«Οι νεκροφανείς περιμένουν μπροστά στα καρτέλ περιμένουν ανήμποροι, καπνίζοντας κι από τα δυο πνευμόνια μπροστά στην αγορανομική υπηρεσία μπροστά στα γραφεία ευρέσεως εργασίας. ο άχρωμος αλαλαγμός τους αρμενίζει σα γιγάντια εφημερίδα στον αέρα τραβώντας για τις καγκελόφραχτες θυρίδες». (Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, «οι νεκροφανείς»).
Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου, (από την ομώνυμη μουσική σύνθεση του Μπετόβεν), συνιστά μία ποιητική πράξη διαρκών ‘ενσαρκώσεων’ και μεταμορφώσεων, η οποία, δύναται να μετατοπίσει τα όρια μεταξύ άρρενος και θήλεος, λόγου και σώματος, έκθεσης και επαναξιολόγησης υπό τις συνδηλώσεις του ανείπωτου.
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου δομείται ως ένα ‘παίγνιο’ υποκειμενοποίησης, η οποία δεικνύει πρόσωπα που φέρουν τα ίχνη του πλήθους, του χρόνου των αντινομιών, της ‘σύλληψης’ της ιστορίας ως θανάτου του δυνητικού όσο και του υπαρκτού.
Η ‘γυναίκα με τα μαύρα’ και ο ‘νέος’ αποτελούν τα δύο πρόσωπα του ποιήματος, πρόσωπα ανοιχτά στις αθεμιτουργίες του έρωτα, του πρακτικού γίγνεσθαι, της Πολιτείας, των καθεστώτων της μετωνυμίας και των ίσων αποστάσεων.
Ο μονόλογος της γυναίκας ενέχει τις όψεις της ακηδίας του ίδιου και του άλλου, την ποιητικότητα μίας περιώνυμης αντιστροφής ή των αντιστροφών: την διακράτηση και την διακοίνωση του επώδυνου, την ίδια στιγμή, που, διαμέσου μίας μετασχηματιστικής διαδικασίας, η ‘γυναίκα με τα μαύρα’ καθίσταται ‘άνδρας’, σχεδόν μυθολογική παρουσία η οποία ομιλεί για το φάσμα και την υλικότητα, (για την ‘υλικότητα του φάσματος’), για την ιστορία ως υπόδειγμα και συνθήκη ‘μύησης’, την ακηδία, την ακηδία του ‘τραύματος’, τις θανατώσεις ενώπιον των σιωπών και των κραυγών, του βολονταρισμού της πρωταρχικής αξιοσύνης.
Όσο ομιλεί, η γυναίκα λειτουργεί εντός του ‘ακροατηρίου’ των ίσων αλλά και των ανόμοιων, αναπαράγει το βάρος της ακρόασης’ με την φασματολογία, με αυτό που δεν υπάρχει αλλά στέκει μετέωρο, με την ιστορία του νέου, των ‘φωνών’ του νέου που περιλαμβάνουν προσδοκίες και τραγωδίες, την διάρρηξη του χρόνου ως προσωπική μαρτυρία, χάσμα αστήρικτων εντυπώσεων και ασύγγνωστων προϋποθέσεων.
Η γυναίκα ως ‘μοίρα’, ο νέος ως προβολή, ως ο ίδιος και οι άλλοι, συναντώνται στο μέσον μίας οικείας, ‘συγκρούονται’, αναπροσδιορίζουν το ‘επιμολυσμένο’, το ‘μιαρό’, σε ένα χώρο (διάστικτη χωρικότητα), που τους περιλαμβάνει και, την ίδια στιγμή, τους εκβάλλει, στη μνήμη και στις λέξεις, στις διάφορες και στις ‘διαφορετικές’ σιωπές.
Ο νέος καθίσταται φάσμα-φάντασμα, (όχι μόνο προσδοκία αλλά και προδοσία, προσδοκία του πρώτου και του τελευταίου θανάτου), απεύθυνση στην πρώτη ή στην πρωταρχική οριακότητα της λέξης, ιστορία του ανείπωτου ή αυτού που δεν ειπώθηκε ακόμη, φέροντας το πλαίσιο, τις εννοιολογήσεις και τους συμβολισμούς μίας νεότητας ως σκιάχτρο, ως πρώτη ύλη, υπόδειγμα εμπλοκίσεων, των θυσιών στο βωμό του βιωμένου τώρα’, της αναζητούμενης λύτρωσης.
