Αγαπάμε την Ελλάδα;

Μια Ελλάδα είναι έξω μας και μια άλλη μέσα μας, στα ενδόμυχα.
Η πρώτη είναι αυτή που μάθαμε στη Γεωγραφία. Είναι το κράτος -στεριά και θάλασσα- με τους κρατούντες και με κάτι εκατομμύρια Έλληνες που τρέχουν και δε φτάνουν…
Η δεύτερη είναι αυτή που μάθαμε στην Ιστορία. Τη λέμε και εθνική συνείδηση.

Η επέτειος της 25ης Μαρτίου, για την έξω μας Ελλάδα, είναι πρωτίστως εθνική…αργία λίαν δημοφιλής και…εθνικό τριήμερο έτι δημοφιλέστερον ευνο-ούντος του ημερολογίου και εθνική ενδυμασία ενοικιαζόμενη -σαφώς για τη φωτογραφία- και σημαίες στα μπαλκόνια που κι αυτές λιγοστεύουν και παρελάσεις με…μούντζες κάποτε κατά την εξέδρα, και σχολική γιορτή με πολλούς μαθητές να μην ξέρουν «ούτε με ποιους πολέμησαν οι πρόγονοι» και έξοδος οικογενειακή στην πλατεία και τζίρος για τις καφετέριες και λόγοι πανη-γυρικοί που κανείς δεν τους ακούει και δηλώσεις μεγαλόστομες των επισήμων που και οι ίδιοι δεν τις πιστεύουν και βεβαίως…μπακαλιάρος σκορδαλιά.

Για τη μέσα μας Ελλάδα πάλι η επέτειος είναι το γνωστό τετράστιχο, που απευθύνει στους Έλληνες ο Παλαμάς:
Χρωστάτε και σ’ όσους ήρθαν, πέρασαν, θα ρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί.

Αυτό είναι και το ουσιαστικό νόημα της επετείου. Η ευκαιρία να θυμούνται οι γενιές το χρέος τους προς το παρελθόν και κυρίως προς το μέλλον! Με αγώνες, με θυσίες μάς παρέδωσαν οι παλιότεροι μια Ελλάδα. Πού την πάμε, πώς την πάμε την Ελλάδα οι σημερινοί Έλληνες.

Ένας τέτοιος ενσυνείδητος προβληματισμός θα αποτελούσε και την καλύτερη τιμή προς τους αγωνιστές του ’21. Αυτό θα ήθελαν και εκείνοι, πέρα από τους πανηγυρισμούς με τις προγονολατρικές δοξολογήσεις και τις διάφορες εκδη-λώσεις και δράσεις, που και ανέξοδες δεν είναι, αλλά και που έχουν ως τελικό αποτέλεσμα τον εντυπωσιασμό και τη στιγμιαία συγκίνηση και τόνωση του εθνικού φρονήματος. Μέχρι να πέσει η αυλαία…

Αν λοιπόν τα εορταστικά δρώμενα, εκτός από την ιστορική μνήμη, δε βά-ζουν σε λειτουργία και «την εθνική αυτογνωσία», με πρακτικά και μακρο-πρόθεσμα αποτελέσματα σε κάθε τομέα (εθνικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικο-νομικό κ.λ.π.), αν δεν αποτελούν κίνητρο της εκάστοτε ηγεσίας για αξιοποίηση των «καλών» στοιχείων εκείνου του Αγώνα και αποφυγή των κακών (φιλαρχία, διχόνοια, εμφύλιες διαμάχες, ξενόδουλη πολιτική), τότε αυτά που δίνουν είναι λίγα. Τα δε γνωστά μας «το ’21 είναι φάρος που μας οδηγεί…» και «Ελλάδα 1821- 2021» και τα παρόμοια καταντούν στην πράξη λόγια κενά.

Δεν είμαι εγώ που θα ακυρώσω τους επετειακούς εορτασμούς. Απαραίτητους τους θεωρώ τόσο για τα μηνύματα προς τους έξωθεν εχθρούς και φίλους , όσο και γιατί, έστω για λίγο, κάνουν τον Έλληνα «να νιώσει …κάτι».
Να σκεφτεί για λίγο, (γιατί αμέσως μετά θα το ξεχάσει) πως εκτός από κάτοικος και πολίτης αυτής της Χώρας, παρά την καθημερινότητα που τον συνθλίβει και παρά τις δυσκολίες, να σκεφτεί πως είναι και κληρονόμος και φύλακας και συνεχιστής μιας μακραίωνης ιστορίας.
Αν και αυτό…δύσκολο στις μέρες μας.

Τελικώς, την αγαπάμε την Ελλάδα; Οι πολιτικοί πρώτα. Που μερικοί τη βλέπουν μόνο ως μέλος της Ε.Ε.!! Και μετά οι πολίτες. Που μπορεί ν’ αγαπάμε το ελληνικό χωριό μας, το σπίτι μας, το χωράφι μας, μπορεί να την αγαπάμε φυσιολατρικά, τουριστικά. Πραγματικά όμως;

Δε θα πω όλοι, αλλά οι πολλοί, δε νομίζω. Κυρίως οι νέοι. Σκέφτομαι, θα πολεμήσει άραγε ο σημερινός Έλληνας, όπως ο πρόγονός του το ’21 και το ’40 ; ΄Η μήπως εκείνοι ήταν…κάτι άλλοι Έλληνες;
Για ποια εθνικά ιδανικά -σου λέει- και για ποια Πατρίδα μιλάμε. Ποια Ελλάδα ν’ αγαπήσω, έτσι που κατάντησε…
Λάθος όμως! Γιατί εδώ σ’ έχω. Ν’ αγαπάς την Ελλάδα και φτωχή και εξαρτημένη και «μόνη». Και να αισιοδοξείς ότι θα τα καταφέρει!

