«Έσμέν Ἓλληνες τό γένος ὡς ἡ τέ φωνή και ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ»

Ἡ παρούσα ὁμιλία τοῦ Πασοσιολογιοτάτου Ἀρχιμανδρίτη Θεοκλήτου Μέντη ἱεροκήρυκος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Ἰωνίας καί Φιλαδελφείας, ἐκφωνήθηκε στον Ἱερό Ναό Ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ, τήν Κυριακή 29 Μαΐου 2016. 

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Κύριε Κωνσταντῖνε, Σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Π. ΘεόκλητοςΕὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως τόν πανάγαθο Θεό ἀλλά καί τόν Σεβασμιώτατο ποιμενάρχη μας κ. Γαβριήλ, διότι μοῦ δίδεται ἡ ευκαιρία νά ὁμιλήσω στήν ἀγάπη σας γιά ἓνα πρόσωπο πού συγκεφαλαιώνει τή δύναμη τῆς ἱστορικῆς ρωμαίικης μνήμης.

Τό μαρτυρικό τέλος τοῦ Κωνσταντῖνου ΙΑ΄ Δραγάση Παλαιολόγου, στίς ἐπάλξεις τοῦ ἀγῶνος γιά τήν προάσπιση τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, συγκινεῖ κάθε ἑλληνική ψυχή πού πάλλεται ἀπό τή δύναμη τῆς ρωμιοσύνης. Τῆς Ρωμιοσύνης πού δεν χάνεται ποτέ καί πού δέν θρηνοῦμε γι’ αὐτήν, πειθόμενοι στά λόγια τοῦ ποιητοῦ πού ἀναφωνεῖ μεγαλοπρεπῶς «τή ρωμιοσύνη μήν τήν κλαίς ἐκεῖ πού πάει νά σκύψει, μέ τό σουγιά στό κόκκαλο μέ τό λουρί στό σβέρκο».[1]

Αὐτῆς τῆς ρωμιοσύνης ἐραστῆς τυγχάνει καί ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης Τιμόθεος Ἠλιάκης γι’αὐτό καί θέσπισε τήν τέλεση αὐτοῦ τοῦ μνημοσύνου ἢ καλύτερα αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς παλιγγενεσίας καί ἀναβαπτίσεως στό πεδίο τῆς ἱστορικῆς μνήμης.

Ἒτσι, λοιπόν, καί ἐγώ τούτη τή στιγμή ταπεινός καί εὐλαγής προσκυνητῆς τῶν ἱερῶν στιγμῶν τῆς ἐθνικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, λαμβάνω τό θάρρος νά συνεχίσω τό λόγο χάριν στή δική σας λαχτάρα, γιά τήν ἀπόδοση τῆς δέουσας τιμῆς στούς βιγλάτορες καί προστάτες τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ ἐθνους μας. Σ’ αὐτούς πού ἐξυμνώντας τους ὁ ὑμνογράφος τονίζει ὃτι ἒδειξαν θαυμαστή γενναιότητα «Ῥώμῃ θαυμαστῇ καί ἀνδρείᾳ ἀηττήτῳ, στίφη τῶν ἐχθρῶν, κατετρόπωσε γενναίως, μαρτύρων νέα φάλαγξ, τροπαιοῦχος παράταξις, τάγμα ἱερώτατον καί θεῖον, δῆμος, οὕς ὑμνήσωμεν, ὡς στρατιώτας τοῦ Χριστοῦ, καί πίστεως φύλακας».[2]

Στούς ἂτλαντες τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ  πού σήκωσαν στούς ὢμους τους τό ἐξαιρετικό φορτίο τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς πνοῆς τῆς φυλῆς μας, διαφυλάσσοντας τά ὃσια καί ἱερᾶ. Σ’αὐτούς πού ἒγιναν νέοι Λεωνίδες, πέφτοντας μαχόμενοι, προτιμώντας νά πεθάνουν ἡρωικά παρά νά  ζήσουν ἂτιμα.

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας θά ἀρνηθεῖ στόν Μωάμεθ τήν παράδοση τῆς πόλεως ἐπιβεβαιώνοντας γιά μίαν ἂκόμη φορά ὃτι εἶναι ἀπόγονος τῶν γενναίων προκατόχων του. Ποιός πραγματικά δέν αἰσθάνεται ρίγη συγκινήσεως διαβάζοντας τήν ἀπάντηση τοῦ Κωνσταντῖνου στόν Μωάμεθ, ὃταν ὁ τελευταῖος ζήτησε τήν παράδοση τῆς πόλεως καί τοῦ προσέφερε τήν εὐκαιρία νά διασωθεῖ; «Το δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστί οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».[3]

Ὃλοι ἦταν ἀποφασισμένοι νά θυσιασθοῦν καί νά μή λυπηθοῦν τήν ζωή τους. Ὁ ἲδιος ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ἒδωσε ὑπόσχεση, ὃταν ἐστέφθη αὐτοκράτορας στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Αγίου Δημητρίου στό Μυστρᾶ, νά προστατεύσει τό λαό του. Τούτη τήν κρίσιμη στιγμή ἦρθε στό νοῦ του ἡ ἀγαπημένη του καστροπολιτεία καί μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του ἀντίκρισε τόν δικέφαλο ἀετό, ἐπί τοῦ ὁποίου χρήσθηκε διάδοχος τῶν ἐνδόξων αὐτοκρατόρων.

