Ὑπό τοῦ Πανοσιολογιοτάτου Ἀρχιμανδρίτου Θεοκλήτου Μέντη, ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας.
Μιά ἐξαιρετική μορφή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἀποστολικός πατέρας Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ μάρτυς καί φιλόσοφος τοῦ ὁποίου τή μνήμη ἑορτάζουμε τήν 1η Ἰουνίου. Ὁ Ἰουστίνος, στόν ὁποῖον σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Ἀνδρέα Θεοδώρου[1] ὠφείλουμε ἕνα ἀπό τά πρώτα σύμβολα τῆς πίστεως,[2] μέ μεγάλη τόλμη καί ψυχικό σθένος θά ὁμολογήσει τήν πίστη του στήν χριστιαστιανική διδασκαλία[3] ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου Ρουστικοῦ ὁ ὁποῖος τόν κάλεσε νά πεισθεῖ στούς θεούς καί νά ὑπακούσει στούς βασιλεῖς.[4] Ὅμως ὁ γενναῖος μάρτυς τοῦ Χριστοῦ θά παραμείνει ἕως τέλους πιστός καί θά μαρτυρήσει μαζί μέ τούς συναθλητές του. Ὅπως διαβάζουμε στό σχετικό μαρτύριο οἱ ἅγιοι μάρτυρες Χαριτώ, Χαρίτων, Εὐέλπιστος, Ἱέραξ, Παίων, Λιβεριανός καί Ἰουστῖνος «δοξασθέντες τόν θεόν, ἐξελθόντες ἐπί τόν συνήθη τόπον ἀπετμήθησαν τάς κεφαλάς καί ἐτελειώθησαν αὐτῶν τήν μαρτυρίαν ἐν τῇ τοῦ σωτῆρος ὁμολογία».[5]
Τί ὤθησε ὅμως τούς μάρτυρες σέ μίαν ἀπόφαση πού ὑπερέβαινε τήν ἀνθρώπινη λογική ἀλλά καί τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νά ζήσει ὅσο τό δυνατόν περισσότερο;
Ἀπάντηση στό ἀνωτέρω ἐρώτημα δίδει ὁ ἰδιος ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος. Ὁ ἔπαρχος Ρουστικός θά τόν ρωτήσει ἐάν πιστεύει ὅτι μέ τήν μαστίγωση καί ἀποκεφάλισή του θά ἀνέβει στόν οὐρανό καί θά κατοικήσει στά οὐράνια δώματα. Αὐτός εὐθαρσῶς θά ἀπαντήσει: «οὐχ ὑπονοῶ, ἀλλ’ ἐπίσταμαι καὶ πεπληροφόρημαι».[6] Γνωρίζει, λοιπόν, πολύ καλά ὡς μύστης τῆς ἠθικῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως ὅτι ἡ οὐσιώδης διάκριση ἀνάμεσα στή φιλοσοφία καί τό χριστιανισμό εἶναι ὁ διαφορετικός τρόπος προσέγγισης τῆς ἔννοιας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ σωτηρία εἶναι μία ἔννοια πού ἐμπεριέχεται στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὡς κυρίαρχο στοιχεῖο. Ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά σώσει τό ἀπολωλός[7] καί νά ὁδηγήσει τούς ἁμαρτωλούς στή μετάνοια.[8]
Ἡ φιλοσοφία τώρα, τουλάχιστον μέ βάσει τούς περισσοτέρους γνωστούς ἐκπροσώπους της, ἀποδέχεται τήν ὕπαρξη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί τήν ἀνάγκη ἀπαγκιστρώσεως της ἀπό τήν ὕλη. Ἐστιάζει ὅμως στήν ποιοτική ἀναβάθμιση τῆς ψυχῆς καί ὄχι στήν σωτηρία της.
