Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως

 

24.11.2014_Ανοίχτε τα παράθυρα στο φωςΚριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Ο Γιάννης Παπακώστας, καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, μας έχει συνηθίσει στον αιφνιδιασμό. Κάθε νέο βιβλίο του φέρνει στο φως πρόσωπα και έργα που παρέμεναν στην αφάνεια και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα φιλολογικά μας πράγματα, με τα οποία ούτως ή άλλως, όπως λέει, οι φιλόλογοι δεν έχουμε λύσει ακόμη τους λογαριασμούς μας. Πολλά πράγματα του παρελθόντος έχουν μείνει ακάλυπτα και αναξιοποίητα. Στα τελευταία πολύ σημαντικά για τη φιλολογική επιστήμη ήταν Ο Émile Legrand και η Ελληνική Βιβλιογραφία (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2011), μνημειώδες έργο, καθώς και ο τόμος Από τη λογοτεχνία στον κοινωνικό προβληματισμό. Ποιήματα – Μεταφράσεις – Μελέτες και Άρθρα του Γιάννη Μηλιάδη (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2012), που αποτελεί και τη γέφυρα με το νέο βιβλίο του,Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως. Προσεγγίσεις στο ποιητικό και στο κριτικό έργο του Γιώργου Μυλωνογιάννη, όπου συνεχίζει τις σημαντικές αποκαλύψεις του. Ο Παπακώστας, ρίχνοντας φως στα άδυτα και ξεχασμένα της λογοτεχνίας μας, απονέμει, με τον τρόπο του, δικαιοσύνη σ’ εκείνους που ο χρόνος έριξε στο περιθώριο.

Ο μελετητής έχει ασχοληθεί εμβριθώς με το έργο του Κ.Γ. Καρυωτάκη, με τον πολιτικό Καρυωτάκη, συγκεκριμένα, του οποίου ο «πείσμων ρεαλισμός» γυρίζει στην πολιτική, όπως σημείωνε ο Τέλλος Άγρας. Ο Παπακώστας, παρακολουθώντας τα πράγματα από την αρχή τους, ασχολήθηκε και με τον φιλολογικό διάλογο που άνοιξε το 1935 ο Ανδρέας Καραντώνης στο περιοδικό τα Νέα Γράμματα, του οποίου το θέμα ήταν η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους ποιητές. Με τον όρο μάλιστα «καρυωτακισμός» αποκαλούσε, υποτιμητικά, το ρεύμα των ποιητών γύρω από τον Καρυωτάκη, θέλοντας με τον χαρακτηρισμό του να τονίσει την κοινωνική και ηθική παρακμή αυτού του ρεύματος.

Γνωρίζοντας όλες τις λεπτομέρειες της ζωής και του έργου του μεγάλου ποιητή, ο Παπακώστας δράττεται της ευκαιρίας που του παρέχει ο Μυλωνογιάννης (1909-1954), παρακμιακός ποιητής του καρυωτακικού κύκλου, να επιχειρήσει μια περαιτέρω, αν και παράπλευρη, έρευνα σχετικά με τον τρόπο που τον αντιμετώπισε η κριτική και ειδικότερα η γενιά του ’30. Το ερευνητικό ενδιαφέρον του Παπακώστα κεντρίζεται από το κείμενο του Τέλλου Άγρα, στο ίδιο περιοδικό, ο οποίος, αντίθετα από τον Καραντώνη, μιλάει για «νεοαστικό ρεαλισμό» και για ποιήματα «εμπνευσμένα από την πολιτική», κι εδώ είναι που παρατηρεί τη στροφή του Καρυωτάκη στην πολιτική. Ο Παπακώστας όμως δεν στέκεται στην επιφάνεια. Επιχειρεί έρευνα στον λογοτεχνικό περίγυρο της εποχής και στα δημοσιεύματα, μεταξύ των οποίων και δύο άκρως αρνητικά, εκ των οποίων το ένα ανήκει στον Κ.Θ. Δημαρά, δημοσιευμένο στο Ελεύθερον Βήμα το 1938, και το άλλο του Γιώργου Θεοτοκά, λίγες μέρες μετά, στα Νεοελληνικά Γράμματα του Δημήτρη Φωτιάδη. Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σε συντονισμένη επίθεση εναντίον του Καρυωτάκη, στην οποία ορθώνει λόγο αντίθετο ο Μυλωνογιάννης, ανάμεσα σε άλλους που συμμερίζονταν την αντίθεσή του. Η αναφορά του ειδικά στον Καρυωτάκη, με αφορμή ένα βιβλίο του Αλεξανδρινού κριτικού Τίμου Μαλάνου, αποτέλεσε το έναυσμα για τον διάλογο στα Νεοελληνικά Γράμματα με επίκεντρο τον Καρυωτάκη και τον καρυωτακισμό. Στο εν λόγω περιοδικό μπορεί ο αναγνώστης να δει αρκετά κείμενα καυστικά εναντίον των Δημαρά και Θεοτοκά.