Μέ τήν δύναμη τῆς σκέψεως θά ἐλιχθοῦμε καί ἐμεῖς σέ ὀνειρεμένα μέρη, σέ κόσμους μοναδικοῦς, σε γεγονότα ἀλλοτινά, στήν καρδιά τῆς ἰστορίας μας, στήν ἱστορική καστροπολιτεία. Μέ αἰσθήματα σεβασμοῦ, ἀλλά καί τήν συναίσθηση τῆς πνευματικῆς πενίας μας, θά ἀφουγκραστοῦμε τούς δυνατούς χτύπους τῆς καρδιᾶς τοῦ ἒθνους μας ἀλλά καί τήν φωνή τοῦ φιλοσόφου να μᾶς λέει «ἐσμέν Ἓλληνες τό γένος ὡς ἡ τέ φωνή και ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ».[4]

Αὐτά τά λόγια τοῦ τελευταίου μυσταγωγοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος[5] ἀντηχοῦν στήν ἀνήσυχη σκέψη ὃλων μας καί εἶναι σάν νά βλέπουμε τούτη τή στιγμή τόν ἲδιο τόν Παλαιολόγο νά διάβάζει τήν ἐπιστολή τοῦ ἐξαίρετου διδασκάλου, ἐκστατικός καί προβληματισμένος ἀπό τά σοφά καί μεστά περιεχομένου λόγια, «ἐμεῖς πάνω στούς ὁποίους εἶστε ἡγεμόνας καί βασιλεῦς, εἲμαστε Ἓλληνες κατά τήν καταγωγή, ὃπως μαρτυρεῖ ἡ γλώσσα καί ἡ πατροπαράδοτος παιδεία. Εἶναι ἀδύνατον δέ νά βρεῖ κανείς μίαν ἂλλη χώρα πού νά εἶναι περισσότερο οἰκεία καί συγγενική στούς Ἓλληνες ἀπό τήν Πελοπόννησο, καθῶς καί ἀπό τό τμῆμα τῆς Εὐρώπης πού γειτονεύει μέ τήν Πελοπόννησο καί ἀπό τά νησιά πού γειτονεύουν πρός αὐτή. Γιατί εἶναι φανερό ὃτι οἱ Ἒλληνες κατοικούσαν πάντοτε σέ αὐτήν τή χώρα, ἀπό τόν καιρό πού ἀρχίζει ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων, χωρίς προηγουμένως κανένας ἂλλος νἀ ἒχει κατοικήσει πάνω σε αὐτή».[6]

Αὐτή τήν ἀδιάλειπτη, συνεχή καί μακραίωνη πορεία τῆς ζωής τῶν Ἑλλήνων θά διέκοπταν κατά διαστήματα οἱ ἐπιδρομές τῶν βαρβάρων, τῶν σκλάβων τῆς ὓλης πού πίστεψαν πώς κυριεύοντας τόν τόπο θά ἐκρίζωναν τίς ἀξίες καί τόν πολιτισμό ἑνός λαοῦ πού διέλαμψε στό στερέωμα τῆς παγκόσμιας κοινότητας μεταλαμπαδεύοντας τό φῶς, κιρνῶντας τούς λαούς νάματα ἀληθείας καί κτίζοντας ἐπιτεύγματα μοναδικοῦ πολιτισμοῦ, Παρθενώνες καί Ἁγίες Σοφίες, ἀπαράμιλλου καί μοναδικοῦ κάλλους.

