Γράφει ο Γιάννης Ραχιώτης*
Η πρώτη απάντηση που αυθόρμητα σου έρχεται είναι: Διαφορετική από τις προηγούμενες…
Η δημοτική περίοδος που λήγει, θα μας θυμίζει το απόλυτο τίποτα. Κανένα ολοκληρωμένο έργο, καμία προώθηση μακροχρόνιων ζητημάτων, κανένα σχέδιο για το συλλογικό μας αύριο. Ο απερχόμενος δήμαρχος δείχνει σαν να μην απασχολήθηκε ποτέ με αυτά στη διάρκεια της θητείας του. Οι δρόμοι της πόλης μοιάζουν με οργωμένα χωράφια, στα χωριά το αποτύπωμα του Δήμου είναι απολύτως ανύπαρκτο . Ο απολογισμός της θητείας της δημοτικής αρχής αλλά και το «όραμά» της , αναφέρεται αποκλειστικά σε εκδηλώσεις τύπου «events» κατάλληλων μόνο για επικοινωνιακή εκμετάλλευση που δεν προσφέρουν τίποτα στην επίλυση των προβλημάτων, αντίθετα αφαιρούν από τους ελάχιστους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους του Δήμου.
Αλλά μήπως η προηγηθείσα θητεία Βαλιώτη ήταν καλύτερη; Μπορεί ο δήμαρχος να χαρακτηριζόταν από μια αμεσότητα, να άκουγε το δημότη, αλλά τελικά τι έκανε; Τι άφησε πίσω του; Ποιό πρόβλημα έλυσε ή έστω προώθησε ουσιαστικά; Φαινόταν να ψηλαφεί τα θέματα, αλλά ήταν άτολμος, ανήμπορος να τα λύσει ιδίως τα μεγάλης κλίμακας, ίσως από άγνοια των διαδικασιών ή/και αδυναμία οργάνωσης ενός επαρκούς στελεχικού δυναμικού.
Και για τις ακόμα παλαιότερες δημαρχιακές θητείες στη Σπάρτη, δύσκολα θα πεις ότι οι δήμαρχοι που πέρασαν προώθησαν ουσιαστικά τα θέματα της πόλης. Θα πρέπει να πάμε πολλές δεκαετίες πίσω για να εντοπίσουμε δημοτικές αρχές που έλυσαν προβλήματα και είχαν όραμα για την πόλη. Αντίθετα στους Καποδιστριακούς Δήμους, είχαν αναδειχθεί δημοτικές αρχές που προώθησαν ουσιαστικά τα ζητήματα των χωριών μας. Αυτό ίσως υπογραμμίζει και την παταγώδη αποτυχία του «Καλλικράτη», όμως αυτό δεν είναι της παρούσης.
Είναι αλήθεια ότι δεν πρέπει να χρεώνουμε όλη την ευθύνη για το κατάντημα των πόλεων και των χωριών μας στους δημοτικούς άρχοντες. Η δουλειά τους τις τελευταίες δεκαετίες έγινε δύσκολη, περίπλοκη. Το νεοφιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο τους έδεσε τα χέρια, σε όφελος βέβαια των κάθε λογής εργολάβων, προμηθευτών και «παρόχων». Πρακτικά απαγορεύτηκε στους δήμους να εκτελούν οι ίδιοι μελέτες και τεχνικά έργα . Με τα μνημόνια τα πράγματα χειροτέρευσαν απότομα : Μεταξύ πολλών άλλων , πρακτικά απαγορεύθηκε η ανανέωση του προσωπικού των δημόσιων φορέων. Έτσι με τα χρόνια, τα στελέχη των Δήμων « γέρασαν» και μειώθηκαν αριθμητικά. Οι νέες προσλήψεις γίνονται σχεδόν αποκλειστικά με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που κάνουν τους νέους εργαζόμενους να νοιώθουν περαστικοί από τη θέση τους, να μην αποκτούν εμπειρία, να μην έχουν φιλοδοξίες εξέλιξης και προσφοράς αφού κάθε λίγους μήνες θα πρέπει να ψάχνουν αλλού για δουλειά. Η απομείωση των προϋπολογισμών των Δήμων και η εξάρτηση της χρηματοδότησης από τα διάφορα προγράμματα της ΕΕ περιόρισε τις επιλογές και πρόσθεσε μια απέραντη γραφειοκρατία . Όπως σε όλο το δημόσιο τομέα έτσι και στους δήμους, μετά από 30 χρόνια νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και 13 χρόνια μνημονιακών υποχρεώσεων καταλήξαμε να έχουμε μισοδιαλυμένες διοικήσεις που εξυπηρετούν απλά τα τρέχοντα και τις εισπρακτικές δραστηριότητες. Τα αποτελέσματα φαίνονται στις τρομακτικές καταστροφές που παθαίνουμε από πυρκαγιές, πλημμύρες και άλλα ανάλογα γεγονότα, αφού η συντήρηση των υποδομών έχει σταματήσει, η παραγωγή μελετών έγινε μια πανάκριβη και σχοινοτενής διαδικασία και συνακόλουθα περιορίστηκε η παραγωγή νέων έργων.
