Οι τιμητές της ρωσικής γλώσσας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας

7.7.2015_Οι τιμητές της ρώσικης λογοτεχνίας

Λέων Τολστόι, ο αμετανόητος ανθρωπιστής, ο τζόγος, η κατάθλιψη και ένα άδοξο τέλος.

Ο Λέων Τολστόι γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1828 και πέθανε αρχές Νοεμβρίου 1910. Στο μεταξύ έκανε πολλά. Υπήρξε ο νεότερος από τα τέσσερα αγόρια της οικογένειας και έχασε τη μητέρα του σε ηλικία μόλις δυο ετών. Επτά χρόνια αργότερα έμεινε ορφανός και από πατέρα οπότε η επιμέλεια των παιδιών δόθηκε στον θείο τους. Η εκπαίδευσή του έγινε κατ΄οίκον από γάλλους και γερμανούς παιδαγωγούς για να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο του Καζάν, στο τμήμα Ανατολικών Γλωσσών. Οι επιδόσεις του δεν ήταν καλές και μεταπήδησε στις νομικές σπουδές από όπου όμως έφυγε χωρίς να τις ολοκληρώσει λίγα χρόνια αργότερα. Επέστρεψε σπίτι και ξεκίνησε να δουλεύει τη γη, επίσης χωρίς αποτέλεσμα. Ακολουθώντας τις προτροπές του αδερφού του, μπήκε στο στρατό και πολέμησε στον πόλεμο της Κριμαίας το 1855. Τα χρόνια της αγροτικής ζωής του επέτρεψαν να έχει στη διάθεσή του ελεύθερο χρόνο τον οποίο και αξιοποίησε κρατώντας ημερολόγιο και γράφοντας την αυτοβιογραφία του. Το 1852 είχε την πρώτη του δημοσίευση σε έγκριτο περιοδικό της εποχής, γεγονός που φαίνεται πως τον ενθάρρυνε να συνεχίσει το γράψιμο και στη διάρκεια του πολέμου. Με το πέρας αυτού, επέστρεψε στη Ρωσία, όμως εξαιτίας του έντονου και αντιδραστικού του χαρακτήρα, αρνήθηκε να ενταχθεί στη λογοτεχνική σκηνή της Αγίας Πετρούπολης. Αντίθετα, εγκατέλειψε τη χώρα και, ανακηρύσσοντας εαυτόν αναρχικό, έφυγε για το Παρίσι όπου επιδόθηκε στον τζόγο, έχασε όλα του τα χρήματα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στα πάτρια. Εκεί, συνέχισε το συγγραφικό του έργο αλλά και ξεκίνησε την έκδοση της εφημερίδας Yasnaya Polyana και παντρεύτηκε την κόρη ενός γιατρού την ίδια χρονιά. Τότε άρχισε να αφοσιώνεται στη συγγραφή του Πόλεμος και Ειρήνη για να ακολουθήσει το Άννα Καρένινα, και τα δυο με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων που του απέφεραν πολλά χρήματα αλλά και καταξίωση. Παρά το γεγονός ότι όλα φαινομενικά ήταν καλά στη ζωή του πατέρα πλέον δέκα παιδιών Λέων, ο ίδιος υπέφερε από κατάθλιψη. Η πνευματική του κρίση στην οποία οδηγήθηκε αναζητώντας το νόημα της ζωής τον οδήγησαν στην Εκκλησία από όπου έφυγε σε πλήρη απογοήτευση. Κρίνοντας τον κλήρο καθολικά διεφθαρμένο, ανέπτυξε τις δικές του θεωρίες που κατέγραψε στο έργο του The Mediator. Η μήνη των εκκλησιαστικών φορέων ήταν μεγάλη, το ίδιο και της γυναίκας του όταν της ζήτησε ανεπιτυχώς να χαρίσουν όλα τους τα χρήματα. Το φιλανθρωπικό του εγχείρημα δεν υλοποιήθηκε, αντ΄αυτού παραχώρησε όλα τα δικαιώματα από το συγγραφικό του έργο στη συμβία του. Συνέχισε να αποτυπώνει τις πεποιθήσεις του μέσω των ηρώων του στα έργα μυθοπλασίας που ακολούθησαν. Τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του καθιερώθηκε ως ηθικός και θρησκευτικός ηγέτης του οποίου οι πεποιθήσεις για αντίσταση στο κακό χωρίς τη χρήση βίας, επηρέασαν το κοινό αλλά και επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Μαχάτμα Γκάντι. Οι εντάσεις στην οικογένεια συνεχίστηκαν με τη γυναίκα του Λεών να αποδοκιμάζει τόσο τις ιδέες του όσο και τις παρέες με τις οποίες τις μοιραζόταν. Με την κόρη του Αλεξάνδρα, εγκατέλειψε το σπίτι του και ξεκίνησε ένα ταξίδι ινκόγκνιτο το οποίο όμως δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει, αφού πέθανε σε κάποιον ενδιάμεσο σταθμό στο Αστάποβο.