Αὐτός ὁ πολιτισμός δέν βεβηλώνεται, δέν μολύνεται διότι εἶναι ἃγιος, ἀπαύγασμα ἐσωτερικῆ πνευματικῆς ἐργασίας και ἀμάλγαμα  μοναδικῆς ἀξίας ἑνός ἒθνους πεφωτισμένου. Μπορεῖ οἱ εἰσβολεῖς νά διαγούμισαν τίς πόλεις μας, νά κατακρεούργησαν τά μνημεία τοῦ πολιτισμοῦ μας, νά στόλισαν τίς ἐκκλησίες τους μέ τά δικά μας εὐαγγέλια, ἀλλά δέν ἐκλεψαν τό θησαύρισμα τῶν καρδιῶν μας, δέν μόλεψαν τό ἀθάνατο  πνεῦμα μας, δέν δηλητηρίασαν τήν καθάρια σκέψη μας. Αὐτό τό ἀθάνατο πνεῦμα ἀναδύεται ἀκόμη καί σήμερα στήν ἐρειπωμένη πλέον καστροπολιτεία τοῦ Μυστρᾶ, παρ’ὃτι ἡ ἑλληνική πολιτεία φρόντισε νά ἐρημωθεῖ ἡ πόλις πού κατοικεῖτο ἒως τό 1955, ὂντας ἓνας θησαυρός τῆς βυζαντινῆς παρακαταθήκης μας.

Ἡ μεσαιωνική πόλις τοῦ Μυζηθρᾶ ἱδρύθηκε ἀπό τον Γουλιέρμο Βιλεαρδουίνο Β΄, τὸν Φράγκο ἂρχοντα πού θέλησε νά ἐδραιώσει τήν παρουσία του στήν Λακεδαιμονία μέ ἓνα ἀκόμη φρούριο. Διαβάζουμε στό Χρονικό τοῦ Μορέως ὃτι: «Κι ὃσον ἐγύρεψεν καλά τά μέρη ἐκεῖνα ὃλα, ηὗρεν βουνί παράξενον, ἀπόκομμα εἰς ὂρος, ἀπάνω τῆς Λακεδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον. Διατί τοῦ ἂρεσεν πολλά νά ποιήση δυναμάριν, ὣρισεν ἀπέξω στό βουνί κ’ ἒκτισαν ἓνα κάστρον, καί Μυζηθράν τ’ὠνόμασεν, διατί τό ἒκραζαν οὓτως».[7]

Ὃμως ὁ Γουλιέρμος Βιλεαρδουίνος Β΄ γρήγορα πιάστηκε αἰχμάλωτος καί ἀναγκάστηκε νά παραχωρήσει στό βασιλιά τά τρία κάστρα τῆς Πελοποννήσου, δηλαδή τά κάστρα τῆς Μονεμβασιᾶς, τοῦ Μυζηθρᾶ καί τῆς Μεγάλης Μαΐνης. Δυσκολεύτηκε ὁ Πρίγκιπας να δεχθεῖ μια τέτοια συμφωνία, ἀλλά πιέστηκε ἀπό τούς βαυρώνους πού τόν ἒπεισαν ὃτι τά χρήματα πού προσέφεραν ὡς ἀντάλλαγμα γιά τήν ἀπελευθέρωσή του, δέν γίνονταν δεχτά.[8]

Ἒτσι, τοῦτο τό ἀναπάντεχο δῶρο ἒγινε μήτρα ἀναγεννήσεως, ἓνας τόπος ἐξαιρετικῆς σημασίας γιά τίς μεταγενέστερες ἐξελίξεις. Εἶναι τώρα ἓνα προπύργιο τῆς παλαιᾶς βυζαντινής αἲγλης, μία τελευταῖα εὐκαιρία γία τήν ἀνάκτηση τῆς πρώτης λαμπρότητατας. Ἲσως ἡ θεμελίωση τοῦ κάστρου νά μήν εἶναι ἀποτέλεσμα μόνο τῶν ἐπεκτατικῶν διαθέσεων τῶν δυτικῶν ἀλλά νά θέλησε ὁ Θεός νά ἀνεγείρει καστροπολιτεία ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς μέ ναοῦς κοσμήματα καί μέ μητροπολιτικό ναό μεγαλοπρεπέστατο. Σ’ αὐτό τό ναό θά γίνονταν καί ἡ στέψη τοῦ τελευταίου βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα, τοῦ τελευταίου βασιλιᾶ τῶν Ἑλλήνων.

Ἡ ζωή στήν βυζαντινή καστροπολιτεία τῆς Πελοποννήσου κυλοῦσε ἣσυχα καί γαλήνια. Μπορεῖ βέβαια νά μήν ὑπῆρχε ἡ αἲγλη καί ἡ δόξα τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, ἀλλά στό παλάτι τοῦ δεσπότου, στά ἀρχοντικά τῶν ἀριστοκρατῶν κατοίκων καθῶς καί στά πλακόστρωτα σοκάκια του, βημάτιζε ἀκόμη ἡ παλαιά βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Οἱ περισσότεροι κάτοικοι του φτωχοί μεροκαματιάρηδες, ἐργάτες τοῦ κόπου καί τοῦ μόχθου ζούσαν ἁρμονικά με τό περιβάλλον, ἀντικρίζοντας καθημερινά τήν μαγεία τοῦ διάφανου οὐρανοῦ. Χαίρονταν τον ἢλιο πού ζέσταινε ὂχι μόνο τίς λαξευμένες πέτρες τῶν σπιτιῶν τους, ἀλλά πού κυρίως θέρμαινε τήν πίστη τους ὃτι εἶναι οἱ βιγλάτορες τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τῶν Ἓλλἠνων, ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα και τῶν Παλαιολόγων. Αὐτοί οἱ ἀνθρωποι μέ τίς πορφυρογέννητες ψυχές, ἡ ἐλπιδοφόρα μαγιά τοῦ γένους μας, τό κρυσταλλένιο ἃλας ἀπό τή θάλασσα τῆς αἰωνιότητας, ἦταν ὁλίγοι ἀλλά ἐκλεκτοί  ὃπως λέει και ὁ ποιητῆς μας Κωστῆς Παλαμᾶς: « Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως».[9]