Πρόκειται για μια ακόμη σπουδαία μελέτη του Γιάννη Παπακώστα, η οποία, όπως και η άλλη για τον Γιάννη Μηλιάδη, που εκείνος έφερε στην επιφάνεια, διευρύνει τον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής.

Για την έκδοση του παρόντος βιβλίου, ο Παπακώστας στηρίχτηκε σε επιλογές από το χειρόγραφο υλικό του αρχείου του Μυλωνογιάννη, το οποίο επί έξι δεκαετίες παρέμενε άγνωστο και αναξιοποίητο. Στόχος του ήταν να φωτίσει τη σχέση του με τον Καρυωτάκη, την οποία θεωρεί «ευθεία ή πλάγια συνομιλία με τον ποιητή».

Από τη μελέτη προκύπτει πως ο Μυλωνογιάννης ανήκει στους υποστηρικτές του ρεύματος του νεοσυμβολισμού και του ελεύθερου στίχου, δεν αποδεχόταν όμως τον υπερρεαλισμό. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Καρυωτάκη, καθώς και εκτίμηση για τον Κ.Π. Καβάφη, διότι θεωρεί πως αντιπροσωπεύει την πρόοδο, ενώ, αντιθέτως, θεωρούσε ξεπερασμένο το έργο του Παλαμά και, παραδόξως, δεν αναφέρεται καθόλου στον Γιώργο Σεφέρη. Για τον Καρυωτάκη είχε αναγγείλει μελέτη, για το 1936, η οποία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε και την οποία ο Παπακώστας αναζήτησε αλλά κατά την εκτίμησή του έχει μάλλον χαθεί.
Πέραν του Καρυωτάκη, ο Μυλωνογιάννης ασχολήθηκε και με τους Λαπαθιώτη, Σκαρίμπα, Κοτζιούλα, Τσίρκα, Θεοτοκά, Ρίτσο, Βρεττάκο, καταξιωμένους πλέον λογοτέχνες, με εστιασμένο το ενδιαφέρον για μας σήμερα, στο πώς τους είδε και τους αντιμετώπισε ένας με διεισδυτική ματιά σύγχρονός τους κριτικός. Οι απόψεις αυτές είναι καταγραμμένες σε μεμονωμένα άρθρα για έργα σύγχρονών του συγγραφέων, όπου και τα εντόπισε ο Παπακώστας. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι στο σύνολο των δημοσιευμάτων πρέπει να προστεθούν εκατό και πλέον άρθρα που αφορούν το βιβλίο και τον πολιτισμό, τα λογοτεχνικά ρεύματα, τις τάσεις και τις τεχνοτροπίες, εισαγωγικά κείμενα, καθώς και σύντομες παρουσιάσεις βιβλίων και συνεντεύξεις που ο ίδιος έδωσε ή έλαβε. Εξαιρετικές είναι και οι αναλυτικές εκθέσεις που συνέταξε με τον απολογισμό και την αξιολόγηση της «Πνευματικής παραγωγής» των ετών 1937, 1938 και 1939. Όλα αυτά, βέβαια, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα ιδωμένα στο πλαίσιο της εποχής τους. Τον Άγγελο Τερζάκη τον χαρακτηρίζει «φωτεινό παράδειγμα» για τη Μενεξεδένια πολιτεία του. Για τον Γιάννη Ρίτσο, με αφορμή Το τραγούδι της αδελφής μου, γράφει πως «Τιτλοφορήθηκε ποιητής, προτού ακόμα γίνει τέτοιος», έργο για το οποίο ο «ξεπερασμένος» κατά την άποψη του Μυλωνογιάννη Παλαμάς είπε τη γνωστή, πλέον, φράση «παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Και συνεχίζει: «ο κ. Ρίτσος […] πολύ λίγο κατορθώνει να μας μιλήσει με τον ποιητικό λόγο για τον καϋμό του… Περιμένω από τον κ. Ρίτσο το έργο εκείνο, το ολοκληρωμένο και άρτιο, που θα κρίνει μοναχό του την αξία του ταλέντου του». Συγκρίνοντάς τον με τον Νικηφόρο Βρεττάκο, που είναι «μια φύση λυρική, ένας τύπος συναισθηματικός», τον βρίσκει «εγκεφαλικό». Γενικά θετικές είναι οι κρίσεις του για τις μελέτες του Κλέωνα Παράσχου, για τη μελέτη Ένας ηγησιακός του Τίμου Μάλανου, την οποία χαρακτηρίζει «συμβολή στη μελέτη του Καρυωτάκη». Επαινεί τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο για την πρωτοτυπία των διηγημάτων, Ηρωική περιπέτεια. Αληθινό τεχνίτη χαρακτηρίζει τον Κοσμά Πολίτη για την Ερόικα, «έξοχο μυθιστόρημα, αληθινά ευρωπαϊκό». Χαρακτηρίζει «πνεύμα οξύτατα διεισδυτικό» τον Γιώργο Θεοτοκά, για το Δαιμόνιό του κι εκφράζεται θετικά για τον Στρατή Τσίρκα, τον Γ. Κοτζιούλα, τον Βάρναλη, ο οποίος είναι «ο Π ο ι η τ ή ς», τον Δ.