Βάσω Μπαρμπούση
Η τέχνη του χορού στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα.
Σχολή Πράτσικα: ιδεολογία – πράξη – αισθητική
Εκδόσεις Gutenberg, 2014,
σελ. 288, τιμή 17 ευρώ
Η τέχνη αποτελεί ένα ιστορικό στοιχείο των κοινωνιών που πρέπει να αποκρυπτογραφείται με κριτική ανάλυση ως μια μη συνειδητή ιστοριογραφία, υποστήριζαν οι Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο (Κοινωνιολογία της τέχνης και της μουσικής), και αυτό ισχύει ασφαλώς διότι οι ιστορικοκοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν πάντα την καλλιτεχνική έκφραση σε κάθε της μορφή. Με βάση αυτό το σκεπτικό προσεγγίζει το αντικείμενό της η Βάσω Μπαρμπούση.
Η συγγραφέας μελετά και παρουσιάζει το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο του μοντέρνου χορού στις αρχές του 20ού αιώνα, τόσο στον δυτικό κόσμο όσο και στην Ελλάδα. Η έρευνά της άρχισε το 2006 και πραγματοποιήθηκε επειδή, όπως γράφει η ίδια,«οι πρώτες απόφοιτες της Σχολής της Πράτσικα δέχτηκαν να μιλήσουν για την εμπειρία τους κατά τη διάρκεια της σπουδής τους στη Σχολή».
Η Μπαρμπούση προκειμένου να διεκπεραιώσει τη μελέτη της εντρύφησε σε κείμενα, αρχεία και βιβλιογραφία, αλλά κυρίως βασίστηκε σε αφηγήσεις ζωής και άκουσε τη ζώσα φωνή των ανθρώπων που βίωσαν πρόσωπα και καταστάσεις. Εκείνο που κυριαρχεί στο έργο της είναι τα λόγια των γυναικών και μέσα από τις αφηγήσεις τους ένας ολόκληρος κόσμος αναδύεται, εκείνος των αρχών του 20ού στη χώρα μας, με την κυρίαρχη ιδεολογία και την έκφρασή της στις πράξεις των ανθρώπων και πιο συγκεκριμένα στην τέχνη του χορού και στην επικρατούσα αισθητική.
Η συγγραφέας, καθηγήτρια και χορογράφος η ίδια, γνωρίζει πολύ καλά πως η τέχνη εκφράζει κάθε φορά το πνεύμα των καιρών και ότι φανερώνει πτυχές της ιστορίας που μπορεί να λανθάνουν των επιστημόνων. Σε ό,τι αφορά τον χορό, αναφέρει τα λόγια του Πολ Βαλερί: «Ακόμη και η απλή κίνηση είναι στοιχείο πολιτισμού, μια αλληγορία, μια μεταφορά για σκέψη… Με τον χορό αναδύεται το σώμα σε μια αυθόρμητη ενέργεια, ένα παιχνίδι που αφήνει στην άκρη τις απαιτήσεις του πρακτικού κόσμου και ελευθερώνει από τις συμβάσεις της καθημερινότητας. Ενα είδος εσωτερικής ζωής εκφράζεται με τον χορό. Και είναι αντίβαρο στην κούραση της ζωής, αυτού του διαβόλου του σύγχρονου κόσμου».
Πράγματι, το σώμα «αφηγείται» και, όπως και η λεκτική γλώσσα, μέσα από την προσωπική ιστορία φανερώνει την κοινωνική πραγματικότητα εντός της οποίας ζει. Στις αφηγήσεις ζωής αίρονται τα διαζεύγματα ατομικό – συλλογικό, ψυχολογικό – κοινωνικό και μπορούμε να συνάγουμε πολλά συμπεράσματα για τα νοήματα και τη συλλογική ταυτότητα που ορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται οι επιδράσεις του αμερικανικού μοντέρνου αισθητικού χορού της Αμερικής με γυμνά πόδια και ξέπλεκα μαλλιά, η κουλτούρα του σώματος και ο εκφραστικός χορός της γερμανικής σκηνής, οι επιδράσεις του φεμινιστικού κινήματος που αρχίζει να διαφαίνεται έντονα στην τέχνη του χορού… Η Ισιδώρα Ντάνκαν, η αυτοαποκαλούμενη μητέρα του σύγχρονου χορού που χόρεψε με γυμνά πόδια στους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας, συνδέει τον χορό με το γυναικείο κίνημα μιλώντας για το εκφραστικό σώμα που καθιστά ορατά βαθιά, σιωπηλά, ανείπωτα συναισθήματα και επιθυμίες.