Ὁ Σωκράτης στήν ἀπολογία[9] του μᾶς καλεί νά φροντίσουμε γιά τήν ἠθική ἀναβάθμιση τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι ἀναμφίβολα βέβαιον ὅτι αὐτή ἡ θέση ἀπεικονίζει τήν γενικότερη φιλοσοφική θεώρηση περί τοῦ ἀνθρώπου. Μίαν ἀντίληψη πού ἐγκλωβίζει τόν ἀνθρωπο στά στενά πλαίσια τοῦ πεπερασμένου καί φθαρτοῦ χωροχρόνου χωρίς νά τοῦ δίδει τήν δυνατότητα νά ἐλιχθεῖ πρός τά ἀνώτερα καί πνευματικά.
Αὐτό τό οὐσιαστικό ἔλλειμμα τῆς φιλοσοφικῆς ἀναζήτησης γιά τήν ἐξ ἀντικειμένου σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θά ὑπερκαλύψει ὁ χριστιανισμός κοινοποιώντας τό καινό μήνυμα του χωρίς νά στερήσει ἀπό κανέναν τήν δυνατότητα να τό προσοικειωθεῖ. Δέν ἒχουμε πλέον διδασκαλία γιά ὁλίγους καί μεμυημένους ἀλλά τή διδασκαλία τοῦ ἑνός καί ἀληθινοῦ[10] πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Μιᾶς διδασκαλίας πού ὅπως τονίζει ὁ Ἰουστῖνος στήν δεύτερη Ἀπολογία του εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη διδασκαλία.[11] Πῶς τώρα ὁ Ἰουστῖνος θά τεκμηριώσει τήν ἀνωτέρω θέση του; Ἀναπτύσοντας μία ἐξαιρετικῆς σημασίας ἄποψη πού ἔμεινε γνωστή ὡς θεωρία ‘περί τοῦ σπερματικοῦ λόγου’. Ἡ ἰδέα περί τοῦ λόγου δέν εἶναι ἐφεύρημα τοῦ Ἰουστῖνου ἀφοῦ τόν ὅρο ‘λόγο’ χρησιμοποίησαν προηγουμένως οἱ ἰουδαίοι Φίλων καί Ἀρίσταρχος καί οἱ ἕλληνες Ἡράκλειτος καί Πλούταρχος .[12]
Ἀναμφίβολα ὁ Ἰουστῖνος ἐπηρεάστηκε ἀπό τούς ἀνωτέρω ἀλλά ἐν τέλει δέν δημιούργησε ἕνα σύστημα φιλοσοφίας ἀλλά κάτι ἐντελῶς καινούργιο προσαρμόζοντάς το ἀναλόγως στήν χριστιανική διδασκαλία. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν Ἰουστῖνο ὁ Χριστός εἶναι πρωτότοκος τοῦ θεοῦ Λόγος, τοῦ ὁποίου μετέσχε πᾶν γένος ἀνθρώπων.[13]
Ἐπειδή ἡ θέση αὐτή εὐκολα μπορεῖ νά παρερμηνευθεῖ ἀπό κακόβουλους, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ὑποστηρίξουν ὅτι Ἰουστῖνος διατείνεται ὅτι καί οἱ εἰδωλολάτρες μετεῖχαν τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, προχωρᾶ στήν συνέχεια σέ διευκρινήσεις. Τονίζει πώς μόνον ὅσοι ἔζησαν σύμφωνα μέ τόν Λόγον εἶναι χριστιανοί ἀκόμη καί ἄν θεωρήθηκαν ἄθεοι, ὅπως στούς μέν ἕλληνες ὁ Σωκράτης καί ὁ Ἡράκλειτος καί οἱ ὅμοιοι μέ αὐτούς στούς βαρβάρους δέ ὁ Ἀβραάμ, Ἀνανίας, Ἀζαρίας, Μισαήλ, Ἠλίας καί πολλοί ἄλλοι.[14]
Ἡ ἄποψη τοῦ Ἰουστῖνου περί ὑπάρξεως πρό Χριστοῦ χριστιανῶν ἴσως προβληματίσει κάποιους οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά θεωρήσουν τήν ἄποψη αὐτή ἀκραία καί ξένη πρός τήν χριστιανική διδασκαλία. Κάτι τέτοιο ὅμως οὐδόλως ἰσχύει ἀφοῦ σύμφωνα πάντα μέ τόν Ἰουστῖνο δέν εἶναι ὅλες οἱ ἀπόψεις τῶν φιλοσόφων ὀρθές.[15] Εἶναι ὅμως ὀρθά ὅσα οἱ φιλόσοφοι καί οἱ νομοθέτες «κατά καιρούς διεκήρυξαν καλῶς καί εὗρον, καί ἐφιλοτεχνήθησαν ἀπό αὐτούς δι’ εὑρέσεως καί θεωρίας κατά μέρος τοῦ λόγου».[16] Δηλαδή ἀνέπτυξαν τίς ὅποιες σωστές ἀπόψεις τους μέ τήν δύναμη καί τήν ἐπιστασία τοῦ λόγου χωρίς νά γνωρίζουν τόν λόγο ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν εἶχε σαρκωθεῖ ἀκόμη.