Ἀνάμεσα σέ αὐτούς τούς  ἐκλεκτούς καί ὀ Δεσπότης τοῦ Μυστρᾶ Κωναταντῖνος Δραγάσης πρόσωπο μέ καθοριστικό ρόλο στά γεγονότα πού θά ἐξετάσουμε ἀκολούθως. Στήν ἐξιστόριση αὐτῶν τῶν γεγονότων θά χρησιμοποιήσουμε ὡς κύρια πηγή τόν Γεώργιο Φραντζῆ, διότι σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς μελετητές εἶναι ὁ πιό ἀντικειμενικός ἀπό ὃλους τούς συγχρόνους του.

Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν Μέγα Λογοθέτη Γεώργιο Φραντζῆ ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Η΄ Παλαιολόγος ἐξεμέτρησε τό ζῆν στά 1448. Ὃπως ἦταν φυσικό ἐτέθη ζήτημα διαδοχῆς καί ἐπειδή ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν μεγαλύτερος στήν ἡλικία ἀλλά καί ἀπολάμβανε τόν σεβασμό ὃλων θεώρησαν σωστό νά γίνει αὐτός αὐτοκράτορας.  Ἦταν μᾶλλον μοιραῖο ὁ ἱδρυτής τῆς Πόλης Κωνσταντῖνος νά λέγεται καί να ἐγκαινιάσει τή νέα Ρώμη στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. ἀλλά καί ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας νά ὀνομάζεται καί αὐτός Κωνσταντῖνος καί νά πέσει ἡρωϊκά μαχόμενος στίς 29 Μαΐου 1453.

Ἂς δοῦμε ὃμως τήν δραματική, ὃπως ἀποδείχθηκε στή συνέχεια, ἐξέλιξη τῶν γεγονότων ἀπό τήν ἡμέρα πού ὁ Κωνσταντῖνος Δραγάσης θά ἐστέφετο αὐτοκράτορας στό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Δημητρίου Μυστρᾶ. Ἡ στέψη πραγματοποιήθηκε μέ τήν δέουσα λαμπρότητα στίς 6 Ἰανουαρίου 1449 ἀπό τούς Ἀλέξιο Φιλανθρωπινό καί Μανουήλ Παλαιολόγο πού λέγονταν καί Ἲαγρος. Οἱ δύο ἂνδρες ἦρθαν στό Μυστρᾶ γιά νά ἀνακοινώσουν στόν Κωνσταντῖνο τήν ἐκλογή του καί τόν συνόδεψαν στό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς στήν Κωνσταντινούπολη. ‘Ο αὐτοκράτορας καί ἡ συνοδεία του ἀφίχθησαν στίς 12 Μαρτίου ὃπου ἒγιναν δεχτοί μέ μεγάλη προθυμία καί χαρά. Πραγματοποιήθηκαν μάλιστα πανηγυρικές ἑορτές, ὃπως συνηθίζεται σέ αὐτές τίς περιπτώσεις. Τήν τελετή παρακολούθησαν ἡ Βασιλομήτωρ, οἱ ὑψηλόβαθμοι ἀξιωματούχοι τῆς αὐτοκρατορίας, καθῶς καί οἱ δύο ἀδελφοί τοῦ αὐτοκράτορα, Δημήτριος καί Θωμᾶς, πού ὁρκίστηκαν πίστη καί ἀναχώρησαν γιά τήν Πελοπόννησο, ὃπου διορίσθηκαν ἀπό κοινοῦ δεσπότες τοῦ Μορέα.[10]

Τό ἀρχικό κλῖμα ἐνθουσιασμοῦ θά διαδεχθεῖ ὁ προβληματισμός γιά τήν δύσκολη κατάσταση πού ἐπικράτησε, εἰδικά μετά τόν θάνατο τοῦ Μουράτ τοῦ Β΄ στίς 2 Φεβρουαρίου 1451 καί τήν ἂνοδο στό θρόνο τοῦ Μωάμεθ Β΄, ὁ ὁποῖος ἒθεσε ὡς πρῶτο στόχο τήν κατάκτηση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὑπολειμμάτων τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἡ κατάσταση ἒγινε ἐξαιρετικά δύσκολη.[11]

