«Η Προίκα»

12.1.2015_Μιράντα Σοφιανού - Φωτεινή Στεφανίδη - Η προίκαΜε τον συμβολικό και κυριολεκτικό τίτλο “Η προίκα”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Φοίνικα πολυτελής έκδοση που περιλαμβάνει έργα κεντητικής, ραπτικής και υφαντικής τέχνης προερχόμενα από την Κωνσταντινούπολη και την Πέργαμο της Μικράς Ασίας.
Τα κεντήματα, τα υφάσματα και τα ενδύματα αυτά ανήκουν στην οικογενειακή συλλογή Σοφιανού και συμπληρώνουν μια πλήρη προίκα. Τσεβρέδες, τραπεζομάντιλα, κουρτίνες, κάθε λογής εργόχειρα, κρεβατόγυροι, καλύμματα, σεντόνια, υφαντές κουβέρτες, φορεσιές, εσώρουχα, μαντίλια, γιλέκα, πουκάμισα, μαξιλάρια, υφάσματα άραφτα, χαρτιά με προσχέδια, κλωστές, μοτίβα, ένα υλικό πλούσιο και ζωντανό, βγαίνει στο φως με αυτήν την έκδοση, σε μια σημαδιακή στιγμή.
Η ιδιαίτερων απαιτήσεων έκδοση, περιλαμβάνει διακόσιες σαράντα πρωτότυπες φωτογραφίες εικαστικού ενδιαφέροντος, οι λήψεις των οποίων έγιναν ειδικά και αποκλειστικά για το σκοπό αυτό.
Τα κείμενα δίνουν στον αναγνώστη πληροφορίες για την εποχή, το κέντημα, το μετάξι, τις κλωστές, τις ποικίλες βελονιές, την τέχνη του αργαλειού και του μεταξιού, και διανθίζονται με σχετικά ποιητικά και λογοτεχνικά αποσπάσματα.
Η χειροποίητη βιβλιοδεσία με μετάξι, προετοιμάζει για το σημαντικό περιεχόμενο.

Το βιβλίο κυκλοφορεί και στα αγγλικά, με τον τίτλο “The Dowry”, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ντούμα.

Κείμενα: Μιράντα Σοφιανού, Φωτεινή Στεφανίδη
Φωτογραφίες: Φωτεινή Στεφανίδη
Εκδόσεις του Φοίνικα, Ζωοδόχου Πηγής 59, τηλ. 210 3244908

Μιράντα Σοφιανού – Φωτεινή Στεφανίδη: «Η Προίκα»

Κριτική της Ελένης Σαραντίτη

Κι εκεί που παραμερίζεις ή προσποιείσαι ότι λησμονείς ορισμένα γεγονότα ή περιστατικά, εικόνες, ήχους, αρώματα, πάνω εκεί που είσαι έτοιμος να τα ξεχάσεις στ’ αλήθεια για να ελαφρύνεις καρδιά και νου, και καμώνεσαι ή φαντάζεσαι ότι αδιαφορείς, αυτά, ομαδικώς και ορμητικά, λαμβάνουν πνοή και την πρωτινή τους μορφή, ζητώντας εκ νέου μια θέση στις σκέψεις σου. Θέση περίοπτη, όμως. Τη ζητούν δε ανυπόμονα και απαιτητικά. Γνωρίζουν δα ότι την αξίζουν, παλαιόθεν, τη θέση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση οι εισβολείς των λογισμών σου –των δικών μου λογισμών, ας είμαι σαφής– είναι τα προικιά. Η προίκα! Ή μάλλον ένα βιβλίο, ένα λεύκωμα χάρμα ειδέσθαι, το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο και το οποίο θεωρώ πολύτιμο διότι στις σελίδες του αστραποβολούν και μοσκοβολούν λαχτάρα, ομορφιά, απαντοχή και όνειρα, μάτια ξελογιασμένα και χέρια αγιασμένα, και, αχ, καρδιοχτύπια κοριτσιών και μανάδων, και φιλενάδων· και τραγούδια και λογάκια και βιασύνη. Και κρυφοκοιτάγματα· και κρυφογελάκια… Παρασύρομαι, όμως· είναι διότι τα έζησα, τα γνώρισα όλα αυτά, ναι, είχα την ξεχωριστή τύχη, ως παιδί, ως έφηβη, στη θαλασσινή πολιτεία της Λακωνίας, μεγαλώνοντας στην ομάδα, με την έννοιά της την παλαιότερη, ομαδόν δηλαδή, και ομάδι, και ομού, και ομμάδην, να λάβω γνώση ενός κόσμου που σήμερα μόνον να τον θυμάσαι μπορείς. Και αν…

