Μετά από είκοσι πέντε χρόνια καριέρας σε λύκειο, ο καθηγητής Φιλοσοφίας Ευγένιος ντε Ζιλά αποφασίζει να ζήσει σε καράβι για να απομονωθεί και να γράψει: ένα σανσκριτικό λεξικό, ένα δεκάγλωσσο φιλοσοφικό λεξικό, ένα βιβλίο εκμάθησης της σανσκριτικής, ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τις βάσεις των ινδικών φιλοσοφιών, ένα δοκίμιο για τη φιλοσοφία των Σιχ, τον πρώτο τόμο των επεισοδίων της ζωής σου, ένα βιβλίο για τα ταξίδια του στην Ανατολή, μια μετάφραση των Μεταφυσικών διαλογισμών του Καρτέσιου, ένα δοκίμιο για την εσπεραντική ιδεολογία, επειδή ο εσπεραντισμός ανοίγει δρόμους για όλους προς την παγκόσμια κουλτούρα, το κάλλος και το καλό.
Απογοητευμένος από όλες τις θεωρίες για την παιδεία, για το σχολείο, για τους χίπις, για την εκμετάλλευση, βλέποντας τις ανθρωπιστικές επιστήμες, που αντιστέκονταν στην αποβλάκωση, να υποβαθμίζονται συνεχώς και την κοινωνία να εκμεταλλεύεται τους νέους, να κλέβει τα χρόνια τους στην καλύτερη ηλικία τους και να τους φορτώνει με σπουδές άχρηστες για να υπηρετούν το κοινωνικό σύστημα, για όλα αυτά, τα 51α γενέθλιά του πήρε την απόφαση που έφερε «τα πάνω κάτω».
Μετρώντας τους φίλους στα δάχτυλα του ενός χεριού, κατανοώντας ότι η πνευματική αγάπη είναι πλατωνικό εφεύρημα και ότι η «φιλία» εκφυλίζεται από φτηνές κοινωνικές εξαρτήσεις, έχοντας την κατανόηση και συμπαράσταση της γυναίκας του της Λένας, πουλάει το σπίτι και αγοράζει καράβι, το Kerguelen, από δεύτερο χέρι, σε πολύ καλή κατάσταση. Για τον πωλητή το πλοίο δεν έχει ανάγκη από τίποτα, για κάποιον που ξέρει έχει ανάγκη από πολλά. Και για τον ίδιο, που νομίζει πως ξέρει αλλά δεν ξέρει, αρχίζει η περιπέτεια.
Σε κείνους που του λένε ότι βρίσκεται σε παντοτινές διακοπές αντιπροτείνει να έρθουν τον χειμώνα να δουν πώς είναι η ζωή σε καράβι, με σκοτάδι, με κρύο, με κίνδυνο, με κούραση, με φόβο, με τα χέρια ματωμένα από το συρματόσχοινο και το καράβι να χοροπηδάει στα κύματα, με κίνδυνο να σπάσει στα βράχια.
Μια μικρή οδύσσεια-κρουαζιέρα που τραμπαλίζεται ανάμεσα στα όμορφα νησιά και αραξοβόλια, από τη Μασσαλία, στην Ίμπιζα, από την Ισπανία στην Κορσική, στο Μπονιφάτσιο με τους σκιερούς δρόμους και τα γενοβέζικα ωχροκόκκινα χρώματα, το μεσαιωνικό κάστρο, τις ιταλικές Μαντόνες, τα μεσογειακά θυμιάματα, στη Σαρδηνία, στα τριγύρω νησάκια, στο νησί Μανταλένα, στο λιμάνι Πόρτο Τσέβρο, καρδιά της Κόστα Εσμεράλντα που ανήκει στον Αγά Χαν∙ διακόσια δολάρια η βραδιά για τη διανυκτέρευση στο λιμάνι του ιστιοπλοϊκού∙ προτίμησε να μείνει αρόδο.
