Επτά χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας του πλέον «κρυφού» και εν πολλοίς άγνωστου σε πολίτες και επισκέπτες Μουσείου της Θεσσαλονίκης, 55 χρόνια μετά την πρώτη δοκιμαστική ανασκαφική τομή στην πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, την αποκάλυψη του Ωδείου και του forum των ρωμαϊκών χρόνων, ο πολύπαθος χώρος, «ηλικίας» 23 αιώνων στο διαχρονικό κέντρο της πόλης, επανεπιχειρεί την πλήρη ενσωμάτωσή του στον σύγχρονο αστικό ιστό.
Ο λόγος για το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, η «κατέγερση» (καθώς είναι υπόγειο και «αφανές») του οποίου άρχισε πριν από 18 χρόνια, χρηματοδοτήθηκε από τα επιχειρησιακά προγράμματα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και «Πολιτισμός» του υπουργείου Πολιτισμού και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2009. Τα – άτυπα – εγκαίνιά του έγιναν έναν χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 2010, οπότε και άρχισε ανεπίσημα να δέχεται τους πρώτους επισκέπτες.
Η είσοδος στο «κρυφό» Μουσείο, συνολικής έκτασης 1.534 τ.μ., βρίσκεται στο τέλος τής «κρυπτής στοάς» ( Cryptoporticus, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη σωζόμενη υπόγεια στοά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) και προμηνύει εκπλήξεις.
Πίσω από τη μακέτα του Μουσείου (το πρώτο έκθεμα), η τεραστίων διαστάσεων πλάκα θεμελίωσης που εκτίθεται στην πρώτη αίθουσα «μιλά» για τον βασιλέα της Ελλάδος, τον πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο, τον υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Παπασπύρου που έθεσαν τον θεμέλιον λίθον του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης με εγχάρακτη ημερομηνία την 27η Οκτωβρίου του 1962. Το παράλογο του εκθέματος εξηγείται αναλυτικά στις αφίσες που καλύπτουν τους τοίχους της πρώτης αίθουσας του Μουσείου.
Ο θεμέλιος λίθος του δικαστικού μεγάρου είχε πράγματι τοποθετηθεί το 1962, οπότε και είχε αποφασισθεί η οικοδόμησή του σε εφαρμογή του σχεδίου του Γάλλου αρχιτέκτονα Ερνέστου Εμπράρ. Ο Εμπράρ είχε σχεδιάσει (μετά την πυρκαγιά του 1917) πάνω στον άξονα της οδού Αριστοτέλους, μια μνημειακή πλατεία πλαισιωμένη από δύο δημόσια κτήρια: το δικαστικό μέγαρο και το δημαρχείο της πόλης.
Το 1956 αποφασίστηκε η ανέγερση του δικαστικού μεγάρου, ακολούθησε η θεμελίωσή του, αλλά και η έναρξη των ανασκαφικών εργασιών που «αποκάλυψαν» τα πρώτα έδρανα του Ωδείου, την επιγραφή «Ωδείον Εκ Θεμελίων» (εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης) καθώς και τρία αγάλματα των Μουσών (Ευτέρπη, Ερατώ, Κλειώ). Ακολούθησε πενταετής (ως τον Ιανουάριο του 1967) «πόλεμος» μεταξύ των αρχαιολόγων (που είχαν την αμέριστη συμπαράσταση του Τύπου της πόλης) και του υπουργείου Δικαιοσύνης, που επέμενε στην ανέγερση του δικαστικού μεγάρου.
Ο μοναδικός κίονας που βρέθηκε στον κτιστό αγωγό της ανατολικής στοάς αναστηλώθηκε την τελευταία ημέρα της ανασκαφής (31/3/1966), με πρωτοβουλία του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Φώτη Πέτσα. Ο κίονας παραμένει ορθωμένος μέχρι σήμερα στον χώρο της Αγοράς, ενώ φωτογραφίες από την ιστορική μέρα της αναστήλωσής του (που σήμανε ουσιαστικά και το τέλος του «πολέμου» και το κέρδος του μεγαλύτερου αρχαιολογικού χώρου στην καρδιά της πόλης), εκτίθενται στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης.
Η αφήγηση της ιστορίας της Θεσσαλονίκης στο «Κρυπτό» Μουσείο ξεκινά από τον 3ο π.Χ. αιώνα σε έναν διάδρομο, εκατέρωθεν του οποίου οι βιτρίνες φιλοξενούν σειρά ευρημάτων (από τα 25.000 και πλέον που αποκαλύφθηκαν στον χώρο από το 1962, μέχρι σήμερα που διήρκεσαν οι ανασκαφές).
Η έκθεση ολοκληρώνεται με λιγοστά ευρήματα από τη βυζαντινή περίοδο και την παρακμή της Αγοράς, την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τέλος μια ενότητα με ευρήματα – αποκαΐδια, θραύσματα πολυτελών πιάτων από εφυαλωμένο πηλό και πορσελάνη, ενός εβραϊκού σπιτιού από τα πολλά των Εβραίων κατοίκων, που βρίσκονταν πέριξ της αρχαίας αγοράς και που αποτεφρώθηκαν στην πυρκαγιά του 1917. Είναι η πυρκαγιά του 1917 που αποτελεί την αφορμή για την καταστροφή της περιοχής αλλά και για τον εντοπισμό της αρχαίας Αγοράς, 50 χρόνια αργότερα, και σηματοδοτεί την αρχή και το τέλος της έκθεσης αλλά και το αδιάλειπτο της διαχρονίας της πόλης.
Πηγή: naftemporiki.gr