ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ “Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ”

 17.5.2015_Ο Μικρός Ναυτίλος Ο.Ε.ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν’ ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.

Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη “στιγμή” όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγελος. Η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία

με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό, ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου Παραδείσου.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΙV)

Τ’ ΑΝΩΤΕΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥ τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

(1) Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

(2) Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.

(3) Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

(4) Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.

(5) Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

(6) Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

(7) Ένας “Αναχωρητής” για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας “Ερχόμενος”.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧV)

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που – αλίμονο – τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧ)

ΕΝΑ ΒΟΥΝΑΚΙ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μ π ο ρ ο ύ μ ε. Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ’ απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)

 ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧΧVII)

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ. Λέμε τον ουρανό “ουρανό” και τη θάλασσα “θάλασσα”. Θ’ αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ’ αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα ‘ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μεσ’ απ’ αυτήν, όταν σκύβουμε, όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκια που ακουμπάνε το ‘να στ’ άλλο, και τ’ αμπέλια που κοιμούνται σα μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περιστεριώνες.

Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη. Τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ “Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