Ἡ ἀρχικά φιλική στάση τοῦ νέου σουλτάνου, γιά εὐνόητους λόγους τακτικῆς, ἂλλαξε ἢδη ἀπό τήν ἀρχή τοῦ 1452 ὁπότε, ὃπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ Φραντζῆς, εἶχε ἀρχίσει νά κυκλοφορεῖ ἡ φήμη ὃτι ὁ σουλτάνος σκόπευε νά προχωρήσει στό στενό τοῦ Βοσπόρου καί νά φτιάξει κάποιο φρούριο στό πάνω μέρος τοῦ χωριοῦ τῶν Ἀσωμάτων. Πράγματι ὁ φιλόδοξος σουλτάνος προχώρησε στά σχέδια του ἀναλογιζόμενος ὃτι ἡ κατάκτηση τῆς Κωνσταντινουπόλεως θά τόν ἒκανε νά ξεπεράσει ὃλους ὃσους προσπάθησαν νά τήν κυριεύσουν καί δέν τά κατάφεραν καί ἐπιπροσθέτως θά μπορούσε νά περνάει εὒκολα τά στρατεύματά του ἀπό τήν Ἀσία στήν Εὐρώπη.

Ὁ Μωάμεθ ἐφάρμοσε διατεταγμένο σχέδιο καί μέ μεθοδικότητα κατηύθυνε τίς κινήσεις του πρός ἐπίτευξη τῶν δόλιων σχεδίων του γιά τήν κατάληψη τῆς Πόλης. Ἀφοῦ κατασκεύασε τό φρούριο, ὃπως ἀναφέραμε ἢδη, ὁ στρατός του αἰχμαλώτισε ὃλους τούς κατοίκους πού ζούσαν ἒξω ἀπό τήν Πόλη καί παράλληλα, ἒστειλε στήν Πελοπόννησο τόν Τουρχάν μέ τούς δύο γιούς του γιά νά πολεμήσουν τούς δεσπότες ἀδελφούς τοῦ αὐτοκράτορα, ὣστε νά μήν μποροῦν νά φύγουν ἀπό ἐκεῖ καί νά τόν βοηθήσουν.

Τό Πάσχα τοῦ 1453 εἶναι γιά τούς βυζαντινούς μαρτυρικό. Μπορεῖ νά ἑόρτασαν τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου τήν 1η Ἀπριλίου, ἀλλά ἡ ψυχή τους δέν ἀγαλλίασε. Ὃλες οἰ προσευχές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἦταν γιά τήν σωτηρία τῆς Πόλης καί τῶν κατοίκων της πού φοβόνταν ὃτι σέ λίγο θά σφαγιάζονταν ἀπό τόν ἐχθρό, ὁ ὁποῖος καραδοκοῦσε καί περίμενε τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά ἐπιτεθεῖ .

29.5.2016_Άλωση Κωνσταντινούπολης

Καί πράγματι στίς 2 Ἀπριλίου 1453, ἡ ἀντίστροφη μέτρηση γιά τόν ὂλεθρο καί τήν καταστροφή μίας χιλιετοῦς αὐτοκρατορίας ἒχει ξεκινήσει. Ὁ σουλτάνος μέ ἀναρίθμητο πλῆθος ἱππικοῦ καί πεζικοῦ κατασκήνωσε ἀπέναντι ἀπό τήν Πύλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδριανοῦ. Τήν ἲδια ἡμέρα ἒφτασε καί ἀγκυροβόλησε κοντά στίς ἀκτές τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἓνα μέρος τοῦ στόλου. Ξεκινᾶ ἒτσι ἡ πολιορκία τῆς Πόλης διά ξηρᾶς καί Θαλάσσης. Διαδραματίζονται φρικιαστικές στιγμές γιά τούς κατοίκους τῆς πόλεως καί ὃπως τονίζει ὁ Φραντζῆς τά μεγάλα κανόνια τῶν ἐχθρῶν προκαλούσαν τρόμο στήν πόλη γκρεμίζοντας τείχη καί πύργους, ἐνῶ πολλοί ἂνθρωποι σκοτώνονταν ἀφοῦ ὁ πόλεμος συνεχιζόταν νύχτα καί ἡμέρα.

