Το συγκεκριμένο ζώο είναι ένα έντομο και μάλιστα από τα περισσότερο δημοφιλή και «αποδεκτά», αν και γενικότερα τα έντομα δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης από τον άνθρωπο. Το πρώτο συνθετικό του επιστημονικού του ονόματος προέρχεται από την ελληνική λέξη μάντις ενώ το δεύτερο συνθετικό από τη λατινική λέξη religio=καθήκον/δέσμευση στους θεούς από την οποία προέρχεται και η λέξη religion=θρησκεία. Η ονοματοδοσία αυτή σχετίζεται με τη χαρακτηριστική μορφή του σώματος του ζώου και τη στάση που παίρνει έχοντας το πρόσθιο ζεύγος των ποδιών του απλωμένο θυμίζοντας στάση προσευχής και συγκεκριμένα έναν προσευχόμενο άνθρωπο μιας θρησκείας, έναν μάντη, όπως μαρτυρά και το κοινό αγγλικό όνομα του ζώου: praying mantis. Όλη η τάξη των εντόμων με τα ίδια χαρακτηριστικά (περισσότερα από 2.000 είδη) ονομάστηκαν «Μαντώδη» (μάντης + είδος) από έναν γερμανό εντομολόγο το 1838.
Στην Ελλάδα υπάρχουν τουλάχιστον 8 είδη μαντιδών ή μαντισσών. Το πιο κοινό είδος που συναντάμε στη φύση έχει μήκος που φτάνει τα 8 εκατοστά με τα θηλυκά να είναι πιο μεγαλόσωμα και με μεγαλύτερη «κοιλιά» από τα αρσενικά. Το σώμα είναι επίμηκες, το κεφάλι τριγωνικό με μικρές κεραίες, ο θώρακας λεπτός και η κοιλιά μεγάλη με τα φτερά διπλωμένα επάνω της. Έχει χρώμα ανοικτό πράσινο ή καφέ και από τα τρία ζεύγη ποδιών (χαρακτηριστικό όλων των εντόμων) το πρόσθιο ζεύγος έχει χαρακτηριστική μορφή καθώς καταλήγει σε αγκαθωτές άρπαγες. Η στάση του σώματος είναι επίσης χαρακτηριστική καθώς στηρίζεται στα δύο οπίσθια ζεύγη ποδιών με το θώρακα και το κεφάλι να είναι όρθια και το πρόσθιο ζεύγος ποδιών να είναι ανοικτά και απλωμένα περιμένοντας το κατάλληλο θήραμα, αφού η στρατηγική κυνηγιού είναι η ενέδρευση και η χρωματική απόκρυψη στο περιβάλλον σε απόλυτη ακινησία και η αστραπιαία επίθεση. Το κεφάλι μπορεί να στρέφεται κατά 180ο, και σε συνδυασμό με τα μεγάλα και κατάλληλα τοποθετημένα μάτια με περιφερειακή όραση μακριά και στερεοσκοπική κοντά, παρατηρεί τη λεία του και εξαπολύει την επίθεσή του την κατάλληλη στιγμή. Το αλογάκι της Παναγίας είναι αποκλειστικά σαρκοφάγο και τρέφεται με άλλα έντομα αλλά και ασπόνδυλα μέχρι και νεαρά και μικρόσωμα αμφίβια, ερπετά και μικροθηλαστικά μπορούν να καταναλωθούν από μεγαλόσωμα άτομα αν δοθεί η ευκαιρία. Παρατηρείται σε λιβάδια, κήπους, φρύγανα και θάμνους και συχνά στις παρυφές του οδικού δικτύου. Πολύ ιδιαίτερη είναι η διαδικασία της αναπαραγωγής καθώς κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος πολύ συχνά το θηλυκό άτομο σκοτώνει το αρσενικό και το καταναλώνει ολόκληρο, πιθανώς αυξάνοντας τις πιθανότητες επιβίωσης των αυγών που θα παραχθούν από το ζευγάρωμα. Αν και τα μαντώδη είναι ιδιαίτερα αποδεκτά από τον άνθρωπο και χρησιμοποιούνται σε βιολογικές καλλιέργειες για την καταπολέμηση επιβλαβών εντόμων αλλά και ως κατοικίδια συντροφιάς, λίγοι γνωρίζουν ότι είναι τα πιο συγγενικά είδη μιας άλλης ομάδας εντόμων, με σαφώς λιγότερους φανατικούς «υποστηρικτές»: των κατσαρίδων!
Η προστασία των μαντιδών σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε κοινοτικό και ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ανύπαρκτη. Όπως και η συντριπτική πλειονότητα των πιο μικρόσωμων οργανισμών, των ασπονδύλων, ελάχιστα είναι γνωστά για αυτά και για τους κινδύνους που διατρέχουν, δεδομένου ότι οι επιστήμονες ακόμα ανακαλύπτουν νέα είδη! Από τον άνθρωπο είναι εύλογο να εντοπίσουμε άμεσες απειλές που σχετίζονται με τη χρήση εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων, ενώ οι έμμεσες πιέσεις σχετίζονται με τη συνεχή απώλεια της φυσικότητας του περιβάλλοντος μέσω της συρρίκνωσης, υποβάθμισης και κατακερματισμό των οικοτόπων.
Το αλογάκι της Παναγίας καταγράφεται στη βιοποικιλότητα της προστατευόμενης περιοχής του όρους Πάρνωνα και υγροτόπου Μουστού, με τον επισκέπτη και τον κάτοικο να είναι σίγουρο ότι θα το συναντήσουν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η γνώση για τους πληθυσμούς του είδους αλλά και των συγγενικών ειδών είναι σχεδόν μηδενική, πράγμα που πρέπει να μας παροτρύνει να «προσέχουμε» ακόμα και τα άτομα του περισσότερο κοινού είδους που συναντάμε. Άλλωστε, ένα τόσο σημαντικό είδος για τη βιολογική προστασία των καλλιεργειών μας αξίζει τουλάχιστον την προσοχή μας, αν όχι την βοήθειά μας για να συνεχίσει να υπάρχει.
Πηγή: Φορέας Διαχείρισης Όρους Πάρνωνα και Υγροτόπου Μουστού