Τήν θέση τοῦ Ἰουστῖνου δυνάμεθα νά ἀναλύσουμε ἔτι περαιτέρω κάνοντας χρήση μεταγενέστερων πατέρων τῆς ἐκκλησίας. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν Ἃγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὁ ἐκ Θεοῦ λόγος εἶναι σύμφυτος σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους[17] καί μαζί μέ τόν ἐγγεγραμμένο φυσικό νόμο μᾶς ὁδηγοῦν στήν γνώση τοῦ Θεοῦ διά τῶν φυσικῶν πραγμάτων. Δύναται ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει τον λόγο τοῦ Θεοῦ;
Ο Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής μέ τήν πεφωτισμένη σκέψη του θά μᾶς πληροφορήσει ὅτι «ὅπως ὁ Θεός δέν ὑπόκειται σέ γνώση τῆς οὐσίας Του, ἔτσι οὔτε ὁ λόγος Του περιλαμβάνεται στήν ἀνθρώπινη γνώση».[18] Ἑπομένως οὐτε οἱ βεβαπτισμένοι χριστιανοί οὔτε ἔτι περισσσότερο οἱ ἐκτός ἐκκλησίας εὑρισκόμενοι δύνανται νά γνωρίσουν τό θεῖο λόγο. Παρακινοῦνται ὅμως στήν διάπραξη καλῶν ἔργων ἀπό τά «φυσικά σπέρματα» πού, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως πού ἐνυπάρχει στον κάθε ἀνθρωπο ξεχωριστά. Λέει ἐπεξηγώντας τί εἶναι τά φυσικά σπέρματα: «εἶναι αὐτό πού θέλουμε νά μᾶς κάνουν οἱ ἀνθρωποι, καί τό κάνομε κι ἐμεῖς σ’ αὐτούς ἤ ὅταν δοῦμε κανέναν σέ στεναχώρια ἤ σέ ἀνάγκη καί ἐκ φύσεως τόν ἐλεοῦμε».[19]
Τήν θέση τοῦ Ἰουστῖνου ‘περί σπερματικοῦ λόγου’ υἱοθετοῦν καί ἄλλοι πατέρες ἀνάμεσα στούς ὁποίους και ὁ Ἱερός Χρυσόστομος πού δέχεται ὅτι «ὡς ἐν αἰνίγματι ὑπάρχει μέρος τῆς ἀληθείας».[20] Συγκεφαλαιώνοντας αὐτές τίς ἀπόψεις ἡ ἐκκλησία θά τίς ἐπικυρώσει στήν πράξη ἀνιστορώντας, χωρίς φωτοστέφανο φυσικά, τίς μορφές τῶν ἑλλήνων φιλοσόφων στούς νάρθηκες μοναστηριακῶν Ἱερῶν Ναῶν. Τέτοιες ἀπεικονίσεις συναντᾶμε στίς Ἱερές Μονές Γόλας Λακωνίας, Ἱερᾶς Μονῆς Φιλανθρωπινῶν λίμνης Ἰωαννίνων, Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου καί σέ Μονές Βαλκανικῶν χωρῶν.