Σκέψου, πως η γενιά του ’21 την αγαπούσε ανύπαρκτη για τέσσερις αιώνες. Πεθαμένη! Σκέψου ότι η εθνική συνείδηση κατόρθωσε να επιβιώσει τότε χάρη στη φυλετική και θρησκευτική συσπείρωση των «Γκιαούρ» και στις μέρες μας αλλοιώνεται βραδυφλεγώς, όχι μόνο από τον αφελληνισμό (γλωσσικό και πολιτισμικό), την παγκοσμιοποίηση, τον ευρωπαϊσμό, το μιμητισμό, τη δημο-γραφική συρρίκνωση, το μεταναστευτικό συνονθύλευμα (σε μερικές τάξεις οι ξένοι μαθητές είναι περισσότεροι από τους Έλληνες), αλλά και από το έλλειμμα εθνικής υπερηφάνειας.

Αυτήν την τελευταία πολύ μου την πληγώνει χρόνια τώρα η άστοχη, «κοιμι-σμένη» και ενδοτική ενίοτε εξωτερική πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία.
Θα προτιμούσα δε -ουτοπικά έστω- αντί της συμβολικής και σαφώς τυπικής παρουσίας των ηγετών των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (του Ναυαρίνου) στις εκδηλώσεις της κ. Αγγελοπούλου, θα προτιμούσα την ουσιαστική και αποτελε-σματική τους παρέμβαση για το φρονηματισμό…και του σημερινού Σουλτάνου!

Και για να ολοκληρώσω:

Δεν αντιλαμβάνομαι την Εορτή της Ελευθερίας ως ευκαιρία για καλλιέργεια του βαυκαλισμού «εμείς είμαστε κι άλλοι δεν είναι…».
Την αντιλαμβάνομαι ως «λειτουργία» που ανατροφοδοτεί και ενισχύει την αγάπη του καθενός μας για την Πατρίδα, στην πλήρη της έννοια. Όχι με λόγια. Με πράξεις. Όχι μόνο την ημέρα της 25ης , αλλά καθημερινά. Αυτός ο Έλληνας θεωρώ ότι είναι μέσα στο επετειακό πνεύμα των 200 χρόνων από την Επανάσταση.

Ο βουλευτής -ας πούμε- που είναι έτοιμος να θυσιάσει όχι την ιδιοτέλειά του, το αυτονόητο, αλλά και τη βουλευτική του αποζημίωση. Το κόμμα που δε βάζει το συμφέρον του μπροστά από το εθνικό συμφέρον. Ο στρατιωτικός που πρέπει ν’ αλλάξει δουλειά, αν δεν είναι έτοιμος για τη θυσία. Ο δάσκαλος (κάθε βαθμίδας) που παλεύει ν’ αγαπήσουν οι μαθητές του την ελληνική γλώσσα και την Ελλάδα. Ο δημόσιος υπάλληλος που δε λουφάρει, δε χρηματίζεται και δεν κλέβει ούτε σπαταλά το δημόσιο χρήμα, που υπερβάλλει εαυτόν για την Υπηρεσία και τον πολίτη (όπως π.χ. το υγειονομικό προσωπικό στην πανδημία). Ο συνδικαλιστής που δεν προβάλλει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, ο πνευματικός άνθρωπος που γίνεται μπροστάρης για να πολεμηθεί ο αφελληνισμός, ο δημο-σιογράφος που βοηθάει να…ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη!

Ο πολίτης που, παρά τις…βίαιες θυσίες του, δε φοροδιαφεύγει, δεν παρανο-μεί, δε θέλει το ρουσφέτι. Που δεν είναι εφησυχασμένος και απαθής ούτε όμως «μπαχαλάκης» και που διαχειρίζεται την ψήφο του με αγάπη για την Ελλάδα και όχι με μυαλό θολωμένο από τιμωρητική διάθεση ή φανατισμό.

Ο πλούσιος που δεν έχει τα λεφτά του στις Τράπεζες του Εξωτερικού και που γίνεται χορηγός ή εθνικός ευεργέτης. Ο εφοπλιστής που δεν επισκευάζει τα κα-ράβια του στα τουρκικά ναυπηγεία, αλλά στα δικά μας. Η νοικοκυρά που αγο-ράζει…«ελληνικά». Ο επαγγελματίας που…κόβει απόδειξη ανελλιπώς. Ο παρα-γωγός κάθε προϊόντος αγροτικού, βιομηχανικού κ.λ.π. που δεν κερδοσκοπεί, αλλά επιδιώκει ανταγωνιστικά την καλύτερη ποιότητα χάριν της ελληνικής οικονομίας. Ο άνθρωπος του Τουρισμού, που λειτουργεί με την αντίληψη και… «για την Ελλάδα ρε γαμώτο»!

Αυτά θα ήθελε ο Κολοκοτρώνης…

Κατά τ’άλλα…«Χρόνια Πολλά» στους απανταχού Έλληνες για τους δυο αιώνες από Παλιγγενεσίας!

Κώστας Πραχάλης