Ο Γιάννης Ρίτσος, απέναντι στα ‘φαντάσματα’ των διερωτήσεων, των συγκλίσεων, της απόδοσης τιμών, προσδιορίζει τον ποιητικό λόγο των ετεροτήτων, την ιστορία της προσωπικής στράτευσης, της Αριστεράς ως ‘νέου’ και ‘γυναίκας’ μαζί, ως παρουσίας και εξορίας, ως συντροφικότητας και ‘ατελεύτητου’ ερωτισμού, σημαίνει την παρουσία των ‘χασματικών’ οραμάτων, των γειωμένων δυστοπιών και των χιλιάδων νεκρών στα κρεματόρια και στα πεδία των μαχών.
Η ‘μεταφυσική’ των λέξεων και του ποιητικού λόγου, ‘αναπαράγει’ πρόσωπα που συνυπάρχουν αόριστα, του νέου που ενσκήπτει συμβολικά και ορμητικά, αινιγματικά ενώπιον της έκτασης του θρήνου, της νίκης που τοποθετείται πάνω στους ‘θρόνους’ που στεγάζουν την εξουσία, και της ‘γυναίκας με τα μαύρα’ που αναζητεί, ποιητικά, κοινωνικά, την βίωση της οικειότητας, ‘σκληρής’ και τρυφερής παράλληλα: ‘άφησε με ναρθω μαζί σου’.. Στο είναι και στα ‘διάκενα’ της ‘άλλης’ ιστορικότητας..
Στη μουσική που ακούγεται σε μία βεβιασμένη και ανασυγκροτούμενη πολιτεία. Στο σώμα της ‘ανάστασης’, ελάσσονος και μείζονος.
Ο ‘εξόριστος’ ποιητής δύναται να αναφερθεί σε υπόγειες διεργασίες, εκτίθεται στο χώρο-πεδίο οικειοποίησης μίας διαρκούς φθοράς, αναπαριστά την γυναικεία υπόσταση της φυγόκεντρης και κεντρομόλου δυναμικής, της ‘μητριαρχικής’ πράξης: ‘άφησε με ναρθω μαζί σου’, ως έκκληση, διάρρηξη και παραμονή στο ‘χώρο’ των εστιάσεων, ως ανοιχτή και κεκαλυμμένη θεατρικότητα, ‘παίγνιο’ υποταγής και εξέγερσης..
Ο νέος τίθεται και με τους όρους της ανάθεσης και της άφεσης, στόχος ενός μονολόγου, που, άλλοτε ‘επικαλύπτει’ και άλλοτε ‘παραβαίνει’ τις σκιές, τις κινήσεις δύο ηθοποιών που τίθενται απέναντι στο αμείλικτο, στη συνείδηση αυτού που προϋπήρξε ως καθορισμός, ως ροή και ως σώμα.
Ο ποιητικός λόγος του Γιάννη Ρίτσου αναζητεί τους ιδανικούς συνένοχους, το λογικό και το ‘παράλογο’, τις ταυτίσεις και τις αποκλίσεις με υποκείμενα που δεν υπακούν παρά σε μία θεμελιώδη νόρμα της συγ-κίνησης: την ατέρμονη αναμονή, τους ζωντανούς που περιφέρουν και περιφέρονται ως ‘ερωτηματικά’, τους σκοτωμένους που σκοτώνονται από την αρχή και το τέλος της ‘παρείσακτης’ τραγωδίας, από τις σωτηριολογικές τομές των βεβαιοτήτων.
Δύο πρόσωπα, σε ένα πεδίο προβολής στο παρόν και στο μέλλον, σε ένα παρελθόν που στήνεται στον τοίχο της παρηγορίας, των αναγνώσεων, της ‘μέθης’, της γήινης αυθεντικότητας.
Δύο πρόσωπα της ‘αβάσταχτης συνήχησης’ της ποίησης, ένας ποιητής-ηθοποιός που βιώνει το ‘τραύμα’ της οικογένειας ως το ‘τραύμα’ της ανοίκειας χώρας και της ελπίδας, ως το μαρτύριο (και το αδύνατο) της φυγής στο πάντα εφικτό.. Η μνημονική διάσταση της ανοίκειας χώρας, αυτής της ιδιότυπης ‘Τετάρτης των τεφρών’ για να παραπέμψουμε στον Τόμας Έλιοτ.
Και η μουσική της ‘Σονάτας του Σεληνόφωτος’, ‘μετρά’ τις προκείμενες και τις εννοιολογήσεις του περιεχόμενου, του έρωτα της πρώτης ευκαιρίας, του άρρενος γίγνεσθαι και της θηλυκοποίησης των ορίων του.
Ποια δύναται να είναι η υποκειμενικότητα; το πάθος την στιγμή της απόδοσης, της καταγραφής, της ‘απολογίας’ ενώπιον των μετουσιωμένων σε ίχνη, νεκρών.. Ποιο δύναται να είναι το συμβάν; ένα ‘άφησε με ναρθω μαζί σου’, ως χειρονομία, ευθύτητα και εντροπία.. Ποια δύναται να είναι η οριακότητα της στιγμής; η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, που ακούγεται, που αναμετράται με τους ‘σιδηρούς νόμους’ της ασφυξίας, των πλαισίων μεταξύ μαύρου (‘η γυναίκα με τα μαύρα’) και λευκού, με το ίδιο το ‘άφησε με ναρθω μαζί σου’.
