Το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) της Θεσσαλονίκης παρουσιάζει δύο παράλληλες εκθέσεις για τον Νίκο Δραγούμη και για τη σύντροφό του, Λύντια Μπορζέκ, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
Ένας καλλιτέχνης που ποτέ δεν θέλησε να πουλήσει κανέναν πίνακά του, επειδή πίστευε πως η αληθινή τέχνη είναι ιερή και μη εμπορεύσιμη, τιμάται από το ΜΙΕΤ, μέσα από την έκθεση «Νίκος Δραγούμης, ο ζωγράφος 1874 – 1933», η οποία παρουσιάστηκε στην Αθήνα, τον περασμένο Μάιο, και τώρα μεταφέρεται στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ (Βίλα Καπαντζή – Βασιλίσσης Όλγας 108), όπου και εγκαινιάζεται την Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου, στις 8 το βράδυ, και θα διαρκέσει έως τις 29 Νοεμβρίου.
Παράλληλα, την αμέσως επόμενη ημέρα, Πέμπτη 1 Οκτωβρίου, στις 8 το βράδυ, εγκαινιάζεται στο Βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ (Τσιμισκή 11), η έκθεση «Lydia Borzek. Μια Ρωσίδα ζωγράφος. Από το Παρίσι στην Ελλάδα», η οποία παρουσιάζεται για πρώτη φορά και αποτελεί θεματολογική επέκταση και, κατά κάποιον τρόπο, αναπόσπαστο συμπλήρωμα της έκθεσης του Νίκου Δραγούμη, καθώς οι δυο τους υπήρξαν ζευγάρι στη ζωή και την τέχνη. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 24 Οκτωβρίου.
Στον χώρο της έκθεσης του Νίκου Δραγούμη, η οποία συνοδεύεται από ομότιτλο κατάλογο με κείμενα των Μάρκου Φ. Δραγούμη, Φίλιππου Στ. Δραγούμη, και Νίκου Π. Παΐσιου, και με εικονογραφημένο χρονολόγιο και μαρτυρίες για τη ζωή του, θα προβάλλεται το ντοκιμαντέρ της Κλεώνης Φλέσσα, «Νίκος Δραγούμης, ένας ζωγράφος στη σκιά της ιστορίας».
Με αγάπη στη λεπτομέρεια και τις ευαίσθητες γραμμές
Γεννημένος στην Αθήνα, το 1874, ο Νίκος Δραγούμης ήταν πρωτότοκος γιος του πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και αδερφός του πολιτικού και συγγραφέα Ίωνα Δραγούμη. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, πήγε στο Παρίσι, για να προετοιμαστεί για τις εισιτήριες εξετάσεις για τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Απέτυχε και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Σορβόννης, από όπου αποφοίτησε με πολλές δυσκολίες.
Εγκατέλειψε τα νομικά, τα οποία ποτέ δεν αγάπησε, αλλά αναγκάστηκε, από την οικογένειά του, να σπουδάσει. Από αυτήν την περίοδο, έχουμε μόνο λίγα σχέδιά του, που, αν και σχέδια ενός πρώιμου αδιαμόρφωτου ακόμα ταλέντου, διαγράφουν σε γενικές γραμμές τις αρχές, που επικράτησαν στον ώριμο ζωγραφικό του βίο: την αγάπη στη λεπτομέρεια και τις ευαίσθητες γραμμές του σχεδίου.
Ξεκίνησε μαθήματα στην ιδιωτική σχολή τέχνης Académie Julian, και, τα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν τα πιο παραγωγικά και χαρακτηριστικά. Σταδιακά, εγκατέλειψε το Παρίσι για την Προβηγκία, όπου διέμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Από την περίοδο αυτή, προέρχεται και ο μεγαλύτερος αριθμός των σωζόμενων έργων του.
Ήταν σαφής η προτίμησή του να ταυτίζεται συχνά με θέματα εργατικά – αγροτικά, που ξεφεύγουν από την απεικόνιση αστικών ή μεγαλοαστικών προτύπων, ιδιαίτερα μετά τη ρήξη με την οικογένειά του, που τον έκανε να ζει με πενιχρά οικονομικά μέσα.
Το 1911, του εκδηλώθηκε ψυχικό νόσημα και νοσηλεύτηκε σε διάφορα ψυχιατρικά ιδρύματα. Τη διετία 1912 – 1914, εμφάνισε σχετική ύφεση των συμπτωμάτων και κατόρθωσε να δουλέψει για λίγο στην Αττική και την Άνδρο. Αν και δεν ήταν πια κύριος και απόλυτος κάτοχος των εκφραστικών του μέσων, έδωσε λαμπρά σχέδια, που έκαναν ακόμα πιο αισθητή την οριστική του καλλιτεχνική απώλεια από το 1914 και μετά. Πέθανε το 1933, μετά από εικοσαετή εγκλεισμό στη Γενεύη και την Αθήνα.
