Οι εθνικές επέτειοι τείνουν συχνά να ευτελίζονται από την περιαγωγή του επετειακού λόγου σε κοινοτοπίες και κενά ρητορικά σχήματα. Όμως η παιδαγωγική για την κοινωνία λειτουργία της 25ης Μαρτίου δεν μπορεί να είναι άλλη από τον στοχασμό επί του νοήματος της ελευθερίας για την οποία θυσιάστηκαν οι αγωνιστές του 1821.
Η αξία της ελευθερίας υπήρξε το προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της πολιτικής παράδοσης του ευρωπαϊκού κόσμου, το ιδεώδες πέριξ του οποίου αρθρώθηκε η πολιτική και πνευματική έκφραση του δυτικού πολιτισμού. Οι καταβολές εντοπίζονται στην κοινωνική και πολιτική εμπειρία της αρχαϊκής και κλασικής Ελλάδας. Η ιδέα της ελευθερίας πάντως με την οποία ζει ο νεότερος κόσμος, εμείς σήμερα, αναδύθηκε από τον θεωρητικό στοχασμό της νεωτερικότητας και ταυτίζεται με την έννοια των δικαιωμάτων του ατόμου και την οριοθέτηση μιας σφαίρας ιδιωτικής ύπαρξης όπου ο καθένας μπορεί να ζήσει όπως επιθυμεί, με κατοχυρωμένη την αυτονομία του από εισβολές της κοινωνίας ή του κράτους. Αυτή την έννοια της ελευθερίας ενστερνίστηκε ο ατομικιστικός φιλελευθερισμός και προέβαλε ως διεκδίκηση και ασπίδα κατά της απολυταρχίας και κατά της αυθαιρεσίας των εκάστοτε εξουσιών. Με αυτήν συνδέθηκε και η έννοια της πνευματικής ελευθερίας, κατ’ εξοχήν της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης από εξωτερικούς καταναγκασμούς ως προς την πίστη του ατόμου και την επιτέλεση των καθηκόντων της θρησκείας που επιλέγει ο καθένας. Αυτή είναι η ιδέα της ανοχής και της ανεξιθρησκίας, που αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις μιας ελεύθερης κοινωνίας. Προέκταση της ιδέας της ελευθερίας της συνείδησης υπήρξε η ιδέα της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας, του φιλοσοφικού στοχασμού και γενικότερα της ανεξάρτητης αναζήτησης της αλήθειας.
Με την έννοια της ελευθερίας ως κατοχύρωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων συνάπτεται και η ιδέα του κράτους δικαίου, της πολιτείας των ελεύθερων θεσμών, η οποία βασίζεται στη διάκριση των εξουσιών και τον σεβασμό του πολίτη. Πρόκειται για όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την πολιτική θεωρία του Διαφωτισμού. Εν ονόματι της ιδέας της ελευθερίας συντελέστηκαν οι μεγάλες επαναστάσεις, η Ένδοξη Επανάσταση του 1688 στην Αγγλία, η Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και η Γαλλική Επανάσταση του 1789. Στην επαναστατική παράδοση της διεκδίκησης της ελευθερίας, των δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου ανήκει και η Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπως φαίνεται με σαφήνεια από τα πολιτεύματα που ψήφισαν οι εθνοσυνελεύσεις το 1822 στην Επίδαυρο, το 1823 στο Άστρος και το 1827 στην Τροιζήνα. Η Ελληνική Επανάσταση κατ’ ουσίαν ανασυνδέει τον νέο Ελληνισμό με την πολιτική παράδοση και τις πολιτικές αξίες του ευρωπαϊκού κόσμου, της οποίας οι μακρινές αλλά αυθεντικές καταβολές βρίσκονται στην αρχαιοελληνική αντίληψη της ελευθερίας και του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Υπό τις συνθήκες της νεωτερικότητας και μιας πολύ πιο σύνθετης κοινωνίας με επιτεταμένες ανισότητες και κοινωνικές αδικίες, η ελευθερία ως διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ατόμου προκάλεσε και την άρθρωση του ριζοσπαστικού λόγου που επέκρινε την αποτυχία του φιλελεύθερου ατομικισμού να αναμετρηθεί με το πρόβλημα της ανισότητας. Σύμφωνα με τη ριζοσπαστική κριτική για να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο η ελευθερία απαιτείται μια ριζική κοινωνική αλλαγή που θα ανατρέψει τις ανισότητες και θα μεταμορφώσει την κοινωνία των διεφθαρμένων εγωιστών σε κοινότητα εναρέτων πολιτών ειλικρινώς αφοσιωμένων στο δημόσιο συμφέρον, αντικαθιστώντας τη φυσική με την ηθική ελευθερία. Αυτή την αντίληψη δοκίμασαν να εφαρμόσουν οι Ιακωβίνοι κατά τη Γαλλική Επανάσταση, με αποτέλεσμα όμως την επιβολή μιας αιματηρής τυραννίας, της οποίας το μέγιστο θύμα υπήρξε η ίδια η ελευθερία και ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως παρατήρησε πολύ εύστοχα ο Αδαμάντιος Κοραής. Μετά τις εμπειρίες της Γαλλικής Επανάστασης όμως η ριζοσπαστική αντίληψη με τους αρχαιότροπους συμβολισμούς της εμφανίζεται πλέον ως κίνδυνος για την ελευθερία.