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, το ενθαρρυντικό οικογενειακό περιβάλλον, η Λολίτα και οι πεταλούδες

Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη στις 23 Απριλίου το 1899 και μεγάλωσε με τα τέσσερα αδέρφια του στο πλαίσιο μιας εύρωστης οικονομικά οικογένειας που ενθάρρυναν την φαντασία και επένδυσαν στο μέλλον του. Διδάχτηκε γλώσσες και μαθηματικά, εντρύφησε σε παιχνίδια όπως το σκάκι αλλά και σπορ όπως η πυγμαχία. Οι ιδιαίτεροι παιδαγωγοί του του δίδαξαν την αγγλική γλώσσα την οποία κατέκτησε πριν ακόμη μάθει τη μητρική του. Στην ηλικία των επτά ετών εισήχθη στο Prince Tenishev School όπου και καταξιώθηκε, όχι μόνο ως μαθητής, αλλά και ως ειδικός επί των πεταλούδων. Το ταλέντο του στη συγγραφή φάνηκε επίσης πολύ νωρίς αφού ο Βλαντιμίρ άρχισε να γράφει ποίηση από την ηλικία των 13 ετών. Μετά την επανάσταση, οι γονείς του έχασαν την περιουσία και το σπίτι τους και αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Λονδίνο για μια καινούρια ζωή. Το Cambridge υποδέχτηκε τον Ναμπόκοφ ο οποίος μετά την αποφοίτησή του βρέθηκε στην Γερμανία. Η οικογένεια ενώθηκε ξανά όμως οι εξελίξεις ήταν δυσάρεστες. Ο πατέρας του διάσημου λογοτέχνη δολοφονήθηκε το 1922.  Τρια χρόνια μετά ο Ναμπόκοφ παντρεύτηκε τη Vera Slonim in 1925 και έκαναν ένα γιο, τον Dmitri, που ακολούθησε καριέρα στην όπερα ως τραγουδιστής. Ο Ναμπόκοφ άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει σε ρωσικές εφημερίδες του Βερολίνου και του Παρισιού υπογράφοντας ως “V. Sirin”. Το 1940 μετακόμισε στις ΗΠΑ όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως καθηγητής γλωσσών στο Πανεπιστήμιο Stanford και αργότερα στο πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης. Παράλληλα, συνέχισε τις έρευνές του στις πεταλούδες με εξαιρετικά αποτελέσματα, αφού ανακάλυψε πολλά είδη. Παρά το συγγραφικό του έργο, στο διάστημα ως το 1955, η αναγνώριση ήρθε με το μυθιστόρημά του Λολίτα το οποίο έγινε αμέσως τεράστια επιτυχία. Ο διάσημος πια συγγραφέας εγκαταλείπει τη διδασκαλία και αφοσιώνεται στο γράψιμο, τις μεταφράσεις και τις πεταλούδες. Το 1964 δήλωσε στο περιοδικό Life: «Το γράψιμο υπήρξε πάντα για μένα ένα βασανιστήριο και ένας τρόπος διασκέδασης”. Πέθανε στις 2 Ιουλίου 1977.

Αντόν Τσέχωφ,  ο χιουμορίστας ευθυμογράφος, ο συμπονετικός γιατρός, ο υμνηστής του έρωτα και της οικολογίας

Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ γεννήθηκε στις  29 Ιανουαρίου 1860 και πέθανε στις 15 Ιουλίου 1904. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του και μεγάλωσε σε πολύ αυστηρό καιθρησκευτικό περιβάλλον. Καλός μαθητής δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ανέκαθεν είχε τη φήμη του παραμυθά και του ευφυολόγου. Όταν το 1875 η οικογένειά του πτωχεύει και φεύγει στη Μόσχα, ο Τσέχωφ μένει πίσω για να ολοκληρώσει τις σπουδές του, βγάζει το ψωμί του παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον και τελικά πουλά ό,τι είχε απομείνει από τα πράγματα του σπιτιού και στέλνει τα λεφτά στους γονείς του στη Μόσχα. Το 1879 μπαίνει στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας, από όπου αποφοίτησε το 1884. Από τα χρόνια του γυμνασίου έγραφε χιουμοριστικές σκηνές, αφηγήσεις, μονόπρακτα και ως φοιτητής δημοσίευσε τα πρώτα του ευθυμογραφήματα. Συνεργάστηκε με περιοδικά με το ψευδώνυμο «Αντόσια Τσεχοντέ». Η εξέλιξη της συγγραφικής του πορείας υπήρξε καταιγιστική. Το 1884 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων, το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο Κύκνειο άσμα, το 1887 ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του Ιβάνοφ, το οποίο δέχεται αντικρουόμενες κριτικές γεγονός που τον οδήγησε να μη δώσει ποτέ σε επαγγελματικό θίασο το δεύτερο θεατρικό του έργο το Δαίμονας του δάσους (πρώτη μορφή του έργου Ο Θείος Βάνιας). Το 1888 του απονέμεται το Βραβείο Πούσκιν, ενώ το 1896, με χρήματα που συγκεντρώνει από εράνους, φιλανθρωπίες και παραστάσεις, χτίζει ένα σχολείο στο Ταλέζ. Ο Γλάρος θα χρειαστεί να περιμένει ως το 1896 οπότε ανεβαίνει ανεπιτυχώς στην Πετρούπολη, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι. Το 1902 παραιτείται από τη Ρωσική Ακαδημία διαμαρτυρόμενος για τη μη αποδοχή του Γκόρκι, λίγο αφότου το έργο του Οι τρεις αδελφέςανέβουν στη Μόσχα. Ως γιατρός βοηθούσε τους ανήμπορους, νοιαζόταν πραγματικά γιά εκείνους που υπέφεραν και έκανε ό,τι μπορούσε για να τους γιατρέψει. Βαθιά ανθρωπιστήςκαι παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε (είχε προσβληθεί από φυματίωση), δεν δίστασε να ταξιδέψει έως την Σιβηρία γιά να παρακολουθήσει τις συνθήκες επιβίωσης των φυλακισμένων στο νησί Σαχαλίνη. Το ανανταπόδοτο στον έρωτα, τα ερωτικά τρίγωνα και οι συγκρούσεις είναι μοτίβα πάντα παρόντα στα έργα του, καθώς και ο ρόλος της φύσης, που αντανακλά το έντονο ενδιαφέρον του Τσέχωφ για την οικολογία και την αγάπη του για το φυσικό περιβάλλον.

