«Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι»

29-10-2016_tis-monaksias-diprosopoi-monologoi

Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι. Το τελευταίο βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Τρεις πράξεις. Μετά ένα ιντερμέδιο. Και μετά η τέταρτη πράξη. Και πάλι ιντερμέδιο. Η πέμπτη πράξη, ιντερμέδιο, η έκτη πράξη. Μονόλογοι, αλλά διάλογοι με τον εαυτό. Διάλογοι με τον πόνο, με το χρόνο, με τη θλίψη, με τη μοναξιά, την υποκρισία, με τον καθρέφτη. Δεν μπορούμε παρά να το δούμε ως ένα ενιαίο σύνολο που διαθέτει θεατρικότητα και το χαρακτηρίζει έντονη φιλοσοφική χροιά.

Η ποιήτρια συνηθίζει να φιλοσοφεί στα ποιήματά της, είναι αυτό ένα στοιχείο που αποτελεί ίδιον της ποιητικής της. Χρειάζεται σίγουρα μεγάλη καταβύθιση στο «Εγώ» του δημιουργού αλλά και του ανθρώπου για να συνθέσεις ένα έργο που αγαπά και καταδεικνύει το βάθος. Σκάβοντας κανείς μέσα του έρχεται αντιμέτωπος με την αλήθεια των πραγμάτων, κάτι που είναι εξαιρετικά επίπονο αλλά ουσιαστικό και απολύτως αναγκαίο. Η Ρουκ κάνει έναν απολογισμό, θα έλεγε κανείς, με τη γενναιότητα και την αυθεντικότητα που τη χαρακτηρίζει.

Το άδειο περιγράφεται άραγε; «Άδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις κάτι απ’ αυτά που έζησες» (Α΄ Πράξη, «Το άναρθρο άδειο»). H περιπέτεια και η εξερεύνηση είναι γοητευτικές πάντα. Στην πρώτη πράξη μάς δίνει την υφή και την ελαστικότητα του φόβου. Φόβος για να μην πάθεις κάτι ο ίδιος, φόβος για να μην πάθει κάτι κάποιος που αγαπάς, φόβος για το μέλλον του πλανήτη, της φυλής σου, του κόσμου. Τον τελευταίο φόβο τον βιώνουν συνήθως οι άνθρωποι με πλατύ νου και διευρυμένους πνευματικούς ορίζοντες, που έχουν κάνει την υπέρβαση σε ό,τι αφορά τον ατομικό τους μικρόκοσμο. Υφάσματα που θυμίζουν οθόνες, όνειρα, φαντασιώσεις ερωτικές και θαύματα μπλέκονται με μαεστρία εδώ και αριστοτεχνικά παραπέμπουν σ’ αυτό που δεν ερμηνεύεται, αλλά όταν έχει το ένστικτο το αναγνωρίζει κανείς, και ονομάζεται ευτυχία. H Ρουκ «χορεύει» διανοητικά ως το τέλος του πόνου, της αγάπης, της μοναξιάς. Η αφοσίωση στις λέξεις και στους στίχους όλα τα χρόνια αλλά και η τεράστια εμπειρία ζωής την οδηγούν στη μεγάλη ουσία, στο μεδούλι των πραγμάτων. Είναι τόσο ξεκάθαρα πια όλα μέσα της, η ζωή της απαλλαγμένη από κάθε πολυπλοκότητα και αίσθηση του περιττού δείχνει το φως στις γενιές που έρχονται σε επαφή με την ποίησή της. Η θεατρικότητα του κειμένου δεν διαταράσσει αρνητικά τις ισορροπίες. Αυτοί οι διάλογοι με τον εαυτό αναδεικνύουν μια θαρραλέα σύγχρονη διαλεκτική πάνω στο βάρος των εννοιών και στην αξία της διάσωσης της αλήθειας, χωρίς να πέφτει κανείς θύμα ενός άκριτου και ματαιόδοξου υποκειμενισμού. Πέρα από τη λογοτεχνικότητα του βιβλίου, λοιπόν, βγαίνει στην επιφάνεια και μια αγία διανοητικότητα που λειτουργεί λυτρωτικά για την ψυχή του αναγνώστη.