Ὁ ἂνισος ἀγώνας φαίνεται ἀπό τήν καταγραφή τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων τῶν δύο ἀντίπαλων στρατοπέδων. Στίς 10 Ἀπριλίου ἀναφέρει ὁ Φραντζῆς ὁ σουλτᾶνος καταμέτρησε τό στόλο καί τό στράτευμά του, ἱππικό καί πεζικό, καί βρῆκε ὃτι εἶχε συνολικά 420 πλοῖα καί 258.000 στρατιῶτες ξηρᾶς. Ὁ στρατός τοῦ αὐτοκράτορα δέν ξεπερνοῦσε τίς ἑπτά χιλιάδες ἀφοῦ σύμφωνα μέ τήν ἀπογραφή πού ἒγινε στήν πόλη βρίσκονταν 4.937 ἀντρες χωρίς νά ὑπολογισθοῦν οἱ ξένοι πού ἦταν μόλις 2.000.

Ἡ παράθεση αὐτῶν τῶν στοιχείων γίνεται γιά νά κατανοήσουμε τήν γενναιότητα τῶν ἀνδρῶν πού μάχονταν γιά νά ὑπερασπιστοῦν τήν Πόλη, γνωρίζοντας ὃτι ἐλπίδα σωτηρίας μέ βάσει τά ἀνθρώπινα δεδομένα δέν ὑπάρχει. Πιστεύουν ὃμως στό θαῦμα καί στή δύναμη τῆς προσευχῆς. Αὐτό τό μεγαλεῖο τῆς θεϊκῆς παρουσίας τό ἒζησαν οἱ βυζαντινοί στό διάβα τῶν αἰώνων.

Τούτη τήν πόλη, κατά την διάρκεια τῆς μακραίωνης πορείας της, πολλοί την ἐζήλεψαν καί θέλησαν νά τήν κατακτήσουν. Στίς 29 Ἰουνίου τοῦ 626 ξεκινάει ἡ πρώτη μεγάλη και πολυθρύλητη πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολεως ἀπό τούς Ἀβάρους, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλεως νά παραδώσουν τήν πόλη καί νά τήν ἐγκαταλείψουν.[12] Ὃμως ὁ λαός δέν χάνει τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγωνιστική διάθεση του. Πολεμᾶ γενναία καί ἐμψυχώνεται ἀπό τόν Πατριάρχη Σέργιο πού δέεται ὐπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ ποιμνίου του. Ἓνα μήνα κράτησε ἡ πολιορκία  καί τό θαῦμα ἒγινε. Ἡ πόλις ἐσώθη χάρις στήν ὑπέρμαχο στρατηγό πού εἰσήκουσε τίς δεήσεις τῶν δούλων τις καί διέσωσε τήν βασιλεύουσα πόλη.

Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια «Σέ σένα, Θεοτόκε, τήν ‘Υπέρμαχο Στρατηγό ἐγώ ἡ Πόλη Σοῦ ἀποδίδω μέ εὐγνωμοσύνητην ἐνδοξη νίκη, ἐπειδή λυτρώθηκα ἀπό τίς φοβερές συμφορές. Ἀλλά Σύ, ἐπειδή ἒχεις ἀκατανίκητη δύναμη, ἐλευθέρωσέ με ἀπό κάθε εἶδος κινδύνου, γιά νά Σοῦ φωνάζω δυνατά:Χαῖρε, Νύφη ἀνύμφευτε».[13] Ὁ λαός ἒψαλλε εὐχαριαστήριο ὓμνο διάσώζοντας μέσα στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τήν ἱστορική πραγματικότητα πού κάνει λόγο γιά θαυματουργική σωτηρία ἀφοῦ ὁ λιγοστός στρατός χωρίς τον αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σε ἐκστρατεία κατά τῶν Περσῶν, θά προστατεύσει τήν πόλη καί θα ἐξαναγκάσει τούς Ἀβάρους καί τούς συμμάχους τους νά σταματήσουν τήν πολιορκία καί νά τραπούν σέ φυγή.

Ἂλλες δύο πολιορκίες τῆς Πόλης ἀπό τούς Ἂραβες θά καταγράψει ἡ ἱστορία. Γιά πρώτη φορά τό 654 μ. Χ. ὑπό την στρατηγίαν τοῦ Μουαβίου καί τελευταία τό 798 μ.Χ. ὑπό τήν ἀρχηγία τοῦ Ἀβδούλ Μελήκ, προσπάθησαν νά κυριεύσουν τήν Πόλη ἀλλά δέν τά κατάφεραν ποτέ. Ἒμειναν μόνον οἱ τάφοι τους πού εὑρίσκονται ἒξω τῆς καθολικῆς πύλης τῶν Βλαχερνῶν στό μέσον τοῦ Ἡρακλείου καί Λεοντίου τείχους νά θυμίζουν στίς ἐπερχόμενες γενναίες τό παράτολμο καί ἂδοξο ἐγχείρημα τους .[14]