Ένα ευχάριστο ιντερμέδιο, οι δύο φιλοξενούμενες –Πατρίτσια και Ντανιέλ– που παραστάθηκαν στις απειρίες τις δικές του και της Λένας, που λάμπρυναν το κατάστρωμα του πλοίου του με τα γυμνά κορμιά τους, τελειώνει· οι όμορφες θα αποβιβαστούν στην Όλμπια της Σαρδηνίας και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. «Πώς να κρύψω ότι τις ερωτεύτηκα; … Στην αποβάθρα της Όλμπια τις φίλησα για τελευταία φορά στα χείλη και στάθηκα σαν ηλίθιος, με το χαμόγελο του Τσάπλιν, όπως αυτός, να παρατηρώ το αστεράκι που έφευγε. Ποτέ δεν θα καταλάβουν τι βοήθεια μου έδωσαν σε μια στιγμή της ζωής μου πολύ δύσκολη. Χωρίς αυτές θα είχε ξεσκιστεί η ψυχή μου».
Και το ταξίδι συνεχίζεται. Πόσες δουλειές έχει το καράβι, πόσες ευθύνες που δεν τις βάζει ο νους, πόσες βλάβες, πόσα έξοδα, πόσες πληγές στα πόδια και στα χέρια, πόσα άγχη, πόση κούραση; Όλα πρέπει να τα ελέγξει προσωπικά, αλλιώς θα λυθεί η βάρκα και θα σφηνωθεί ένα χιλιόμετρο μακριά μαζί με τη μηχανή Johnsonή θα μπερδευτεί η άγκυρα με υποθαλάσσια καλώδια. Ο καραβοκύρης γίνεται δύσκολος, επιθετικός, απαιτητικός και κυκλοθυμικός, μιλά στη Λένα, σε ώρα κινδύνου, σαν να είναι μούτσος. Θα τον εγκαταλείψει; Θα μείνει μόνος, θα μπορεί να κουμαντάρει το πλοίο; Τη μια ουρλιάζει, την άλλη ζητάει συγγνώμη.
Οι περιγραφές της τρικυμίας έξω από το Λίπαρι – το χτύπημα στο χέρι, οι φριχτές εικόνες ουρανού και θάλασσας, «Το σκάφος έρμαιο, το μακρύ υγρό σκοινί, σαν μαστίγιο που το χειρίζεται ένας τυφλός γίγαντας, αλώνιζε το κατάστρωμα», η ξεριζωμένη τροχαλία, «σαν μολυβένια μπάλα πάνω στο καμουτσίκι … τοπίο κόλασης… έπρεπε με κάθε κίνδυνο να πιάσω αυτό το κνούτο του σατανά» – μόνο με τις τρικυμίες της Οδύσσειας και της Αινειάδας μπορούν να παραβληθούν. Την άλλη μέρα όμως η ομορφιά του χωριού, το πρωινό φως του ήλιου, οι βαμμένες ψαρόβαρκες, οι άνθρωποι, τα γαϊδούρια, τα σκυλιά, η γκρίζα σκόνη της αλαφρόπετρας, το θειούχο νερό της μυκηναϊκής πηγής, τα ελληνικά και προελληνικά πλακάκια στο μουσείο, το γλυκό μεσογειακό κρασί, το μαλακό κρέας του ξιφία, η ζωή είναι ωραία. Στο μουσείο οι μάσκες από τις κωμωδίες του Μενάνδρου του δείχνουν ότι «Ο Μολιέρος δεν ανακάλυψε τίποτα. Το θέατρο του Μενάνδρου είχε ήδη τον φιλάργυρο, τον θρησκόληπτο, την πονηρή ομορφούλα, τον υποκριτή». Το βάζο 1050 παριστάνει σάτυρο και τρεις χορεύτριες που του θυμίζουν Ινδίες: «Μήπως η ελληνική τέχνη ήταν πιο διεθνής από την ελληνική φιλοσοφία;».