Η Ρουκ θέτει ερωτήματα υπαρξιακής φύσης στον εαυτό της και προσπαθεί να τα απαντήσει κατανοώντας ταυτόχρονα ποιο μέρος της ύπαρξής της αιμορραγεί ακόμα – αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε ποιο βαθμό.

Στη δεύτερη πράξη, ο πόνος βγαίνει νικητής, έχει και την τιμητική του γενικά. Αφού η ποιήτρια τον προτιμά και τον επιλέγει για τη ζωή της επειδή κρίνει ότι είναι περισσότερο ανεκτός από το άγχος, που της δίνει την «αίσθηση μιας απειλητικής αβεβαιότητας» η οποία έχει γίνει επιθετική και συνεπώς επικίνδυνη. Της δημιουργεί απίστευτη σύγχυση, της δηλητηριάζει τη ζωή, της θολώνει τα νερά της καθημερινότητας, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει τους εχθρούς από τους φίλους.

Το χθες στο μυαλό της δεν είναι ανολοκλήρωτο. Έχει συνθέσει τα κομμάτια του παζλ, η ίδια λειτουργεί σαν ήρεμη δύναμη, έχει αποδεχτεί το πένθος ως μέρος της φυσικής μας ζωής. Έχει αποδεχτεί τη θλίψη ως σύντροφο ζωής και την αποκαλεί «άγγελο της μοναξιάς» («Αθώα Θλίψη», Γ’ πράξη). Η Ρουκ θέτει ερωτήματα υπαρξιακής φύσης στον εαυτό της και προσπαθεί να τα απαντήσει κατανοώντας ταυτόχρονα ποιο μέρος της ύπαρξής της αιμορραγεί ακόμα – αν κάτι τέτοιο συμβαίνει και σε ποιο βαθμό. Έχει τα μάτια στραμμένα στο μέλλον, αλλά αυτό δεν δίνει καθαρές απαντήσεις, γνωρίζει όμως την τέχνη του σαρκασμού. Έχει τη γνώση πια ότι το μέλλον προέρχεται από το παρελθόν και έτσι πορεύεται. Διευθετεί τους λογαριασμούς της με το χρόνο με σύνεση, συνδιαλέγεται μαζί του και παραδέχεται πως, αν δεν υπήρχε εκείνος, δεν θα είχε τη συνείδηση πως ζει. To δωμάτιο επανέρχεται ως μοτίβο μέσα στο έργο της και εκείνη του αποδίδει, ποιητικώ τω τρόπω, την κατάλληλη σημειολογία. Το δωμάτιο της μοναξιάς και της ποίησης. Και οι δύο σε διδάσκουν πολλά. Η πρώτη σού δείχνει πως το χειρότερο πράγμα στον κόσμο είναι να μην υποφέρει κανείς από την απουσία κάποιου. Αλλά είναι η δύναμη που έχουμε κρυμμένη μέσα μας που μας κάνει να αισθανόμαστε καμιά φορά ότι και τα αδιέξοδα μπορούμε να τα χειριστούμε. Ακόμα και την ίδια την υποκρισία, αν και αποδεικνύεται πολύ χειριστική. Έχουμε τη δύναμη να κοιτάζουμε στα μάτια τον ίδιο μας τον καθρέφτη και να πραγματευόμαστε το νόημα του χρόνου και της ζωής.29-10-2016_tis-monaksias-diprosopoi-monologoi-eswt

Η Ρουκ συνομιλεί γόνιμα και με το Ποίημα και έτσι με την ποιητική τέχνη στο σύνολό της. Όταν τα δεσμά της ύπαρξης γίνονται ανυπόφορα, εκείνη μπορεί, έστω για μια στιγμή, να κάνει τον δημιουργό να καλπάζει στο άπειρο. Η λύπη που η απώλεια του έρωτα γεννάει μπορεί να είναι δημιουργική. Μπορεί να γεννήσει ποιήματα, αλλά η ποιήτρια αμφιβάλλει κάποιες φορές αν αυτά έχουν θέση στον κόσμο. Οπότε τα κρατά μέσα στα συρτάρια της, για τα οποία το Ποίημα προσωποποιημένο υποστηρίζει: «Γιατί τα συρτάρια είναι καλύτερα από την ανυπαρξία. Να ζεις. Αρκεί να ζεις» («Εξομολόγηση στον Καθρέφτη»).

Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Καστανιώτης
80 σελ.

 

Πηγή: diastixo.gr