Ὃτι ὃμως δέν πέτυχαν οἱ ἀλλογενεῖς καί ἀλλόθρησκοι τό κατάφεραν οἱ χριστιανοί  τῆς δύσεως. Οὐσιαστικό πλήγμα ἐδέχθη ἡ Κωνσταντινούπολη κατά τήν Τέταρτη Σταυροφορία πού ἒλαβε χώρα τό 1204, ἡ ὁποῖα σύμφωνα μέ τόν βυζαντινολόγο Steven Runciman «ἒθεσε τέλος στήν παλιά Ἀνατολική Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ὡς ὑπερεθνικό κράτος».[15]Αὐτά τά φίλια βέλη ἀπό ἀδελφούς χριστιανούς θά κατακερματίσουν τήν παλαιά αὐτοκρατορία καί θά δημιουργήσουν νέα κρατίδια, ὃπως τήν αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντος, τό δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου, ἀλλά καί Φράγκικες ἡγεμονίες καθῶς καί Ἰταλικές ἀποικίες σἐ ὃλη τήν ἒκταση τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος.[16]

Ἂς ἐπιστρέψουμε ὃμως στίς τελευταῖες δραματικές στιγμές τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καί τήν δεινή οἰκονομική θέσης της. Ὁ Φραντζῆς μᾶς πληροφορεῖ, ἀπολογούμενος συνάμα, ὃτι ὁ αὐτοκράτορας ἒδωσε διαταγή νά ἀφαιρεθοῦν τά ἱερᾶ σκεύη καί τά ἀφιερώματα τῶν πιστῶν γιά νά κατασκευασθοῦν νομίσματα. Ὑποσχέθηκε μάλιστα νά τά ἐπιστρέψει ὃλα τετραπλάσια στόν Κύριο ἐάν ὁ Θεός γλιτώσει τήν Πόλη.

Ὃμως τά νομίσματα δέν ἀρκούσαν γιά νά σωθεῖ ἡ Πόλη. Ἡ άπόφαση τοῦ σουλτάνου γιά τήν μεγάλη ἐπίθεση πάρθηκε τή Δευτέρα τό ἀπόγευμα, μία μέρα πρίν τήν καταστροφή. Οἱ βυζαντινοί τό πληροφορήθηκαν καί χρησιμοποίησαν τό τελευταῖο τους ὃπλο. Ἀναφέρει ὁ Φραντζῆς πῶς μέ διαταγή τοῦ αὐτοκράτορα, οἱ ἱερεῖς, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ μοναχοί, οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά, πήραν στά χέρια τους τίς ἃγιες εἰκόνες καί ὃλα τά ἱερᾶ λάβαρα καί ἒκαναν λιτανεία γύρω ἀπό τά τείχη ψάλλοντας μέ δάκρυα στά μάτια τό Κύριε ἐλέησον.

Ἐκεῖνο τό φοβερό βράδυ τῆς Δευτέρας, ὃπως τό ὀνομάζει ὁ Φραντζῆς, ὁ αὐτοκράτορας θά συγκεντρώσει τούς ἀρχοντες και τούς ἀξιωματούχους προκειμένου νά ἐκθέσει τούς τέσσερις λόγους γιά τούς ὁποίους ἒπρεπε νά πολεμήσουν. Τονίζει ὃτι πρέπει νά προτιμήσουν τό θάνατο πρῶτον γιά τήν πίστη καί τή θρησκεία, δεύτερον γιά τήν πατρίδα τρίτον γιά τό βασιλιά καί τέταρτον γιά τούς συγγενεῖς καί φίλους.

Εἶναι πράγματι πολύ συγκινητικά τά τελευταῖα λόγια τοῦ Κωσταντῖνου ὁ ὁποῖος μέ δάκρυα στά μάτια εἶπε στό λαό του : «Δέν ὑπάρχει χρόνος γιά περισσότερα λόγια. Παραδίδω στά χέρια σας τό ταπεινό μου σκῆπτρο γιά νά τό φυλάξετε μέ ἀγάπη. Σᾶς παρακαλῶ νά δείξετε ἀφοσίωση καί ὑπακοή στούς ἀνωτέρους σας. Νά ἀγωνιστεῖτε ὃλοι σύμφωνα με τή θέση καί τό ἀξίωμά σας. Νά ἒχετε ὑπόψη σας ὃτι ἐάν κάνετε με πίστη ὃσα σᾶς εἶπα, ἒχω τήν ἐλπίδα ὃτι ὁ Θεός θά ἀπαλλάξει ὃλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς γιά μία ἀκόμη φορά ἀπό τήν δίκαιη ἀπειλή του.