Η γυναίκα καθίσταται το όριο στο οποίο εμφιλοχωρεί η διαλεκτική αποκοπή του κύκλου, η αίσθηση της ‘καμένης’ σάρκας, υπό το φως της Σελήνης: βαρίδι και λύτρωση μαζί. Και στην πολιτεία των δι-επαφών, (‘με τα ροζιασμένα χέρια της’), των ωσμώσεων, η πρωθύστερη μουσική του ‘ανύποπτου’ υποκειμένου.
«Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του να ζει απ’ τους νεκρούς του να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια. Άφησε με ναρθω μαζί σου».[1]
Ο ποιητής εγκαλεί τη διαδικασία της υπενθύμισης, της φοράς, του ρήματος και της μετατόπισης: ανήκω και δεν ανήκω σε αυτήν την οικεία, στην οικεία των νεκρών και των ‘αφημένων’ ονείρων τους.. Ο νέος σωπαίνει στο σώμα της νίκης και της ήττας, της ‘βελούδινης’ και ‘σκληρής’ προσδοκίας.. Η γυναίκα, πολύσημα, ανήλεα, καθίσταται, όπως γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος «ώριμος άνδρας αλλά με βαθύ γυναικείο καημό».[2]
Αποκαλύπτεται ως ‘εκτόξευση’ του ποιητικού πράττειν, ως ‘ρηγμάτωση’ του οικείου, του σεβαστού, της ιεραρχίας & της ιεραρχικής καταγωγής των πραγμάτων.
Η ‘Σονάτα του Σεληνόφωτος’ συνιστά την προσδοκία, την ‘ενσώματη’ επιθυμία της έκκλησης, της κλήσης και των καθιερώσεων της, ένα ποιητικό ‘παίγνιο’ εντός της ιστορίας των απεντάξεων.. Ποιος μπορεί να αφεθεί και να ‘αφιερωθεί’; η ποίηση ενώπιον τω διαφόρων αποσπασμάτων, η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου που λειτουργεί ως αίσθηση, ως εκτατικότητα της ανισορροπίας, της ‘ένοχης’ σιωπής, του ιστορικού βάθους, της ερωτικής πολιτείας.
Στην ‘οικονομία’ του συναισθήματος και του ‘βιωματικού κόσμου’ (‘Lebenswelt’), ο ποιητής καθίσταται ‘νέος’ και ‘γυναίκα’ μαζί.
Στη ‘Σονάτα του Σεληνόφωτος’, ο Γιάννης Ρίτσος εκτίθεται στη ‘βουή των πραγμάτων’, στη ‘βία’ της αποσπασματικότητας και της συμπληρωματικότητας, στη συν-διαλλαγή με τις ενσκήπτουσες αντιφάσεις, με την απώλεια και τους μετασχηματισμούς..
Εντός της ποιητικής συλλογής, συγκροτείται μία διαλεκτική εικόνα, η οποία, κατά τον Walter Benjamin, (όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ), συνιστά «έναν αστερισμό σχέσεων, εντάσεων, αντιφάσεων που σχηματίζεται, σε μια καίρια ιστορική στιγμή κινδύνου και επαπειλούμενης καταστροφής, ανάμεσα στο παρελθόν και τον ‘νυν καιρό».[3]
Αυτή η Μπενγιαμική διαλεκτική εικόνα δύναται να δοθεί ως ‘πρόσφορο’ ποίησης και πρόσληψης της ποίησης η οποία ‘απελευθερώνει’ την διαδικασία του πένθους, της βίωσης της ήττας και της νίκης, της υποτέλειας, την κίνηση πάνω στο όριο της ακροτελεύτιας λέξης: σύλληψη..
Η ‘Σονάτα του Σεληνόφωτος’, η ‘γυναίκα’ και ο ‘νέος’, τελούν υπό την διαδικασία της αναγνώρισης μέσα σε μία ιστορία (ελληνική και παγκόσμια) που τους προσπερνά, όταν δεν τους ‘αφηγείται’.. Και το ‘άφησε με ναρθω μαζί σου’ καθίσταται η ποιητική ‘ενσάρκωση’ αναπροσδιορισμού και σκιαγράφησης της διάστικτης πραγματικότητας, της ποιοτικής αντικειμενικότητας, ‘αφιέρωσης’ σε μία ρίζα που αποκόπτεται και ‘αναγεννάται’ την ίδια στιγμή.
Όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο ποιητής, (για την δουλειά του πάνω στις ρίζες των καλαμιών): «Κ’ οι ρίζες επαναλαμβάνονται, όπως επαναλαμβάνονται τα ένστικτα κι όπως επαναλαμβάνονται οι βασικές αλήθειες: γέννηση, έρωτας, θάνατος, ή, καλύτερα, όπως επαναλαμβάνονται τα τρία βασικά άγνωστα: ζωή, έρωτας, θάνατος. Τόσο λίγα, τόσο απλά, τόσο ακατανόητα λένε οι ρίζες».[4]
Οι ρίζες ενός ποιητικού λόγου έκφρασης του ‘πόνου της γέννας’, των χρήσεων, της αμφισβήτησης του ‘ποθητού ορίου’, του ‘χορού πάνω στα ‘αποκαΐδια’..
Στη ‘Σονάτα’ του Σεληνόφωτος’, το ‘παίγνιο’ μεταξύ των δύο προσώπων κινείται στο σημείο τομής μεταξύ αμφιβολίας & αποδοχής, προσλαμβάνει τον χρόνο ως σημασία και ως απεύθυνση, ως μάκρο-ιστορία που δύναται να εγκολπωθεί την μίκρο-ποιητική (ή την μίκρο-κοινωνιολογία) του συμβάντος.
Η συνάντηση των ‘νέου’ και της ‘γυναίκας’ λαμβάνει χώρα υπό το πλαίσιο των επάλληλων μετωνυμιών, της αφωνίας του ‘νέου’ που ταυτόχρονα ενέχει την ‘διάρρηξη’ του εαυτού, τις φωνές των άλλων, τους θύτες και τα θύματα, τους κινδύνους της ‘μίμησης’..
Ένας κίνδυνος οριακός και ανοιχτός συνάμα.. ”Δε βλέπω με το μάτι όσο γυρεύω πάρεξ τον ουρανό στον κίνδυνο μου”, γράφει ο Διονύσιος Σολωμός στον ‘Λάμπρο’.
Ο Ρίτσος δεν απεντάσσει παρά φέρει τον κίνδυνο, τον ‘τραυματικό’ κίνδυνο από τις διαρκείς αναγνώσεις και επαναπροσλήψεις της ιστορίας, αυτής της κινησιολογικής δι-υποκειμενικότητας.
Η ‘Σονάτα’, μουσική απόδοση της ‘μύησης’, πεδίο άσκησης αντίρροπων και αλληλοσυμπληρούμενων δυναμικών, πεδίο διαδράσεων και συναρθρώσεων των δεκαετιών της μνήμης, της ‘θριαμβευτικής’ πράξης, των νεκρών που ανήκουν στην ποίηση και στον ποιητικό λόγο των ακροάσεων.. Ποιητικό πράττειν της καθεαυτό γυναικείας αποκάλυψης, (ενός ιδιαίτερου ‘ασώματου’ & σωματικού), του ενστίκτου της βεβιασμένης λύτρωσης, της ‘οντολογίας της γέννησης’. Ύλη και πνεύμα μαζί.
Ο ποιητής καθίσταται νέος και άτεκνη γυναίκα, μένει και εκφεύγει την ίδια στιγμή, καθιστά τα ‘ερείπια’ σημεία διέλευσης της ιστορίας, τα σώματα ανοίκεια και οικεία, ή και ως ‘unheimlichkeit’, μία ιδιαίτερη συνθήκη-πράξη ‘ανησυχητικής ανοικειότητας’.. Με τα λόγια του Ηegel, «η γλαύκα της Αθηνάς αρχίζει την πτήση της μόλις πέσει το σκοτάδι».[5]
* Ο Σίμος Ανδρονίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τη θεωρία του κράτους, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού λόγου.
[1] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Η Σονάτα του Σεληνόφωτος’, Τέταρτη Διάσταση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2005, σελ.49.
[2] Βλέπε σχετικά, Γεωργουσόπουλος Κώστας, ‘Το φεγγάρι στη χάση του’, Εφημερίδα Τα Νέα, 14/04/2017.
[3] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο οραματιστής Κώστας Σφήκας και τα φαντάσματα’, Homo Poeticus, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2006, σελ. 252.
[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Πέτρες, κόκκαλα, ρίζες’, ‘Αυτοβιογραφία. Κινηματογραφική αυτοβιογραφία της ζωής και του έργου του’, Επιμέλεια: Γιώργος & Ηρώ Σγουράκη, Αρχείο Κρήτης, Αθήνα, 2008, σελ.131.
[5] Αναφέρεται στο, Benjamin Walter, ‘Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου-Λόγος για τη συλλεκτική δραστηριότητα’, Μετάφραση: Μπιτσώρης Βαγγέλης, Εκδόσεις Άγρα, 2016, σελ.21.