Έτσι εμφανίστηκε η διάκριση της ελευθερίας αρχαίων και νεοτέρων ή, όπως ονομάστηκε αργότερα τον 20ό αιώνα, η διάκριση αρνητικής και θετικής ελευθερίας που θέτει ακριβώς και το πρόβλημα της εποχής μας. Υπό τις συνθήκες της σύνθετης και τεχνολογικά περίπλοκης κοινωνίας της παγκοσμιότητας, τα αιτήματα της αρνητικής ελευθερίας, η περιφρούρηση των δικαιωμάτων και του ιδιωτικού χώρου του καθενός, αποκτούν πραγματικά τον χαρακτήρα του επείγοντος. Πώς μπορεί όμως να διασφαλιστεί αυτό το αίτημα και να γίνουν σεβαστά τα όσα συνεπάγεται η αρνητική ελευθερία χωρίς την επαγρύπνηση του συνειδητού πολίτη, χωρίς την ενεργό πολιτική συμμετοχή, τη συνεχή κριτική αποτίμηση της φοράς του δημοσίου βίου και τον έλεγχο της εγγενούς προδιάθεσης της εξουσίας να υπερβαίνει τα όριά της; Αυτό είναι το δίλημμα που ανακύπτει από τις αντινομίες της εποχής μας.
Μια αισιόδοξη άποψη η οποία ανάγεται στον 19ο αιώνα, η διευρυμένη θεωρία του ωφελιμισμού που θεμελιώνεται στην αντίληψη του ανθρώπου ως «προοδευτικού όντος», ευελπιστεί ότι οι δύο έννοιες μπορούν να συγκεραστούν, ότι οι ατομικές ελευθερίες μπορούν να περιφρουρηθούν αποτελεσματικότερα και να αναβαθμιστούν ποιοτικά διά της ενεργού συμμετοχής στα κοινά που καθιστά τους ανθρώπους ωριμότερους. Από την εποχή της διατύπωσης των κλασικών θεωριών της ελευθερίας, οι σχετικοί προβληματισμοί έχουν προχωρήσει αρκετά για να ανταποκριθούν στις ανάγκες προαγωγής της δικαιοσύνης σε κοινωνίες εξαιρετικά πιο σύνθετες και εντός πολιτειακών συστημάτων πολύ πιο πολύπλοκων και πλέον, εξαιτίας της καθολικής επιβολής της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, εξαιρετικά δυσνόητων. Ποιες είναι οι απαιτήσεις και το μέλλον της ελευθερίας υπό τις συνθήκες αυτές, που συνθέτουν τη μετανεωτερικότητα, με όλες τις ιδεολογικές και ηθικές συγχύσεις που έχει επιφέρει; Τι πρέπει να μάθει η κοινωνία μας για να διαφυλάξει την ελευθερία και να δικαιώσει έτσι και το ηθικό καταπίστευμα που της κληροδοτήθηκε από τους αγώνες και τις θυσίες που της διασφάλισαν την ανεξαρτησία της;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε απλή ούτε διαθέτει την ευκολία της ρητορικής καπηλείας των εθνικών ευαισθησιών. Η ισχυρή εντύπωση που αποκομίζει ο μελετητής του πνευματικού και πολιτικού βίου της Ελλάδας είναι ότι η κοινωνία μας δεν έχει κατορθώσει να εσωτερικεύσει και να αποδεχθεί στη συλλογική της συνείδηση την ελευθερία ως αυτόνομη και αυθύπαρκτη αξία, ως αυτοσκοπό που καταξιώνει ηθικά ανθρώπους και κοινωνικά σύνολα ακριβώς γιατί δεν νοείται ως ασυδοσία αλλά ως ανάληψη υποχρεώσεων παράλληλα προς τη διεκδίκηση δικαιωμάτων. Για να παύσει η ελευθερία να είναι αντικείμενο ρητορικής αλλά και για να εκλείψει η εργαλειακή αντίληψη που την ταυτίζει με την ανεξέλεγκτη οικονομική δραστηριότητα και την περιορίζει στην ελευθερία της αγοράς, καθιστώντας την έτσι λογικά και ηθικά ευάλωτη από κριτικές που συχνά δεν είναι άλλο παρά υποκριτικές μεταμφιέσεις του αυταρχισμού, απαιτείται στην απλουστευτική ταύτισή της με την εθνική ανεξαρτησία να προστεθεί και η εσωτερική της διάσταση ως ανοχής, ως σεβασμού των δικαιωμάτων και της ακεραιότητας του ατόμου, της ετερότητας και του πλουραλισμού και ως ικανότητας να ζούμε με τη διαφωνία χωρίς να προσφεύγουμε στην εύκολη και ποταπή διέξοδο του στιγματισμού των κινήτρων των διαφωνούντων. Οταν η κοινωνία μας εσωτερικεύσει και μάθει να ζει με αυτές τις αξίες, θα έχει πραγματώσει στον συλλογικό της βίο ως ηθική αξία την ελευθερία.
Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή: tovima.gr