Και μετά, ο πλους προς την Ελλάδα. Πρώτο άγγιγμα το σκηνικό της Πύλου, «η χρυσοκόκκινη αυγή σαν οθόνη σινεμασκόπ. Αέρας κρυστάλλινος, χρώματα του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα». Αυτός είναι ο τόπος που διάλεξε για να ξεχειμωνιάσει. «Για την ιστορία του, την ομορφιά και την ησυχία του». Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, 425 π.Χ. ο αθηναϊκός στόλος. Η Σφακτηρία, σαν μαξιλάρι, οι λαοί της Πελοποννήσου είλωτες της Σπάρτης, ο Κλέων σαν τον Δαντόν του Βάιντα, και μια αλυσίδα από κατακτητές αρχαίους, μεσαιωνικούς, νεότερους, μέχρι την 20ή Οκτωβρίου του 1827. Περιγραφή της Ναυμαχίας στο Ναυαρίνο. Ο βυθός χαλί από τα βυθισμένα πλοία και το Κerguelen γλιστράει πάνω τους.
Φεύγει για τα Κύθηρα, αλλά λόγω κακοκαιρίας επιστρέφει στην Πύλο.
Ο Αντρέας είναι ένας Έλληνας Ζορμπάς που του μαθαίνει πολλά και πώς να λύνει τα σχοινιά σαν Μέγας Αλέξανδρος· με το μαχαίρι. Σχοινιά, δίχτυα, σημαδούρες, όσα επιπλέουν δεν πρέπει να κολυμπάνε, πρέπει να τα μαζεύεις. Φρόντισε να μη χάσεις το πλοίο, του λέει, γιατί τότε χάνεις τα πάντα, ενώ αν χάσεις τη σύζυγο, βρίσκεις άλλη. Η περιπέτεια στη θάλασσα, τα τεχνικά προβλήματα, οι βλάβες, η διακυβέρνηση, η οικονομία στο φαΐ και στο νερό. Σε κείνους που του λένε ότι βρίσκεται σε παντοτινές διακοπές αντιπροτείνει να έρθουν τον χειμώνα να δουν πώς είναι η ζωή σε καράβι, με σκοτάδι, με κρύο, με κίνδυνο, με κούραση, με φόβο, με τα χέρια ματωμένα από το συρματόσχοινο και το καράβι να χοροπηδάει στα κύματα, με κίνδυνο να σπάσει στα βράχια.
Από την άλλη, όμως, στήνει συμπόσιο με τα αγαπημένα του βιβλία. Όπως «Οι θεοί πίνουν ποίηση… Στην υγειά σας… Ακόμη ένα σονέτο από τον πολύ καλό Πετράρχη… Κοκτέιλ από Βαλερί, Σαιν Τζον Περς και Σέλεϊ. Πραγματικά Θεία κωμωδία. Θα έπρεπε να πάρω κάτι από αυτή».
Τι είναι ο Ευγένιος ντε Ζιλά; Καραβοκύρης, μηχανικός, συγγραφέας, περιηγητής, ιστορικός, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θαυμαστής τοπίων; Ένας Οδυσσέας είναι με μοντέρνες προδιαγραφές που γράφει μόνος του ό,τι θα έγραφε ο Όμηρος, και που η φουρτούνα στη θάλασσα είναι το ανάλογο εκείνης που έχει στο μυαλό του για το πού πάει ο κόσμος και πού ψάχνει να βρει τις αναγκαίες υλικές συνθήκες «για την πνευματική ολοκλήρωση πάνω σε πλοίο».
Να ζεις σε καράβι
Ευγένιος ντε Ζιλά
Μετάφραση: Μάνθα Χρήστου
Θίνες
336 σελ.
ISBN 978-618-80209-9-3
Πηγή:diastixo.gr