Φιόντρο Ντοστογιέφσκι, η φυλακή, τα καταναγκαστικά έργα, τα χρέη και οι μεγάλες δημιουργίες

Ο Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1821 και απεβίωσε αρχές του 1881. Ο πατέρας του, γιος κληρικού, κατόρθωσε να σπουδάσει ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και έτσι πήρε μια θέση στην αριστοκρατία. Ο νεαρός Φιοντόρ δεν μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και στη στέρηση αλλά μέσα σε συνεχείς οικονομικούς υπό την καθοδήγηση ενός σκληρού πατέρα ο οποίος μάλιστα δολοφονήθηκε από τους χωρικούς που δεν άντεχαν τον αυταρχικό του χαρακτήρα. Ως αντίδραση στο πατρικό πρότυπο, ο Φιόντορ ασχολήθηκε με τον άνθρωπο και την κοινωνία και υπήρξε αγωνιστής και επαναστάτης. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών  και εναντιώθηκε στην πολιτική του Τσάρου Νικολάου του Α’, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί για συνωμοσία και να καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1849, ο 28χρονος Fyodor οδηγείται, μαζί με τα άλλα μέλη του Κύκλου Petrashevsky, ενώπιον του αποσπάσματος. Την τελευταία στιγμή η εκτέλεση ματαιώνεται με απόφαση του Τσάρου να μετατρέψει την θανατική καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα, στο Ομσκ της Σιβηρίας. Εκεί ο μελλοντικός λογοτέχνης περνά μια τετραετία βασανιστηρίων και εξευτελισμών που επιδεινώνει το πρόβλημα επιληψίας που αντιμετώπιζε αλλά και δίνει τροφή για το μεταγενέστερο Σπίτι των Νεκρών (1862).
Το 1854 βγαίνει από τη φυλακή αλλά είναι υποχρεωμένος να εκτίσει το δεύτερο μέρος της ποινής του κοντά στα σύνορα με την Κίνα. Εκεί γνωρίζεται με την ήδη παντρεμένη Maria Dmitrievna Isaev την οποία και ερωτεύεται. Το ζευγάρι παντρεύεται το 1857, μετά το θάνατο του συζύγου της. Το 1859 επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη και μαζί με τον αδελφό του εκδίδει δύο περιοδικά τα οποία, όμως, δε σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα να βρεθείκαταχρεωμένος. Μόνη του διέξοδος η συγγραφή. Το 1864 επιφυλάσσει σκληρά χτυπήματαγια τον Ντοστογέφσκυ με τη σύζυγο του να πεθαίνει από φυματίωση και τον αδερφό του να ακολουθεί. Βυθίζεται στην κατάθλιψη, συχνάζει όλο και περισσότερο σε σαλόνια τζόγου, συσσωρεύει όλο και μεγαλύτερα χρέη. Υπό μεγάλη βιασύνη ολοκλήρώνει το Έγκλημα και Τιμωρία(1866) , το διασημότερο έργο του, μόνο και μόνο για να λάβει την προκαταβολή που χρειαζόταν. Με παρόμοιο τρόπο έγραψε και τον «Παίχτη» την οποία υπαγορεύει στην 20χρονη στενογράφο Anna Grigoryevna Snitkina την οποία ερωτεύεται και κάνει σύζυγό του. Ακολούθησαν οι «Δαιμονισμένοι», ο «Ηλίθιος» και οι «Αδερφοί Καραμαζώφ» (1879 – 1880), ενώ δημοφιλή είναι τα διηγήματα «Ένας τίμιος κλέφτης (1848)» και ο «Κροκόδειλος» (1865). Ο Ντοστογιέφσκι, πέρα από επιληπτικός, υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή από ασθένεια των πνευμόνων, ώσπου πέθανε τελικά από σοβαρή πνευμονική αιμορραγία.

 

Πηγή: clickatlife.gr