Η προίκα, λοιπόν, η προιξ κατά τους προγόνους μας (ουδέν εις οιξ λήγει όνομα πλην μόνον η προιξ και οξύνεται, τόνιζαν), είχε την έννοια δώρου, της δωρεάς προς το καινούργιο σπιτικό, ενώ σύμφωνα με τον Όμηρο επρόκειτο για «το κατά τους γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ, φερνή». Ευνόητο είναι, και ασφαλώς γνωστό, ότι ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Τον επέβαλαν λόγοι κοινωνικοί, αλλά και οικονομικοί. Μα και κατά τους νεότερους χρόνους θεωρήθηκε ότι η επίδοση της προίκας γίνεται για να ανακουφιστούν τα βάρη του γάμου· οι γονείς κάθε κοπέλας προσπαθούσαν, από τα πρώτα χρόνια της, μέχρις ότου προχωρήσουν σε συμφωνία γάμου με το κατάλληλο άτομο, να συλλέξουν όσο περισσότερη προίκα μπορούσαν για να παντρευτεί το παιδί τους απρόσκοπτα. Συνήθως η προίκα αποτελούνταν από ρουχισμό, οικιακό και ατομικό, αλλά οι πιο εύποροι πρόσφεραν κοσμήματα, ζώα, κτήματα, κατοικίες κ.ά. Έτσι εξασφαλιζόταν η ελάφρυνση, μήπως και η ευμάρεια της οικογένειας. Ο θεσμός της προίκας ήταν βαθιά ριζωμένος στις συνειδήσεις των λαών και αποτελούσε έναν άγραφο νόμο του εθιμικού δικαίου.

Η συλλογή της οικογένειας Σοφιανού μεταφέρθηκε στην Ελλάδα πριν από τον πρώτο διωγμό, αυτόν του 1914. Τα κεντήματα, τα υφάσματα, οι φορεσιές χρονολογούνται από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού.

Βεβαίως, στη σύγχρονη εποχή ο θεσμός αυτός θεωρείται παρωχημένος και αν κάποτε αναφέρεται είναι για να υπενθυμίζει έθιμα και συνήθειες άλλων εποχών. Οι λόγοι είναι σαφείς και κατανοητοί· βελτίωση των οικονομικών, καθώς και της θέσης της γυναίκας, η οποία έχει εξισωθεί κοινωνικά με τον άνδρα, η παιδεία, η απασχόληση, τα έτοιμα βιομηχανικά προϊόντα, οι μεγαλουπόλεις που αποξενώνουν, οι δεσμοί που φθίνουν…

Πριν όμως από τις αλλαγές αυτές, η προίκα λογιζόταν –και θεωρείται ακόμη– σαν ένα κομμάτι του πολιτισμού μας. Από τα ωραιότερα· καθώς οι κεντήστρες, οι υφάντρες, οι πλέκτριες, οι μοδίστρες, οι βάφτριες, μα και οι αδαείς κοπελίτσες που τα χεράκια τους κινούσε το όνειρο, η αγάπη, η αναμονή, κοπίαζαν για το μελλοντικό νοικοκυριό τους, παραδίδοντας συνάμα –και εν αγνοία τους– στους επερχόμενους, έργα αληθινής τέχνης. Προικιά που τα πλούμισε η φαντασία, η παράδοση, οι γενεές γυναικών που συγγένεψαν με τη χαριέστατη ελληνική φύση, μεγάλωσαν στην απλότητα, ωρίμασαν με τα παραμύθια και τους θρύλους, γλυκάθηκαν μες στις πολυμελείς οικογένειες, προστατεύθηκαν από την ομάδα.