Όμως δυνατότητες ακόμη υπάρχουν. Η δράση της κοινωνίας από μόνη της δημιουργεί λύσεις και διεξόδους. Οι δήμοι όσα προβλήματα και να αντιμετωπίσουν, όση απαξίωση και να δεχθούν, παραμένουν μια ενεργή τοπική κοινωνία που δουλεύει, παράγει, πληρώνει φόρους, μεγαλώνει και μορφώνει παιδιά. Αυτό που χρειάζονται είναι μια ομάδα διοίκησης και προπαντός ένα δήμαρχο που να μπορεί να προσδιορίσει ρεαλιστικούς αναπτυξιακούς στόχους, προεχόντως σε τομείς που σχετίζονται άμεσα με την παραγωγή και τις υποδομές και σε δεύτερο πλάνο με τον πολιτισμό και τον αθλητισμό. Η εύκολη λύση της μεγέθυνσης της τοπικής οικονομίας αποκλειστικά μέσω του τουρισμού δεν είναι πραγματική ανάπτυξη και στο βαθμό που οι δημόσιοι πόροι διατίθενται με κριτήριο την ενίσχυση του τουριστικού ρεύματος αντί για πρόοδο προκαλούν στασιμότητα ή και ύφεση στους πιο σημαντικούς δείκτες της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Για τη Σπάρτη πιστεύω ότι, στη συγκεκριμένη συγκυρία, μόνο η Τασία Κανελλοπούλου δείχνει να αποτελεί πρόταση που θα μπορούσε να την ξεμπλοκάρει . Είναι η μόνη από τους υποψήφιους που ο δημόσιος λόγος της , προεκλογικός και παλαιότερος δείχνει να είναι καλά γειωμένος στα προβλήματα της πόλης και των χωριών. Αναφέρεται στα προβλήματα όχι απαριθμώντας τα αλλά σαν άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με αυτά, έχει εργασθεί για την προώθησή τους και ξέρει ποιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα. Επιπλέον ανοίγει νέα ζητήματα σχετικά με την μακροπρόθεσμη προοπτική του Δήμου, όπως η διαμόρφωση του Ευρώτα, οι αρδευτικές υποδομές, η αξιοποίηση των βουνών. Πρόκειται για ένα συνδυασμό μεστού δημόσιου λόγου με μια μακρά και ουσιώδη προηγούμενη δράση κυρίως μέσω του Ινστιτούτου Σπάρτης στο οποίο προεδρεύει.
Το στίγμα που εκπέμπει η Κανελλοπούλου δεν είναι συγκρίσιμο με αυτό των υπόλοιπων υποψηφίων: Όσους έχουν ήδη ασκήσει δημαρχιακά καθήκοντα μπορούμε να τους κρίνουμε από τα αποτελέσματά τους, για τους υπόλοιπους πρέπει να πούμε ότι ο δημόσιος λόγος τους εξαντλείται στην αυτοπεριγραφή των ικανοτήτων και του βιογραφικού τους . Καμία γείωση με τα προβλήματα και τις ανάγκες του τόπου! Ούτε καν μια προσπάθεια να τα αναδείξουν , να τα περιγράψουν. Δεν αναφέρομαι στον συμπαθέστατο υποψήφιο της «λαϊκής συσπείρωσης» μιας και το συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο, όπως το ίδιο δηλώνει, δεν επιδιώκει κάτι παραπάνω από μια συμμετοχή στο επόμενο δημοτικό συμβούλιο.
Αυτονόητο είναι ότι όλοι οι άνθρωποι με μακροχρόνια δράση στα δημόσια πράγματα προκαλούν συμπάθειες και αντιπάθειες. Το «στυλ» κάποιου μπορεί να δείχνει πιο « λαϊκό», άλλου πιο «απόμακρο» ή αλαζονικό κοκ. Όλους μπορούμε να τους μεμφθούμε για κάποιο πραγματικό ή υποτιθέμενο προσωπικό ελάττωμα. Όμως οι υποψήφιοι για ένα κρίσιμο αξίωμα όπως αυτό του Δημάρχου δεν πρέπει να κρίνονται με βάση υποκειμενικές αξιολογήσεις , συμπάθειες ή -ακόμη χειρότερα- οικογενειακές ή πολιτικές «υποχρεώσεις». Κριτήριό μας πρέπει να είναι η προηγούμενη δράση για τα δημοτικά πράγματα, ο σαφής και δεσμευτικός προγραμματικός λόγος, η ηγετική ικανότητα και η εμπειρία. Με αυτά τα κριτήρια επιλογή για την επόμενη δημαρχιακή θητεία στο δήμο Σπάρτης μπορεί να είναι μόνο η Κανελλοπούλου. Αυτός ήταν και ο λόγος που και εγώ προσωπικά, όπως και σημαντικός αριθμός αξιόλογων ανθρώπων ,στρατευτήκαμε στο ψηφοδέλτιό της και δεσμευόμαστε να στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις την υλοποίηση του προγράμματός της αν ο λαός της περιοχής αποφασίσει να της δώσει την ευκαιρία να το κάνει πράξη.
(*) Δικηγόρος Αθηνών – Ποινικολόγος με Διεθνή Νομική δραστηριότητα, Υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με το συνδυασμό ΣΠΑΡΤΗ ΜΠΡΟΣΤΑ και υποψήφια δήμαρχο την Τασία Κανελλοπούλου