Ι. Αντωνίου για τον τρόπο που εκφράζει την αγάπη του στη θάλασσα, τον Ντοστογέφσκι σε μια εκτεταμένη μελέτη του και πολλούς άλλους τους οποίους ο χρόνος-κριτής καταξίωσε.
Απομένει να δούμε τον Μυλωνογιάννη ως ποιητή, μια ακόμη σημαντική παράμετρο της μελέτης του Παπακώστα. Ο Μυλωνογιάννης εξέδωσε, όσο ζούσε, τρεις ποιητικές συλλογές: Προς το φως… (1936),Μεθεόρτια (1948) και Ανάγλυφα (1951), οι οποίες δυστυχώς δεν βρίσκονται σε καμία βιβλιοθήκη, «παραμένουν σχεδόν ανεύρετες», όπως λέει. Εν πάση περιπτώσει, ως ποιητής, ο Μυλωνογιάννης δεν κάνει το μεγάλο άλμα• δεν απομακρύνεται από τη σιγουριά της παραδοσιακής φόρμας, παρόλο που αποδεχόταν τον μοντερνισμό και, όπως είπαμε, τασσόταν υπέρ της ανανέωσης. Στα ποιήματά του, στα οποία είναι εμφανής η επίδραση του Καρυωτάκη και ο θαυμασμός του γι’ αυτόν, είναι εμφανές το κοινωνικό ενδιαφέρον και ο προβληματισμός του για τον άνθρωπο, αλλά και διάχυτη η θλίψη, ο αισθησιασμός, η απαισιοδοξία, η τάση φυγής, όλα, βεβαίως, εκφρασμένα με έναν παραδοσιακό τρόπο γραφής, όπως έγραφαν και οι άλλοι του κύκλου του περιοδικού Μπουκέτο, όπου ανήκε και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου, και ο Χάρης Σταματίου (Επαχτίτης). Και οι τέσσερις χαρακτηρίζονταν από την «μποεμία», την αίσθηση του αδιεξόδου και του ανικανοποίητου, το κυνήγι των τεχνητών παραδείσων, τον εθισμό στη χρήση ναρκωτικών. Και οι τέσσερις είχαν τραγικό τέλος. Λαπαθιώτης και Σταματίου αυτοκτόνησαν, Μυλωνογιάννης και Παπανικολάου πέθαναν στο Δρομοκαΐτειο, όπου μπαινόβγαιναν για αποτοξίνωση. Δείγμα της απαισιόδοξης διάθεσής του, από τα επιλεγμένα του Παπακώστα, είναι και το ακόλουθο: «Θέλω να κόψω τα δεσμά, που με κρατούν δεμένο,/ θα πάω ν’ αποκοιμηθώ μια νύχτα με φεγγάρι» («Φινάλε»), καθώς και το επόμενο: «Μα τι είναι εκείνο που όλο σταλάζει/ Στο είναι σου θλίψη θανάτου κι ανία».

Εντέλει, η λεπτομερειακή εργασία του Παπακώστα και η προβολή κάθε πτυχής του έργου του Μυλωνογιάννη διευρύνουν την έρευνα, φωτίζουν τις άγνωστες πτυχές της εποχής, του λογοτέχνη και κριτικού, και φανερώνουν τα κριτήρια της κριτικής, σε σχέση, βέβαια, πάντοτε με το πνευματικό κλίμα της εποχής. Στην έρευνά του ο μελετητής βρήκε πρόθυμη την οικογένεια του Μυλωνογιάννη αλλά και άλλους, οι οποίοι, καθένας από τη δική του ειδικότητα, βοήθησαν στο δύσκολο αυτό έργο, όπως ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ο οποίος του παραχώρησε την κριτική του Μυλωνογιάννη για τον Σκαρίμπα. Πρόκειται για μια ακόμη σπουδαία μελέτη του Γιάννη Παπακώστα, η οποία, όπως και η άλλη για τον Γιάννη Μηλιάδη, που εκείνος έφερε στην επιφάνεια, διευρύνει τον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής.

 

Εκδόσεις: Γαβριηλίδης