Στο εξαιρετικής αισθητικής και μοναδικής επιμέλειας αυτό βιβλίο με το πτυχωμένο μεταξωτό, χρώματος χρυσαφί εξώφυλλό του και τις εκθαμβωτικές φωτογραφίες έργων κεντητικής, ραπτικής και υφαντικής τέχνης, όλα δουλεμένα στην Κωνσταντινούπολη και στην Πέργαμο, συλλογή πολύτιμη, ανεκτίμητη μάλλον, της οικογένειας Σοφιανού, θα αγαλλιάσουμε στη θέαση μιας πλήρους και μεγάλης καλλιτεχνικής και συναισθηματικής αξίας προίκας: τσεβρέδες, τραπεζομάντιλα, κουρτίνες, κρεβατόγυροι, ανεξάντλητα εργόχειρα, σεντόνια, καλύμματα, υφαντές κουβέρτες, φορεσιές, μαντίλες, εσώρουχα, γιλέκα, πουκάμισα, μαξιλάρια, χαρτιά με προσχέδια, κι άλλα, κι άλλα, σπαράγματα μιας ομορφιάς που πλέον σωπαίνει. Και αν κάπου κάπου λαλεί, είναι διότι καταβάλλονται προσπάθειες σαν αυτές, ηρωικές θα έλεγα (λόγω του κόστους και του κόπου), ή διότι η μνήμη καλά κρατεί ακόμη. Όπως, φερειπείν, η δική μου που σαν ξελογιασμένη τριγυρνά στα σπίτια οπού οι μελλόνυμφες, ευτυχισμένες, γελαστές, με μάτια υγρά και με ιδρωμένα τα καλοχτενισμένα μαλλιά, εξέθεταν την προίκα τους στους συμπολίτες μας κι άστραφτε η σάλα όλη. Άστραφταν (μου φαινόταν;) και τα μάτια της Παναγιάς που ήταν ακουμπισμένη στο μεσιανό τραπέζι, ανάμεσα σε βασιλικούς, φούλια ή τριαντάφυλλα – αναλόγως.

Η συλλογή της οικογένειας Σοφιανού μεταφέρθηκε στην Ελλάδα πριν από τον πρώτο διωγμό, αυτόν του 1914. Τα κεντήματα, τα υφάσματα, οι φορεσιές χρονολογούνται από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού. Το βιβλίο εκδόθηκε ξεχωριστά και στα αγγλικά (μτφρ. Αλεξάνδρας Ντούμα). Στον τόμο περιέχονται 240 φωτογραφίες, στις οποίες θα θαυμάσουμε πανάρχαιες τεχνικές όπου κυριαρχούν η φαντασία, η πειθαρχία, η λεπτότητα.

Αξίζει να σταθούμε –και να χαθούμε– στα προλογίσματα, τόσο σε αυτό της Μιράντας Σοφιανού όσο και σ’ εκείνο της Φωτεινής Στεφανίδη. Δεν είναι μόνον κατατοπιστικά, είναι απείρως συγκινητικά. Βιβλίο σαν αχειροποίητο. Και «Η ιστορία τριών αιώνων σε μια προίκα», καθώς γράφει η Μιράντα Σοφιανού. Εύγε!

Τέλος, για το χάιδι και την ικανοποίηση της μνήμης, ας παραθέσω τους στίχους ενός από τα τραγούδια που ακούγονταν στην έκθεση, αλλιώς κάντισμα, της προίκας:

Βάτους κι αγκάθια πάτησα ώσπου να σ’ αγαπήσω
και τώρα που σ’ αγάπησα, πώς να σε λησμονήσω;
Θα γίνω γης να με πατάς, γεφύρι να περάσεις
θα γίνω μια γλυκομηλιά στον ίσκιο της να κάτσεις.
Να πέφτουν τ’ άνθια απάνω σου, τα μήλα στην ποδιά σου
και τα χρυσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα μαλλιά σου.

Ώστε, τίποτα δεν χάνεται. Όλα ζωντανεύουν, ριγούν και ροδίζουν στο πρώτο γνέψιμο της καρδιάς.