Αὐτά τά λόγια εἶπε ὁ βασιλιάς καί ρίχτηκε στή μάχη σάν λιοντάρι, πολεμώντας και ἐμψυχώνοντας τόν λαό, νέος Μωϋσῆς πού προτιμᾶ να πεθάνει μαζί μέ τόν λαό του παρά νά ζήσει μόνος αὐτός. Αὐτός ὁ γενναῖος αὐτοκράτορας θά πέσει ἡρωικά μαχόμενος στήν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ καί θά ἐμπνεύσει τόν ποιητή μας Κωνσταντῖνο Καρυωτάκη νά γράψει τό ποίημα μέ τό ὁποῖο μᾶς καλεῖ  να μή θρηνήσουμε για χαμό τοῦ μαρμαρωμένου βασιλιᾶ.

«Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.

Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.[17]

Πράγματι θρῆνος δέν ταιριάζει γι’αὐτούς πού πολέμησαν γενναῖα καί μεγαλούργησαν στό διάβα τῆς ἱστορίας πολεμώντας γιά τήν προάσπιση τῶν ὁσίων καί ἱερῶν τῆς φυλής μας. Τούς ἐνθυμούμαστε ὃμως καί τελούμε μνημόσυνο ὑπέρ ἀναπάυσεως τῶν ψυχῶν τους παρακαλώντας συνάμα την Παναγία, στήν ὁποῖα ἡ Πόλη ἀνήκει προσφόρως[18] νά περιφρουρεῖ καί νά περισώζει τόν λαό της. Ἂλλωστε ἡ εἰκόνα της ἐνθρόνου Θεοτόκου στό Νάο τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας εἶναι τρανή ἀπόδειξη ὃτι ἡ πόλις δέν ἒπεσε, δέν ἐχάθη.

Ἡ ρωμιοσύνη παραμένει ζωντανή γιά αιῶνες «ἀντριεύει καί θεριεύει καί καμακώνει τό θεριό μέ τό καμάκι τοῦ ἢλιου».[19] Εἶναι ἓνα  πολύτιμο χρυσοποίκιλτο ὓφασμα τό ὁποῖο ἐνδύεται ὁ Πατριάρχης τοῦ γένους μας διάδοχος καί συνεχιστής τῆς βυζαντινής λαμπρότητος ἀλλά θεματοφύλακας τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῶν ρωμιῶν στή βασιλεύουσα τῶν πόλεων.

[1] Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα. 1963-1972, τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 160
[2] http://www.saint.gr (24/5/2016)
[3]Γεωργίου Γραντζῆ , Ἡ Πόλις Ἑἀλω,-Νικόλο Μπαρμάρο Χρονικό τῆς πολιορκίας τῆς Κωνσταντινούπολης, Ἐκδόσεις Νέα Σύνορα, Ἀθήνα 1993, σ.89
[4] https://el.wikipedia.org (20/5/2016)
[5] Νεοκλής Καζάζης, Γεώργιος Πλήθων και ο κοινωνισμός κατά την αναγέννηση, Ελεύθερη Σκέψη, (1994), σελ.6.
[6] http://www.rassias.gr/1087PLETHO.html (20/5/2016)
[7] Τό Χρονικόν τοῦ Μορέως, Ἐκδόσεις Ἐκάτη, 1989,σ. 125
[8] Στεφάνου Ν. Δραγούμη, Χρονικόν Μορέως, Τυπογραφεῖον  Παρασκευᾶ Λεωνή, Ἀθηναι 1921, σ.143
[9] http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/poihmata.htm (20/5/2016)
[10] Βλ. Steven Runciman, Ἡ  Ἃλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, Ἐκδόσεις Παπαδήμα Ἀθήνα 2005, σ.99
[11] Βλ. https://el.wikipedia.org (24/5/2016)
[12]Βλ. Γεώργιος Καμένος, Βυζαντινοί Πόλεμοι,Ἐκδόσεις Λιακόπουλος, σ.78-80
[13] http://paterikos.blogspot.gr (23/5/2016)
[14] Βλ. Βυζαντιναί Μελέται,Α. Πασπάτη, Κων/πολη 1877, σ.359
[15] Steven Runciman, Ἡ  Ἃλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, Ἐκδόσεις Παπαδήμα Ἀθήνα 2005, σ.32
[16] Βλ. Steven Runciman, Ἡ  Ἃλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, Ἐκδόσεις Παπαδήμα Ἀθήνα 2005, σ.92
[17] http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tradition/lamentations-constantinople.htm
[18]«Τῆς Θεοτόκου ἡ Πόλις, τῇ Θεοτόκῳ προσφόρως, τὴν ἑαυτῆς ἀνατίθεται σύστασιν, ἐν αὐτῇ γὰρ ἐστήρικται διαμένειν, καὶ δι᾽ αὐτῆς περισώζεται καὶ κραταιοῦται, βοῶσα πρὸς αὐτήν, Χαῖρε ἡ ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς».
[19] Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα. 1963-1972, τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 160]