Από τις πιο εντυπωσιακές στην απλότητά της εκφράσεις της Αρχαίας Ελληνικής. Μέσα σε τέσσερις λέξεις τα λέει όλα για τη σημασία της λεπτομέρειας στα ανθρώπινα πράγματα. Με απλά λόγια, μας λέει ότι, από το αποτύπωμα που αφήνει στο έδαφος ένα τόσο μικρό στοιχείο του σώματος όπως είναι το νύχι, μπορούμε να συμπεράνουμε αν πέρασε ένα τόσο μεγάλο σε μέγεθος και κυρίως σε δύναμη ζώο όπως το λιοντάρι. Από πολύ απλά πράγματα λοιπόν, γενικότερα, στη ζωή, με την κατάλληλη παρατήρηση μπορούμε να εξαγάγουμε πολύτιμα συμπεράσματα για τα μεγάλα σε σημασία ζητήματα, τα ουσιώδη…
Στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, ιδίως δε στη Θεία Λειτουργία, υπάρχει μια φράση που συνήθως την προσπερνάμε αδιάφορα… Πρόκειται για τη φράση «… εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα» («τους εαυτούς μας και ο ένας τον άλλον και όλη τη ζωή μας ας παραθέσουμε [αφήσουμε, αναθέσουμε, (απο)δώσουμε] στον Χριστό τον Θεό μας»).
Ποιος είναι ο… “όνυχας” εδώ, η λεπτομέρεια που (θα έπρεπε να) διεγείρει τα ανακλαστικά μας; Μα η λέξη «αλλήλους», φυσικά! Και είναι “όνυχας” διότι, σύμφωνα με αυτά που έχουμε μάθει, και με βάση τα θεμελιώδη διδάγματα του Διαφωτισμού (με τα οποία εξακολουθεί να πορεύεται και η εποχή μας), μόνο τον εαυτό μας μπορούμε να ορίζουμε, μόνο γι’ αυτόν έχουμε την πλήρη υπευθυνότητα, μόνο αυτόν επομένως μπορούμε να “παραθέσουμε” στον Θεό – ο άλλος, ο διπλανός, όσο φίλος, όσο αγαπητός και αν είναι, όντας άλλος “εαυτός”, ας πράξει μόνος του τα ανάλογα, εμείς αδυνατούμε για κάτι περισσότερο…
Είναι εκπληκτικό ότι, μετά από δύο χιλιετίες χριστιανισμού, μια τέτοια φράση, όταν τη συνειδητοποιούμε στην πληρότητα της καταλυτικής δύναμής της, αποτελεί το μεγαλύτερο σκάνδαλο για τον τρόπο που έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε και να πράττουμε, και ουσιαστικά γκρεμίζει εκ θεμελίων το νοητικό οικοδόμημα (που μπορεί με κόπο να χτίσαμε) για τον τρόπο που κατανοούμε την Εκκλησία. Κι όμως, αν δίναμε περισσότερη προσοχή στη γνωστή ευαγγελική φράση «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα» (Ιωάν. 15:5), αν συνειδητοποιούσαμε δηλαδή αυτό που μηχανικά, βαρετά και με… χασμουρητό συνηθίζουμε να λέμε, ότι στην Εκκλησία είμαστε όλοι ένα σώμα, καμία απορία δεν θα είχαμε για το πώς γίνεται να “παραθέσουμε αλλήλους” στον Θεό μας, για το πώς γίνεται να “παραθέσω”, εκτός από τον εαυτό μου, και τον Γιώργο, τη Μαρία, τον Νίκο, την Ελένη, τον Γιάννη, την Κατερίνα, τον…, την… . Από μια άποψη λοιπόν, ο Παράδεισος είναι ακριβώς αυτό: το να έχουμε την παρρησία να “παραθέτουμε” στον Χριστό τον Θεό μας τους εαυτούς μας και ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ο ένας τον άλλο. Αν μας λείπει μια τέτοια παρρησία, μάλλον μας λείπει και ο Παράδεισος… Και αν μας λείπει η παρρησία της παράδοσης στον Παράδεισο, μετά από δύο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού ούτε μερικούς πόντους δεν έχουμε διανύσει από την αφετηρία, και κάθε πολλοστή εκκίνησή μας βγαίνει συνεχώς άκυρη από τον Κριτή…
Αλλά, αφού βρήκαμε τον “όνυχα”, ας δούμε και ποιος είναι ο “λέων”. Κανονικά, ως χριστιανοί, έναν και μόνο λέοντα θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε: τον Λέοντα που «αναπεσών εκοιμήθη» (στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής: Γεν. 49:9), τον Χριστό δηλαδή, τον ίδιο Λέοντα για τον οποίο, στο τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής, αναφέρεται πανηγυρικά: «Μη κλαίε• ιδού ενίκησεν ο λέων» (Αποκ. Ιωάννου 5:5). Αλλά, με τα χάλια που έχουμε, έτσι όπως τα ’χουμε καταφέρει (από τον πρώτο επίσκοπο μέχρι τον τελευταίο λαϊκό…), αντί για τον Αναπεσόντα Νικητή Λέοντα, έχουμε δώσει άφθονο χώρο να γυρνάει με όλη του την άνεση και να αλωνίζει στον χώρο της Εκκλησίας ένας άλλος λέων, ο παμπόνηρος, ο μοχθηρός, αυτός που ωρύεται ψάχνοντας ποιον θα πρωτοκαταπιεί («ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη», Α΄ Πέτρου 5:8).
Μετά απ’ αυτό, μπορεί ακόμα να απορεί κανείς πώς κατορθώσαμε το ακατόρθωτο, να μετατρέψουμε την Άμπελο σε ξέφραγο αμπέλι; Και μπορεί να μένει ακόμα η απορία τι χωρίζει τον Παράδεισο από την άρνησή του όταν εξοβελίσαμε απ’ το μυαλό και την καρδιά μας τον ενοχλητικό “όνυχα” «και αλλήλους» και επιμένουμε, αντί του Λέοντα με το νικηφόρο Λάμδα, να ζητάμε να λύσει τα προβλήματα της Εκκλησίας ο ηττημένος κατά κράτος λέων με το λάμδα πεζό, όσο πιο πεζό γίνεται;
Ανδρέας Μοράτος, Φιλόλογος-Θεολόγος