηριχθεί ούτε από ένα 10% των πολιτών. Ένα από τα αιτήματα των πολιτών ήταν και η καθιέρωση εναλλακτικής – ως προς την υποχρεωτική στρατιωτική – κοινωνικής θητείας. Όταν το δημοψήφισμα διεξήχθη το 1989 το αποτέλεσμα ήταν μια έκπληξη για όλους.
Η συμμετοχή ανήλθε στο 70% και το ποσοστό των Ελβετών οι οποίοι υποστήριξαν την κατάργηση του ελβετικού στρατού έφτασε το 35,6%! Όταν μετά από δύο χρόνια διεξήχθη νέο δημοψήφισμα το οποίο ζητούσε το δικαίωμα να μπορεί να επιλέξει κανείς εναλλακτική κοινωνική θητεία, το αποτέλεσμα ήταν υπέρ της πρότασης με ποσοστό 82,5%!
Στην συνέχεια, η ίδια ομάδα, ζήτησε και κατάφερε να καλέσει νέο δημοψήφισμα με αίτημα και πάλι την κατάργηση του στρατού. Το ποσοστό των Ελβετών που τους υπ οστήριξε αυτή την φορά μειώθηκε στο 21,9%. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο θεσμοί των δημοψηφισμάτων είναι σημαντικός πυλώνας της δημοκρατία. Ένα δεύτερο αλλά αντίστοιχα απαραίτητο στοιχείο είναι η ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΠΟΙΗΣΗ.
Ο μόνος τρόπος να μην επιτρέπουμε στην εξουσία (κρατική, κομματική, ολιγαρχική) να μας δυναστεύει, είναι να διασπάσουμε την ισχύ της σε μικρότερους – και σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους – πόλους εξουσίας. Έτσι, το κάθε καντόνι στην Ελβετία έχει την δική του βουλή, το δικό του Σύνταγμα, ελέγχει σχεδόν απόλυτα την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, την αστυνομία και την δικαιοσύνη. Μέσω της ομοσπονδοποίησης αφαιρείται εξουσία από το απρόσωπο και απάνθρωπο κεντρικό κράτος για να μεταφερθεί στην ίδια την κοινωνία, στους ίδιους τους πολίτες. Οι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί στην Ελβετία έχουν ιστορία από τον 12ο αιώνα. Η δημοκρατία άνθησε πρώτα σε τοπικό επίπεδο και στην συνέχεια κατέκτησε τα καντόνια και τελικά ολόκληρη την ομοσπονδία.
Το ποσοστό συμμετοχής των Ελβετών στα δημοψηφίσματα είναι σταθερά μεγαλύτερο από αυτό που απολαμβάνουν οι εκλογές των αντιπροσώπων τους. Αν αυτό το δούμε σε μια λογική ορίου (με την μαθηματική έννοια) θα μπορούσε να καταλήξει ακόμα και στην ΚΛΗΡΩΣΗ των Ελβετών βουλευτών. Ο Ελβετός ψηφοφόρος δεν δείχνει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα άτομα που θα τον αντιπροσωπεύσουν εφόσον ξέρει ότι έχει τους θεσμούς να ανακαλέσει τον οποιοδήποτε πίσω στην δημοκρατική τάξη.
Τα δημοψηφίσματα και η ομοσπονδοποίηση είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές ως συνθήκες για την ύπαρξη της δημοκρατίας. Με απλά λόγια, τα παραπάνω δεν αρκούν για να μας εξασφαλίσουν την δημοκρατία αλλά σίγουρα, η απουσία τους σημαίνει και απουσία της δημοκρατίας.
«Η Ελλάδα για να μπορέσει πρακτικά να έχει δημοκρατία, πρέπει να εφαρμόσει το Ελβετικό Πολιτικό Σύστημα αρχικά πιλοτικά σε τοπικό επίπεδο (για παράδειγμα σε έναν δήμο ανά την επικράτεια) και στη συνέχεια να εφαρμοστεί σε όλη την χώρα».
ΣΧΟΛΙΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΒΕΤΙΑΣ
Πολύ σωστά όλα αυτά. Διαμένω 65 χρόνια στην Ελβετία και είμαι και Ελβετός υπήκοος. Είμαι όμως και βέβαιος ότι η εφαρμογή του συτήματος στην Ελλάδα χρειάζεται ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΩΣ προπαιδεία του λαού. Πώς;
1ον. Να εισαχθεί το μάθημα της Αγωγής του Πολίτου από την πρώτη δημοτικού μέχρι τελευταία Λυκείου ως πρωτεύον
2ον. Να υποχρεωθούν όλα τα ΜΜΕ να συμβάλουν στην διάδοση των αρχών Αγωγής του Πολίτου με μαθήματα στοιχειωδών οικονομικών γνώσεων που θα καθιστούν τον πολίτη συνειδητό ελεγκτή των πράξεων της κυβερνήσεως
Σημείωση
Ο Σωκράτης έλεγε ότι “κυβερνούν οι μη επιστάμενοι και οι αυτοσχεδιάζοντες”. Επομένως ο λαός πρέπει να έχει στοιχειώδεις γνώσεις πολιτικής διακυβερνήσεως πρωτού κληθεί να δώσει την απόφασή του με δημοψήφισμα.
Παράδειγμα
Ερώτηση δημοψηφίσματος: Πρέπει να αυξηθεί η άδεια διακοπών με πλήρεις αποδοχές από ένα μήνα σε ενάμισυ.
Απάντηση του λαού: ΟΧΙ 75%.
Όταν φτάσει και ο ελληνικός λαός σε αυτή την ποιότητα κρίσεως τότε πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμοσθεί το ελβετικό σύστημα. Αλλά όχι πρότερον.
Dr Nicolas Kaloy-Καλογερόπουλος
Geneva