Οι Αμυγδαλιές που «πέθαναν»

Γράφει: ο Κώστας Πραχάλης

Για τις αμυγδαλιές των Μολάων λέω, που χάθηκαν χρόνο με το χρόνο από τη δεκαετία του ’90 κι ύστερα, άλλες από αρρώστια ή εγκατάλειψη κι άλλες -οι πολλές- από το σκαπτικό μηχάνημα, για να φτιάξουμε κτίρια ή για να φυτέ-ψουμε ελιές και πορτοκαλιές.

Λιγοστές έχουν απομείνει εδώ κι εκεί, για να θυμίζουν κάθε χειμώνα το…δάσος με τις αμυγδαλιές των Μολάων.

Σε μας τους μεγαλύτερους δηλαδή, γιατί οι νεότερες ηλικίες δεν έχουν εικόνα.

Δεν έχουν δει την περιοχή στις βόρειες, μα κυρίως στις ανατολικές παρυφές της πόλης από τις Κουτσούμπες (Ελαιουργείο) και τη Σπερδουκλιώνα, μέχρι το Νεκροταφείο (Κουρίστρα) και το (Σούρη) κι ακόμη πέρα στου Καμπέρη και στις μάντρες των Πακίων, δεν έχουν δει να ασπρολογάει ο τόπος από τις ανθισμένες αμυγδαλιές και δεν έχουν μυρίσει τον αέρα με το άρωμά τους.

Δεν έχουν δει το ρέμα, από το Πνευματικό Κέντρο μέχρι κάτω στο παλιό Γυμνάσιο (Οικοτροφείο) και στη δεύτερη γέφυρα των Μολάων (Νοσοκομείο), πνιγμένο και στις δυο του όχθες από τις πικραμυγδαλιές που ρόδιζαν «ερωτικά» κι ήταν να σταματάς και να τις χαζεύεις.

Θυμάμαι από τα γυμνασιακά μου χρόνια στις εκδρομές να τραγουδάμε οι μαθητές εν χορώ το παλαιόθεν αυτοσχέδιο άσμα:
«Γυμνάσιο – Γυμνάσιο με τις αμυγδαλιές σου
τίποτα δε σου ζήλεψα Γυμνάσιο, μον’ τις μαθήτριές σου».

Ούτε ρομαντισμός με κατέλαβε ούτε φυσιολατρική ευαισθησία. Απλώς είδα σήμερα εκείνες τις μισοπεθαμένες αμυγδαλιές στο Λύκειο απέναντι με τα αμύγδαλα ξερά πάνω τους, χρόνια αμάζευτα και αναπολώντας αισθάνθηκα σαν φόρο τιμής αυτή την αναφορά μου στο δέντρο, που με τη χειμωνιάτικη φυσική ομορφιά του χάριζε μια ξεχωριστή «ταυτότητα» στον τόπο μας, αλλά και που έδινε κάθε χρόνο το εισόδημά του, χωρίς να απαιτεί δαπανηρή καλλιέργεια και χωρίς να εξαρτάται από την…εφιαλτική στάθμη των γεωτρήσεων!

Για να είμαι δε ειλικρινής, στα παιδικά μου χρόνια ουδόλως είχα εκτιμήσει την ομορφάδα της ανθοφορίας τους.

Μεγαλώνοντας σε αγροτική οικογένεια, άλλα πράγματα έχω να θυμάμαι από τις αμυγδαλιές.

Πρώτα, τα τσάγαλα. Τα μικρά πράσινα και ξυνά μυγδαλάκια που ήταν τότε για τα παιδιά κάτι σαν εποχικό…φρούτο.

Ύστερα, τα γινωμένα χλωρά «μύδαλα» που τα σπάζαμε με την πέτρα και γέμιζε το στόμα μας από το…γάλα τους το πεντανόστιμο.

Μετά, την αμυγδαλόψυχα από τους φρεσκοξεραμένους στον ήλιο καρπούς, σκληρούς ή αφράτους, που την κοπανούσαμε στο χαβάνι, την ανακατεύαμε με την…κλεμμένη από το καφεκούτι ζάχαρη και τη γευόμαστε μισή-μισή την κουταλιά, για…να μη σωθεί γρήγορα.