Αὐτή ἡ τιμητική ἀπεικόνιση τῶν ἑλλήνων φιλοσόφων ἀναμφίβολα συνδέεται μέ τίς ἀπόψεις τοῦ Ἰουστῖνου ὁ ὁποῖος μέσα ἀπό τό ἔργο του προβάλλει τήν συμβολή τῶν ἑλλήνων φιλοσόφων χωρίς ὅμως νά τους ἐξαγιάζει.
Μάλιστα στή δεύτερη ἀπολογία του ἀντιπαραβάλλει τό Σωκράτη μέ τό Χριστό προκειμένου ἔτσι νά καταδείξει τήν ἀνωτερότητα τοῦ θεανθρώπου. Τονίζει ὅτι ὁ Σωκράτης ὁδηγήθη στό δικαστήριο μέ τήν κατηγορία ὅτι εἰσήγαγε νέα δαιμόνια καί ὅτι δέν παραδέχονταν τούς θεούς. Ἀντιθέτως, σύμφωνα μέ τόν Ἰουστῖνο, ὁ Σωκράτης ἐδίδαξε στούς ἀνθρώπους νά ἐγκαταλείψουν τούς φαύλους δαίμονες. Μάλιστα τούς προέτρεπε στήν ἐπίγνωση τοῦ ἀγνώστου σ’ αὐτούς Θεοῦ κατόπιν ἀναζητήσεως διά τοῦ λόγου.
Ἐνῶ ὅμως κανείς δέν ἐπείσθη νά πεθάνει γιά τον Σωκράτη, ἀντιθέτως γιά τον Χριστό δέχθηκαν να θυσιασθούν ὄχι μόνο φιλόσοφοι καί φιλόλογοι ἀλλά καί χειροτέχνες καί ἐντελῶς ἀμαθεῖς ἄνθρωποι πού καταφρόνησαν δόξα, φόβο καί θάνατο.[21]
Συμπερασματικά πρέπει νά ποῦμε πῶς οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἰουστῖνου δέν δίδουν ἄφεση στίς ἡμαρτημένες ἀντιλήψεις τῆς ἀρχαιοελληνικῆς κοσμοθεωρίας. Ἀντιθέτως ἐπικρίνει τήν εἰδωλολατρία, τίς θυσίες στούς ψεύτικους θεοῦς καί τόν ἐκκλητο βίο τῶν ἑλλήνων.
Ἐκφράζοντας τό παράπονό του γιά τις ἄδικες κατηγορίες κατά τῶν χριστιανῶν ἀπευθυνόμενος πρός τους εἰδωλολάτρες λέει: «ἐντροπή, ἐντροπή, ὅσα πράττετε ἐσεῖς φανερά νά ἀποδίδετε εἰς ἀθώους καί νά ἐπιρρίπτετε τά ἐλαττώματα τά δικά σας καί τῶν θεῶν σας εἰς ἐκείνους οἱ ὁποίοι δέν μετέχουν σ’ αὐτά κατ’ ἐλάχιστο».[22]
Ἐν κατακλείδι πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ ἐραστής τῆς θείας φιλοσοφίας καί μάρτυς τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεωρία του ‘περί τοῦ σπερματικοῦ λόγου’ ἔδωσε ὤθηση σέ ἕναν γόνιμο καί ἐπωφελή διάλογο ἀνάμεσα στήν ἑλληνική φιλοσοφική σκέψη καί τή χριστιανική διανόηση. Αὐτός ὁ διάλογος ὠφέλησε ἰδιαιτέρως τό χριστιανικό πνεῦμα προικίζοντάς το μέ φιλοσοφικούς ὅρους, τούς ὁποίους χρησιμοποίησε στήν διαμόρφωση καί ὀρθή διατύπωση τῶν δογματικῶν του ἀληθειῶν.
[1] Βλ. Ἀνδρέα Θεοδώρου, Θέματα Ἰστορίας Δογμάτων, Ο.Ε.Δ.Β., Ἀθήνα (1986), σ.118.
[2] Βλ. Ε.Π.Ε., Πατερικές Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1985,σ.180.
«ἐπ’ ὀνόματος γάρ τοῦ Πατρός τῶν ὅλων και Δεσπότου θεοῦ καί τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί Πνεύματος ἁγίου τό ἐν τῷ ὕδατι τότε λουτρόν ποιοῦνται».
