Μπορεί να κάνει εντύπωση σε όσους το πρωτακούν παρακολουθώντας τα τηλεοπτικά κανάλια που έκαναν επιτόπιο πολύωρο ζωντανό ρεπορτάζ από τη Βόρεια Εύβοια, αλλά σε μένα προσωπικά δεν κάνει καμία απολύτως εντύπωση το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι επαναλαμβάνουν συνεχώς, ανοίγοντας την καρδιά τους (με απλότητα πρωτοφανή που ίσως κι οι ίδιοι δεν πιστεύουν), ότι η υποδοχή και η γενικότερη αντιμετώπιση που έχουν από τους ντόπιους (ανθρώπους βουτηγμένους στη θλίψη, τον πόνο, την απόγνωση) τούς έχει αφήσει άφωνους… Νιώθουν, λένε, σαν να είναι συγγενείς και οικείοι οι οποίοι γύρισαν μετά από πολλά πολλά χρόνια στα πάτρια εδάφη και οι ντόπιοι τούς υποδέχονται σαν αδέλφια, σαν παιδιά ή σαν εγγόνια τους…
Είπα ότι δεν μου κάνει καμία εντύπωση, γιατί απλούστατα το βιώνω από τα γεννοφάσκια μου. Γεννημένος στη μίζερη Αθήνα (πολύ καλύτερη βέβαια τότε απ’ ό,τι έχει καταντήσει σήμερα — πρόλαβα τις μονοκατοικίες, το αγιόκλημα, την μπάλα στον δρόμο, τις πόρτες που δεν κλείδωναν…), κάθε φορά που πήγαινα στη Βόρεια Εύβοια (συγκεκριμένα, στη Λίμνη και την ευρύτερη περιοχή γύρω από αυτή) ένιωθα να ξαναγεννιέμαι, να παίρνω και πάλι βαθιά μέσα στα εντός μου την πρώτη μου ανάσα, να κοιτάζω έκθαμβος τη γλυκύτητα του κόσμου από την αρχή, να συλλαβίζω με καινούργια έκπληξη τη λέξη «ζωή», σαν να τη μάθαινα για πρώτη φορά… Κι αυτό -το επαναλαμβάνω- να συμβαίνει ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ. Πώς συνέβαινε, μη με ρωτάτε, ούτε εγώ το ξέρω…
Σίγουρα πάντως σε τέτοιες επανειλημμένες (ανα)γεννήσεις συνέβαλαν τα μέγιστα η Παναγία η Λιμνιά (που κατ΄ επανάληψη έσωσε τον τόπο από πολλές και ποικίλες συμφορές και καταστροφές), ο όσιος Χριστόδουλος (που κατά την παράδοση, θέλοντας πια να παραμείνει άγνωστος μετά την ίδρυση και λειτουργία της ένδοξης παγκοσμίου φήμης Μονής του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, ασκήτεψε σε μια τρύπα της γης που χωράς – δε χωράς να μπεις και να μείνεις…), η (ανδρώα) Μονή του Οσίου Δαυΐδ (που όμως τη δεκαετία του 1970 δεν ήταν γνωστή όπως είναι σήμερα, έχοντας όλους κι όλους τρεις μοναχούς: τον άγιο γέροντα Ιάκωβο, τον επόμενο ηγούμενο π. Κύριλλο και τον π. Σεραφείμ), η (γυναικεία) Μονή Αγίου Νικολάου Γαλατάκη (που από θαύμα δεν κάηκε το 2016 και κινδύνεψε να καεί και τώρα), η (γυναικεία) Μονή του Αγίου Γεωργίου στα Ήλια, η Παναγία η Ντινιούς στην Ιστιαία, και, φυσικά, το Προσκύνημα του Αγ. Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπι.
Μα ήταν και τα ξωκκλήσια στα παρθένα δάση της Λίμνης, το καθένα με την ιδιαίτερη χάρη του, που ήταν βάλσαμο σε κάθε αθηναϊκό πόνο μου: οι δύο Άι-Γιώργηδες (ο ένας, που ανήκει στη Μονή Γαλατάκη, σαν εκκλησάκι-στολιδάκι σε αιγαιοπελαγίτικο νησί), ο Άι-Θανάσης, ο Χριστός (“Άγιο Μανδήλιο”, εορτάζει στις 16 Αυγούστου), ο Άι-Γρηγόρης, η Αγία Κυριακή, και φυσικά η Παναγιά, όπου γίνεται το πανηγύρι της Λίμνης στις 8 Σεπτεμβρίου – κι όλα αυτά πνιγμένα σε ωκεανούς πρασίνου και την αστείρευτη αγάπη των ανθρώπων…
Μα ήταν και είναι (και θα εξακολουθήσουν να είναι, αν δεν φύγουν κυνηγημένοι άρον-άρον, μη έχοντας πια τι άλλο να κάνουν σε μια γη-εξορία, σε έναν μέχρι τώρα Παράδεισο που εποφθαλμιούσε ζηλόφθονα από καιρό η Κόλαση…) και οι άνθρωποι της Λίμνης, που, αν έπρεπε να τους απαριθμήσω έναν προς έναν, θα ήθελα τόμους ολόκληρους, και που, αν ξεχνούσα έστω κι έναν, θα έκανα τη μεγαλύτερη ίσως αδικία της ζωής μου, και δεν το θέλω με τίποτα. Αυτοί οι άνθρωποι, που, χωρίς να το ξέρουν, είναι… διδάκτορες της ψυχοθεραπείας, μου έδιναν πάντα δωρεάν μαθήματα φιλοσοφίας για το τι αξίζει στη ζωή και από πού θα πάρεις τα φτερά που χρειάζεσαι για πέταγμα, όπως και τι στη ζωή είναι για πέταμα…
Κάτι τέτοια, είμαι σίγουρος, πρόλαβαν να δουν και να νιώσουν, στον ελάχιστο χρόνο που είχαν, από έναν πολιτισμό που βασίλευε αλλά τώρα «βασιλεύει» (πάει προς τη βίαιη δύση του…) οι δημοσιογράφοι, που μιλάνε πια σχεδόν βουρκωμένοι (κι όχι από την κάπνα…).
Όσο για εκείνους που έβαλαν με τρόπους που εκείνοι ξέρουν το χεράκι τους για τη δαιμονική έξωση από τον βορειο-ευβοϊκό Παράδεισο, θα όφειλαν να έρθουν να κοιτάξουν στα μάτια τούς ανθρώπους τούς οποίους άφησαν σαν καμένα κουφάρια να παραπαίουν… Αλλά, επειδή τέτοια δύναμη κατά πάσα βεβαιότητα δεν θα έχουν, τουλάχιστον ας γονατίσουν το κορμί τους μπροστά σε έναν καμένο κορμό και ας του πουν: «Κανονικά, θα έπρεπε να καώ εδώ μαζί σου, αλλά τέτοια δύναμη δεν έχω»… Ίσως αυτή η έλλειψη δύναμης τους σώσει τελευταία στιγμή, γιατί μπορεί ν’ ακούσουν μια ελάχιστη σπιθίτσα μεταμέλειας που τρεμοπαίζει μέσα τους, με την ελπίδα να γίνει πυρκαγιά μετάνοιας… Θα μοιάζει σαν θαύμα μεγαλύτερο κι απ’ την καταρρακτώδη βροχή που έπεσε μετά από λιτανεία της λάρνακας του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπι της ξηρασίας των πολλών ημερών…
Ανδρέας Μοράτος, Φιλόλογος-Θεολόγος