Άκακος, ευγενικός και επαναστάτης
O αδερφός του, Φίλιππος Στ. Δραγούμης, έγραψε για αυτόν: «Ο Νίκος, άκακος, ευγενικός και αξιαγάπητος άνθρωπος, αν και επαναστατικής ιδιοσυγκρασίας – και, κάποτε, θυμώδης – είναι, πιθανόν, ο πρώτος που έφερε στην Ελλάδα την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία και το χωρίς βαθμιαία φωτοσκίαση, σχεδόν διακοσμητικό, σχεδίασμα με νερόχρωμα και gouache (πηχτό, συνήθως άσπρο χρώμα) πάνω σε σκοτεινό αδρό χαρτί (στρατσόχαρτο).
Ήταν φιλόσοφος, στωικός, κάθε άλλο, όμως, παρά αυστηρός. Αντίθετα, ήταν χαρούμενος, αμέριμνος και ειρωνικός, χωρίς κακία, αγαπούσε στο έπακρο την ελευθερία και μισούσε κάθε συμβιβασμό ηθικό και κοινωνικό, κάθε υποκρισία και κάθε επιτήδευση, λάτρευε τη φύση και απεχθανόταν θανάσιμα τις προόδους της τεχνικής και της μηχανικής. Υπεραγαπούσε την ελεύθερη φύση και προσπαθούσε με μεγάλη ασκητικότητα να προσαρμόζεται στους φυσικούς νόμους. Δεν τον ένοιαζε τι λέγουν ή τι κάνουν οι αστοί.
Μάλλον, με τα φερσίματα και το ντύσιμό του, περιφρονούσε και κορόιδευε τους συμβατικούς τους κανόνες ζωής και τρόπους συμπεριφοράς, αν και πάντα το έκανε με ευγένεια, χωρίς να τους προσβάλλει και χωρίς κακία για κανέναν. Αγαπούσε την απλοϊκή και αβίαστη φυσικότητα των χωρικών, τον εύρωστο και ανεπηρέαστο από τον μηχανικό πολιτισμό τρόπο ζωής τους κοντά στην ελεύθερη φύση.
Ο Νίκος ποτέ δεν θέλησε να πουλήσει κανέναν του πίνακα, γιατί πίστευε πως η αληθινή τέχνη είναι ιερή και μη εμπορεύσιμη. Επίσης, πίστευε πως δεν είναι σωστό, με την τέχνη, να επιδιώκεται η απόδειξη καμιάς ιδέας ή θεωρίας μη αυστηρά καλλιτεχνικής. Ήταν οπαδός της αρχής του “L’ artpourl’ art”, του ότι, δηλαδή, η τέχνη αποτελεί απλή έκφραση του ψυχικού αισθητικού κόσμου τού καλλιτέχνη και τίποτε περισσότερο».
Με τα βιογραφικά της στοιχεία να παραμένουν σκοτεινά
Για τη Λύντια Μπορζέκ, γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Τα βιογραφικά της στοιχεία παραμένουν σκοτεινά, ελλιπή και αδιερεύνητα. Γεννήθηκε στη ρωσική αυτοκρατορία και, σε νεαρή ηλικία, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική και συμμετείχε στο μεγάλο κύμα της καλλιτεχνικής μετανάστευσης, που προετοίμασε τον μοντερνισμό. Γνώρισε τον Νίκο Δραγούμη και, παρόλο που έργα της είχαν ήδη γίνει δεκτά στις ομαδικές επίσημες εικαστικές εκθέσεις (Salons) της εποχής, η Μπορζέκ εγκατέλειψε κάθε ελπίδα σταδιοδρομίας, προκειμένου να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα και στην οδό του μαρτυρίου, δηλαδή τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Τον περίμενε καρτερικά να αναρρώσει, αλλά η ανάρρωση δεν ήρθε ποτέ. Έμεινε στην Ελλάδα και πέθανε στις αρχές της Κατοχής.
Τα λάδια και τα σχέδιά της, που έχουν, μέχρι σήμερα, βρεθεί, αναδεικνύουν ένα έργο, που συγκεφαλαιώνει τη ζωγραφική στην Ευρώπη, από τον μεταϊμπρεσσιονισμό έως τον φωβισμό. Όλα αυτά, μετά την εγκατάστασή της στην Ελλάδα, εφαρμόστηκαν πάνω στο ελληνικό τοπίο, με ανάλογη θεματογραφία και σε συγχορδία με το έργο του Νίκου Δραγούμη.
Πληροφορίες
Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ: Βίλα Καπαντζή: Λεωφ. Βασ. Όλγας 108 – Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 295170 – 1 (καθημερινές: 9.00 – 14.30) και 2310 295149 (τις ώρες λειτουργίας της έκθεσης). Ωράριο λειτουργίας έκθεσης: Τρίτη: 9.00 – 16.00, Τετάρτη και Πέμπτη: 14.00 – 21.00, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή: 10.00 – 18.00. Δευτέρα: κλειστά.
Βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ: Τσιμισκή 11 – Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310 288036. Ωράριο λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο: 10:00 – 15:00, Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή: 10:00 – 21:00.
Πηγή: naftemporiki.gr