Τέλος, τα κοκολόγια. Τα μύγδαλα δηλαδή που έμεναν στις κορφές των δέντρων μετά τη συλλογή του προϊόντος από τους ιδιοκτήτες τους και μεις τα παιδιά τα ρίχναμε με τα ραβδιά, σκαρφαλώνοντας όσο ψηλότερα μπορούσαμε, για να τα πουλήσουμε -κάτι λίγες οκάδες- και να εξασφαλίσουμε το χαρτζιλίκι για τα παγωτά ΕΒΓΑ στης Αγια-Παρασκευής το πανηγύρι. Ούτε το χνούδι τους μας πείραζε με τη φαγούρα του στο ξεφλούδισμα ούτε ο κίνδυνος να πέσουμε και να τσακιστούμε.

Το θέαμα το εξαίσιο με ανθισμένες τις χιλιάδες αμυγδαλιές των Μολάων το αξιολόγησα όταν μετά από απουσία δυο χρόνων γύρισα από το Στρατό, κι ήταν σαν να το αντίκριζα για πρώτη φορά. Η «πόλη με τις αμυγδαλιές» είπα μέσα από το λεωφορείο. Και πράγματι μπορούσε να ήταν έτσι το «τουριστικό» της όνομα, αν συνέχιζαν να ευδοκιμούν ακόμη.

Τότε διάβασα και στα βιβλία, ότι η τόσο πρώιμη και…ριψοκίνδυνη ανθο-φορία της αμυγδαλιάς οφείλεται στην πρόνοια της Φύσης. Στο «ένστικτο αυτοσυντήρησης» που έχει. Αν δηλαδή δεν άνθιζε τόσο πρώιμα (και τόσο… αποκλειστικά), τα έντομα -επειδή τα άνθη της είναι ατελή- δεν θα τα προτιμούσαν την Άνοιξη, αφού έχουν τη δυνατότητα να επισκέπτονται τόσα άλλα άνθη μέσα στην απέραντη ποικιλία αυτής της εποχής και έτσι τα δικά της θα έμεναν αγονιμοποίητα και άκαρπα κατά συνέπεια και θα είχε εξαφανιστεί το είδος της.

Από τα χρόνια που ακολούθησαν, θυμάμαι και τούτο :

Ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες του τότε Φυσιολατρικού Συλλόγου Μολάων (Κούλα Πανουτσοπούλου, Αντώνης Ζερβάκος, Μπάμπης Κρυπωτός κ.α.) καθι-ερώσαμε και τον ετήσιο «Χορό της ανθισμένης αμυγδαλιάς», που ήταν κάθε Φλεβάρη μια βραδιά ανεπανάληπτη, με την αίθουσα του Ξυνού πνιγμένη στην οροφή και τις τζαμαρίες με κλωνάρια από…λεηλατημένες αμυγδαλιές.

Τώρα, που δεν υπάρχουν πια γύρω μας, τώρα που βγαίνω από το αμάξι και ψάχνω κατά μήκος του δρόμου να κόψω ένα ανθισμένο κλωνάρι να το δώσω στη γυναίκα μου, τώρα που αγοράζω μισό κιλό άνοστα και πανάκριβα αμύ-γδαλα εισαγωγής από το σουπερμάρκετ, τώρα σκέφτομαι τη θέση της αμυγδα-λιάς στην αγροτική οικονομία (μήπως τελικά δεν έπρεπε να καταργήσουμε μια τόσο καλά προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες καλλιέργεια;), αλλά και τη θέση της στη ζαχαροπλαστική και την εμπνευστική της παρουσία στη ζωγρα-φική (Βαν Γκογκ), στην ποίηση (Δροσίνης, Αθάνας, Καρυωτάκης, Βρεττάκος), στο τραγούδι, στη λογοτεχνία.

Ο Καζαντζάκης…«ρώτησε την αμυγδαλιά, αν υπάρχει θεός και κείνη άνθισε!»

Εμείς τώρα, τι να τη ρωτήσουμε (ποιητική αδεία). Πού πάνε οι αμυγδαλιές, όταν πεθάνουν; Στον Παράδεισο μάλλον. Για να τον ομορφαίνουν.