Στη συνέχεια η συγγραφέας επικεντρώνεται σε ιστορικά ντοκουμέντα για την περίοδο των αρχών του 20ού αιώνα, όταν η εθνική ταυτότητα ήταν ζήτημα εκ των ουκ άνευ στην Ελλάδα, που αναζητούσε την ιστορική συνέχεια, την αδιάσπαστη ενότητα του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι τη νεότερη Ελλάδα. Σχετικά με τον χορό, το Λύκειο Ελληνίδων έχει ήδη ιδρυθεί από την Καλλιρρόη Παρέν το 1911 και αργότερα η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού και η Ισ. Ντάνκαν βρήκαν στην ελληνική αρχαιότητα μια πηγή απελευθέρωσης από τους φυσικούς περιορισμούς των βικτωριανών ρούχων και των σεξουαλικών και κοινωνικών συμβάσεων. Και κατά τη δεκαετία του 1930 λειτουργεί η Σχολή της Κούλας Πράτσικα, για την οποία μιλούν οι χορεύτριες-μαθήτριες της Σχολής, η Τούλα Ανδριοπούλου, η Μαρία Χορς, η Καίτη Τσιλιμίγκρα, η Μάρω Μπουρνάζου, η Λένα Ζαμπούρα και η Μαρία Κυνηγού και περιγράφουν το πώς η δασκάλα τους σημάδεψε τη ζωή τους.
Ομως στόχος της Μπαρμπούση είναι να δει πώς εξελίσσεται στη συνέχεια η τέχνη του μοντέρνου χορού στην ελληνική πραγματικότητα. Θέλει να δει τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοκοινωνικές συνθήκες επέδρασαν στην τέχνη αυτή μέσα από τις αφηγήσεις ζωής των χορευτριών. Ετσι, πέρα από την περιγραφή της σχέσης τους με την Πράτσικα και τη Σχολή της, οι σπουδαίες αυτές γυναίκες μιλούν για την οικογένειά τους, την πρώτη επαφή και τη σχέση τους με τον χορό, τα εμπόδια που συνάντησαν, τα μαθήματα που πήραν με έλληνες και ξένους καθηγητές, την αυταρχικότητα και την πειθαρχία.
Κοινωνικές ταυτότητες
Οι πρώτες μαθήτριες της Σχολής Πράτσικα αψήφησαν τα κοινωνικά στερεότυπα κάνοντας τον χορό επάγγελμα, η καθεμιά με την ειδικότητά της. Και με δεδομένες τις συντηρητικές απόψεις της αστικής τάξης στην εποχή τους, η πράξη τους μπορεί να χαρακτηριστεί «φεμινιστική προοδευτική» με όλη την υπερβολή που μπορεί να έχει ο χαρακτηρισμός, σημειώνει η συγγραφέας. Μέσα από τα λόγια των γυναικών και τις προσωπικές τους ιστορίες που εκφράζονται, θα έλεγε κανείς, με δύο γλώσσες, τη λεκτική και εκείνη του σώματος, αναδύονται κοινωνικές ταυτότητες, οι συνθήκες της εποχής, οι κοινωνικές τάξεις και η στροφή προς την αρχαιότητα, με διαφορετικό όμως τρόπο από εκείνον της φασιστικής νοοτροπίας.
Η Μπαρμπούση με ιδιαίτερη ευαισθησία ερμηνεύει τα βιώματα των χορευτριών μέσα σε έναν ταραγμένο κόσμο και καταφέρνει με την έρευνά της να αναδείξει και να παρουσιάσει με εξαιρετικό τρόπο την τέχνη του μοντέρνου χορού και τις επιδράσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας σε αυτόν. Το έργο αποτελεί σημαντική συμβολή στην ιστορία του χορού, αλλά είναι και ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη καθώς η επιστήμη της ιστορίας συνδιαλέγεται με την τέχνη καταδεικνύοντας ακόμη μία φορά ότι ο μεταξύ τους διάλογος έχει σπουδαία αποτελέσματα.
Πηγή: tovima.gr