[3] Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων, τόμος τέταρτος, Εκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθήνα 1955 σ. 233 «πάντας μέν λόγους ἐπειράθειν μαθεῖν, συνεθέμην δέ τοῖς ἀληθέσι λόγοις τῶν χριστιανῶν, κἂν μή ἀρέσκουσι τοῖς κακοδόξοις».
[4] Ὅ.π., σ. 233 «πρῶτον πείσθητι τοῖς θεοῖς καί ὑπάκουσον τοῖς βασιλεῦσιν».
[5] Ὅ.π., σ. 235.
[6] Ὅ.π., σ. 234.
[7]( Ἰεζεκιήλ 34, 16) «τὸ ἀπολωλὸς ζητήσω καὶ τὸ πλανώμενον ἐπιστρέψω καὶ τὸ συντετριμμένον καταδήσω καὶ τὸ ἐκλεῖπον ἐνισχύσω καὶ τὸ ἰσχυρὸν φυλάξω καὶ βοσκήσω αὐτὰ μετὰ κρίματος».
[8] (Μάρκ., 2, 17) «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν».
[9] Στοβαῖος, Ἐκλογαί Ἀποφθέγματα Ὑποθῆκαι, τόμος 6, Ἐκδόσεις Κάκτος, Ἀθήνα (1995), σελ. 183 (Πλάτωνος ἐκ τῆς Σωκράτους ἀπολογίας 30 a). «μήτε για υλικά αγαθά μήτε για κάτι άλλο σε τόσο ιδιαίτερο βαθμό, όσο για την ψυχή σας, πώς δηλαδή θα γίνει όσο τον δυνατόν ποιοτικότερη».
[10] (Ἰω,14,6) «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».
[11] Ε.Π.Ε., Πατερικές Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1985, σ. 219.
Μεγαλειοτέρα μέν οὖν πάσης ἀνθρωπείου διδασκαλίας φαίνεται τά ἡμέτερα».
[12] Βλ. Θεοδώρου Ζήση, Ἂνθρωπος καί Κόσμος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Μελετῶν , Θεσσαλονίκη (1971) σ. 63.
[13] Ε.Π.Ε., Πατερικές Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη (1985), σ. 155.
«Τόν Χριστόν πρωτότοκον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐδιδάχθημεν καί προεμηνύσαμεν λόγον ὂντα,οὗ πᾶν γένος ἀνθρώπων μετέσχε».
[14] Ὅ.π., σ. 154. «Καί οἱ μετά λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εἰσι, κἂν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἷον ἐν Ἓλλησι μέν Σωκράτης καί Ἡράκλειτος καί οἱ ὃμοιοι αὐτοῖς, ἐν βαρβάροις δε Ἀβραάμ καί Ἀνανίας καί Ἀζαρίας καί Μισαήλ καί Ἠλίας καί ἂλλοι πολλοί». Ε.Π.Ε..
[15] Ὅ.π., σ. 218. «ἐπειδή δε οὐ πάντα τόν λόγον ἐγνώρισαν, ὃς ἐστι Χριστός, καί ἐναντία ἑαυτοῖς πολλάκις εἶπον».
[16]Ὅ.π., σ. 219.
[17] Γρηγορίου Θεολόγου, Περί Θεολογίας, Ὁμιλία 28η.
«οὕτως ὁ ἐκ Θεοῦ λόγος καί πᾶσι σύμφυτος καί πρῶτος ἐν ἡμῖν νόμος καί πᾶσι συνημμένος, ἐπί Θεόν ἡμᾶς ἀνήγαγεν».
[18] Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Δ΄ Ἑκατοντάδα περί ἀγάπης, Φιλοκαλία Β, Μετάφραση Αντώνιος Γ. Γαλίτης, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι Τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη (1989), σελ. 184.
[19] Ὅ.π., σ. 65.
[20] PG 55,498.
[21] Βλ. Ε.Π.Ε, Πατερικές Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη (1985), σ. 219 κ. ἐξ.
[22] Ὅ.π., σ. 225.