Ανακαλύφθηκε ο σκελετός του μεγαλύτερου δεινοσαύρου

6.9.2014_Ανακαλύφθηκε ο σκελετός του μεγαλύτερου δεινοσαύρουΔιεθνής ομάδα παλαιοντολόγων ανακάλυψαν στην Αργεντινή το απολίθωμα ενός νέου είδους δεινοσαύρου, το οποίο χαρακτηρίζεται ως το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί ποτέ.

Ο Dreadnoughtus schrani, που ονομάστηκε έτσι από τους επιστήμονες που τον συνέκριναν με τα μεγάλα θωρηκτά του 20ου αιώνα, ζύγιζε 65 τόνους και είχε μήκος σχεδόν 26 μέτρα, ισοδύναμο με πάνω από επτά Τυραννόσαυρους Ρεξ, τέσσερις διπλόδοκους ή δώδεκα αφρικανικούς ελέφαντες.

Τα απολιθώματα που ανακαλύφθηκαν στην Αργεντινή αντιπροσωπεύουν τον μακράν πιο πλήρη σκελετό ενός τιτανόσαυρου που έχει ανακτηθεί ποτέ.

«Για τους μεγάλους δεινόσαυρους, αν ανακαλύψουμε έστω και το 20 τοις εκατό του σκελετού τους θεωρείται σπουδαίο επίτευγμα. Με τον Dreadnoughtus βρήκαμε περισσότερα από 200 οστά, δηλαδή το 45 τοις εκατό του σκελετού του αλλά πρακτικά το 70 τοις εκατό των βασικών οστών του», δήλωσε ο Κένεθ Λακοβάρα, παλαιοντολόγος του Πανεπιστημίου της Φιλαδέλφειας και επικεφαλής της έρευνας. «Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 16 τόνοι οστών στο εργαστήριό μου», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το νέο εύρημα πρόκειται για το μεγαλύτερο χερσαίο ζώο που έχει καταγραφεί ποτέ με ακρίβεια. Ο πιο γνωστός Βραχιόσαυρος ζύγιζε περίπου 28 με 48 τόνους, ενώ ένας αφρικανικός ελέφαντας περίπου 5,5 με 6 τόνους. Άλλοι τιτανόσαυροι όπως ο Αργεντινόσαυρος μπορεί να έφταναν μέχρι και τους 100 τόνους αλλά δε διαθέτουμε ακόμα αρκετά απολιθώματα για να υπολογιστεί το βάρος τους με ακρίβεια. Από την άλλη ακόμα και οι δεινόσαυροι δε συγκρίνονται με τη γαλάζια φάλαινα που φτάνει έως και τους 190 τόνους βάρους.

Ο σκελετός του Dreadnoughtus προσφέρει ένα νέο παράθυρο στην ανατομία, τη βιομηχανική και την εξέλιξη των τιτανοσαύρων.

«Η ανακάλυψη αυτή μας προσφέρει την ευκαιρία να κατανοήσουμε πράγματα όπως τα όρια της οστικής αντοχής, και να μοντελοποιήσουμε την αναπνοή, την πίεση και τις ποσότητες φαγητού που κατανάλωναν τα μεγαλύτερα ζώα που πάτησαν στον πλανήτη», δήλωσε ο Πωλ Μπάρετ του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου.

 

Πηγή: naftemporiki.gr